Στον απέναντι λόφο, όχι μακριά από το σπίτι μου, βρίσκεται μια μεγάλη πολυκατοικία. Έχει 27 διαμερίσματα. Δεν είχε πάντα 27 διαμερίσματα όμως. Χτίστηκε σιγά σιγά και ίσως μεγαλώσει κι άλλο σε κάποια χρόνια, αν αποφασίσουν οι διαχειρισταί και οι ένοικοι να αυξηθεί ο συντελεστής δόμησης και κάλυψης. Όλοι οι ένοικοι είναι ενοικιαστές με πάρα πολύ μακροχρόνιες μισθώσεις, κανένας δεν είναι ιδιοκτήτης. Οι ένοικοι αλλάζουν ανά τετραετία, ή κάπου τόσο, δεν είμαι απολύτως σίγουρη.
Δεν ήταν πάντα 27 τα διαμερίσματα. Στην αρχή ήταν 6 νοματαίοι όλοι κι όλοι, με γειτονικά ή όμορα οικόπεδα, και εκεί που μασουλούσαν όλοι μαζί χρυσά βελανίδια, λένε «μήπως να χτίσουμε ένα κτίριο να μείνουμε όλοι μέσα να στεγάσουμε την φιλία μας;» Και μια και δυο, χτίζουν ένα σχετικά απλό οικοδόμημα, έβαλαν κάποιους κανόνες και μετακόμισαν εκεί με τις οικογένειές τους. Συμφώνησαν να ανταλλάσσουν προϊόντα μεταξύ τους, δηλαδή αν της οικογένειας του 5ου της τελειώνει ο καφές, να χτυπήσει στους δίπλα ή στους από κάτω να ζητήσει λίγο. Καλύτερα, από το να τρέχει στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς…
Η συγκατοίκηση πήγε περίφημα, τόσο, που κάποιοι γείτονες που έμεναν σε άλλα ισόγεια εκεί γύρω, αποφάσισαν να μετακομίσουν εκεί. Υπήρχε δυνατότητα; Σαφώς υπήρχε, το αρχικό οικοδόμημα δεν ήταν ολοκληρωμένο, είχαν αφήσει τις κλασικές αναμονές στην ταράτσα, οπότε έριξαν 2 ακόμα ορόφους, ενίσχυσαν και λίγο τα θεμέλια και το 1973 μπήκαν άλλες 3 οικογένειες, ξανθωποί ως επί το πλείστον, με τα παντελόνια καμπάνες τους, με τις φαβορίτες τους, τους μεγάλους γιακάδες.
Το 1981 μετακόμισαν κι άλλοι, μια οικογένεια λίγο θορυβώδης, μελαμψή και σχετικώς κοντοπόδαροι, έτσι τουλάχιστον έμοιαζαν από εδώ που παρατηρούσα, συμπαθέστατοι, με τα ζιβάγκο τους, τις τρίχες τους, τους χορούς τους, έκαναν τα ωραιότερα γλέντια, έπιασαν το ισόγειο όπως κοιτάς δεξιά.
Το 1986 ήρθαν κι άλλοι μελαμψοί, λίγο πιο φρυδάτοι, και αυτοί έξω καρδιά, έπιασαν κι αυτοί 2 ισόγεια και έτσι στο ισόγειο είχαμε 4 συνολικά οικογένειες, Αυτοί οι τρεις του ισογείου έχουν και τεράστια ιδιωτική πισίνα. Θερμαινόμενη τους 9 μήνες του χρόνου. Οι άλλοι όροφοι κάνουν κρα να κατέβουν στο ισόγειο να αράζουν για χαλάρωση. Στα ισόγεια έχουν γίνει άπειρα μεθύσια και οι καλύτεροι πήδοι στην ιστορία της πολυκατοικίας. Άλλο να στο λένε και άλλο να το βλέπεις-ακούς.
Ακολούθησαν κι άλλοι ένοικοι, που έμεναν λίγο πιο βόρεια της πολυκατοικίας έως τότε. Εν τω μεταξύ, οι 2 τελευταίοι που ήρθαν, έχουν κάτι διαμερίσματα πολύ μοντέρνα, δε λέω, αλλά που τα πιάνει ο ήλιος τις μισές μέρες του χρόνου, απορώ με τους αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς τους δηλαδή.
Επειδή όλοι αυτοί περνούσαν σχετικά καλά, με τα πάνω τους και τα κάτω τους, άρχισαν να έρχονται και κάτι άλλες οικογένειες, που έμεναν πιο αριστερά, όπως κοιτάμε από πάνω. Οι παλαιοί νοικάρηδες αυτών των οικογενειών, τουλάχιστον οι πάτερ φαμίλιες τους, δεν ήθελαν με τίποτα να μετακομίσουν στην πολυκατοικία, δεν γούσταραν, και είχαν πειθαναγκάσει μάλλον και τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους να μην θέλουν.
Αλλά κάποια στιγμή το πατριαρχικό μοντέλο ράγισε, πήραν πούλο (συγγνώμη για τα γαλλικά) οι πάτερ φαμίλιες με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο και οι οικογένειες αυτές μετακόμισαν και αυτές στο οικοδόμημα. Βέβαια, οι παλαιότεροι ένοικοι, οι old money, είχαν θέσει κάποιους κανόνες για όποιον ήθελε να μετακομίσει εκεί, μιας και αφενός τα διαμερίσματα δεν ήταν ατελείωτα ούτε και η δομική αντοχή του κτιρίου ήταν, και αφετέρου οι νέες οικογένειες έπρεπε να είναι νοικοκυρεμένες οικονομικώς, και εν πάση περιπτώσει my house my rules, δεν θα δέχονταν κανένα παρτάλι, κανέναν χαραμοφάη. Αυτό το έλεγαν δυνατά να το ακούνε κυρίως οι ένοικοι των ισογείων διαμερισμάτων, που είχαν μια ροπή προς τη μαλακία, αλλά κατά τα λοιπά ήταν συμπαθέστατοι.
Οπότε αισίως φτάσαμε στους 27 που σας έλεγα στην αρχή. Όπως κάθε πολυκατοικία, έτσι και αυτή, έχει και πάνω της και τα κάτω της. Διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικά βιώματα και τέτοια. Έχουν περάσει και αυτοί τις κρισούλες τους… Ας πούμε κάποιοι δεν πολυπλήρωναν κοινόχρηστα και διέθεταν τις προσόδους τους σε άλλους τομείς, όπως αυτοί της ψυχαγωγίας, της εστίασης, της αύξησης του προσωπικού συντήρησης του διαμερίσματος, και παράλληλα έκαναν κανονικά χρήση των κοινοχρήστων αγαθών. Ε, σε αυτούς οι άλλοι όροφοι τους κούνησαν λίγο το δάχτυλο. Βέβαια, με το κούνημα του δαχτύλου δεν πολυτρόμαξαν, οπότε μετά μάλλον τους έβαλαν το δάχτυλο, αν κρίνω από το πόσο πολύ τους στοίχισε σε χρόνο και σε χρήμα.
Αυτοί οι τελευταίοι, ισόγειο δεξιά, έχουν και κάποια άλλα προβλήματα με τον γείτονα από δεξιά, ο οποίος έχει μεσοτοιχία μια τεράστια έπαυλη, κακόγουστη κατά την γνώμη μου και συνεχώς βρίζονται ο ένας από την μια μεριά του τοίχου και ο άλλος από την άλλη. Ο γείτονας, οι προγονοί του βασικά, είχαν πάρα πολύ παλιά ένα μικρό κομμάτι του οικοπέδου της πολυκατοικίας, μετά όμως, μεσολάβησαν διάφορα, τσαμπουκάδες, ντράβαλα, και η πισίνα κατέληξε να ανήκει στην πολυκατοικία.
Αυτός βέβαια φουρκίζεται, ρίχνει ‘κατά λάθος’ κανένα από τα παιχνίδια του στην πισίνα, του το πετάνε πίσω οι του ισογείου, αυτός ξαναρίχνει κάτι, σε δουλειά να βρισκόμαστε. Μια φορά προσπάθησε να κατουρήσει από την μεριά του και να φτάσει το κάτουρο μέχρι την πισίνα, αλλά οι από μέσα του έριξαν νερό με τον βραστήρα, επίτηδες αστόχησαν βέβαια, αλλά μια σταγόνα τον πήρε στα μέζεα και μαζεύτηκε. Όχι ότι ησύχασε, συνεχίζει ακόμα τις κουταμάρες.
Κάποιοι άλλοι που μένουν στους ψηλά ορόφους, αυτοανακηρύχθηκαν μονοκατοικία. Ένα βράδυ που έβλεπαν μπάλα και είχαν κατεβάσει 20 μπύρες τουλάχιστον ο καθένας, άρχισαν να λένε μαλακίες. Και ξέρεις, όταν είσαι μεθυσμένος πετάς μια μαλακία και ενθουσιάζεται το (εξίσου μεθυσμένο) ακροατήριο. Και λέει ο ένας ρε μαλάκες, βαρέθηκα εδώ μέσα, προτείνω να γίνουμε μονοκατοικία! Πως ρε dude; Θα έλεγε κάποιος νηφάλιος συνδαιτημών.
Αντ’ αυτού, είπαν ΠΩΩΩΩ ΓΑΜΑΤΗ ΙΔΕΑ mate! και τσούγκρισαν τα μπυρόνια τους, και έχτισαν και ζωγράφισαν πάνω στην υπέροχη αυτή ιδέα. “Δε θα χρησιμοποιούμε ασανσέρ, ούτε θα πληρώνουμε κοινόχρηστα. Θα ανεβοκατεβάζουμε τα κορμιά μας και τα χρειώδη (μπύρες, γουήντ, τσένταρ κλπ) από το μπαλκόνι με ντρόουν”. ΠΩΩΩΩΩΩΩ ΓΑΜΑΤΗ ΙΔΕΑ ΦΙΛΕ!
Και δώστου τσουγκρίσματα, και την άλλη μέρα, ανακοίνωσαν στην συνέλευση της πολυκατοικίας ότι ‘θα πάρουμε εθελούσια τον πούλο, βγάλτε μας από την λίστα με τα κοινόχρηστα, δεν είμαστε διαμέρισμα, είμαστε ΜΟΝΟΚΑΤΟΙΚΙΑ”. Οι υπόλοιποι της συνέλευσης κουνήσαν το κεφάλι, άλλοι με απόγνωση, προσπαθώντας να σκεφτούν τι άλλη μαλακία θα ακούσουν, άλλοι με κρυφό θαυμασμό, τους είχε διασχίσει το μυαλό η ιδέα αυτή φευγαλέα και θαύμασαν τους συγκατοίκους τους, που άντλησαν τόσο θάρρος από 40 μπουκάλια μπύρας. Κάποιοι είπαν στα παιδιά τους, τέρμα οι επισκέψεις στην μονοκατοικία, όχι πολλά πολλά, θα βλέπετε αλλού τα ματσάκια, σε άλλα διαμερίσματα. Και αφού πέρασε λίγος καιρός, το ασανσέρ όντως σταμάτησε να κάνει στάση στον δικό τους όροφο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, καλό κακό ή αδιάφορο. Πέθανε και η προγιαγιά τους πρόσφατα.
Μετά ήρθε ο κορωνοϊός. Εκεί, κάθε οικογένεια το διαχειρίστηκε διαφορετικά, αναλόγως με την ιδιοσυγκρασία της. Άλλοι αρρώστησαν πολύ βαριά στην αρχή του, άλλοι ήταν σταθερά ολίγον άρρωστοι, άλλοι στην αρχή κλειστήκαν μέσα και μετά βγήκαν έξω και δεν μαζεύονται, άλλοι έπαθαν Σιγκαπούρη (αυτό είναι private joke, αφορά μια άλλη γειτονιά, λίγο πυροβολημένη). Τώρα έχουν ψιλοηρεμήσει τα πράγματα, μάλλον. Η πολυκατοικία έχει άλλα να σκεφτεί.
Λίγο παραπάνω από την πολυκατοικία, μεσοτοιχία με το οικόπεδο σε ένα τμήμα της για την ακρίβεια, μένει ένας σχιζοφρενής γκάνγκστερ δολοφόνος. Αυτός έχει ένα τεράστιο οικόπεδο, είναι υπόπτως πάρα πολύ πλούσιος, έχει φτιάξει διάφορα φαραωνικά μέσα στο οικόπεδο (κλασικός νεόπλουτος), είναι και εξόχως επιδειξιομανής και επίσης και δυστυχώς, έχει το μοναδικό πρατήριο καυσίμων της περιοχής. Δηλαδή αν είναι Κυριακή και είναι κλειστά, για να βρεις άλλο πρατήριο πρέπει να πας στου διαόλου τη μάνα, στον πέρα μαχαλά. Αλλά αυτό από μόνο του δεν είναι πολύ πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι θέλει να ελέγξει την γειτονιά, χωρίς να του ζητηθεί, και εκβιάζει, δολοφονεί, παρενοχλεί γείτονες, χωρίς να έχει βρεθεί κάποιος να τον σταματήσει.
Η πολυκατοικία, από τότε που άρχισε ο διπλανός τα εγκλήματα, θορυβήθηκε και προβληματίστηκε. Μαζευτήκαν οι διαχειρισταί και αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Έπεσαν πολλές και ποικίλες προτάσεις στο τραπέζι. Κάποιος πρότεινε να σταματήσουν να τον καλούν στα πάρτι και να μην πηγαίνουν στα δικά του, για να μάθει. Άλλος πρότεινε να μην του ξαναστείλουν ακριβά καλάθια με ντελικατέσεν στις γιορτές. Ένας έριξε την ιδέα να πάνε να του χτυπάνε τα κουδούνια και μετά να φύγουνε τρεχάλα μην τους δει.
Οι ιδέες αυτές καλωσορίστηκαν με μέτρια θέρμη, καθώς δεν εξασφάλιζαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ένας πολύ δραστήριος και πλούσιος οικογενειάρχης της πολυκατοικίας, προσπάθησε αρκετά, τον πήρε τηλέφωνο, πήγαν για καφέ, ξανά τηλέφωνα, skype, καφέδες πάλι, αλλά ενώ αποχαιρετιόντουσαν σε σχετικά καλό κλίμα, ο σχιζοφρενής γείτονας, συνέχιζε να είναι αρχίδι, να καταστρέφει και να δολοφονεί, προσπαθώντας να ελέγξει την γειτονιά του.
Οι διαχειριστές άρχισαν να ζορίζονται πολύ, με αυτό που τους έκατσε στη βάρδιά τους. Αυτοί δηλαδή, αλλιώς ονειρεύονταν την θητεία τους. Σχεδίαζαν να φυτέψουν κανένα γκαζόν, να καλλωπίσουν τους θάμνους, να βάλουν νέους κάδους ανακύκλωσης και κομποστοποίησης, να καλλιεργήσουν σε όλη την πολυκατοικία φυτά που καθαρίζουν την ατμόσφαιρα, να κάνουν καμία παρτάρα στην πιλοτή, να εγκαταστήσουν ηλιακούς θερμοσίφωνες και φωτοβολταϊκά, να στέλνουν τα αποφόρια τους στην κάτω γειτονιά, τέτοια πράγματα. Τώρα καλούνταν να λάβουν αποφάσεις κάπως πιο σοβαρές και κρίσιμες και όλα αυτά τα υπέροχα δρώμενα μετατέθηκαν για αργότερα.
Απευθύνθηκαν στο τοπικό Police Department, αλλά ο χωροφύλαξ τους είπε ότι διοικητικά ο schizo δεν ανήκει στην δική τους αρμοδιότητα, και ότι μόνο αν κάνει τα ίδια σε οικόπεδο τις δικής του αρμοδιότητας δικαιούται αν παρέμβει δυναμικά. Τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι χωροφύλακες ήταν να στήνονται στη μεσοτοιχία με τον γκάνγκστερ, από την από δω πλευρά, να γυαλίζουν τις πιστόλες τους και να του φωνάζουν “ΦΡΟΝΙΜΑΑΑΑΑΑ”.
Οι διαχειρισταί βέβαια την έβλεπαν την δουλειά και είχαν φουλάρει σε βενζίνα ενώ προσφέρθηκε να τους προμηθεύει ακριβούτσικα ένας πολύ πλούσιος, τεράστιο κεφάλαιο, ο οποίος έμενε πολύ μακριά, απέναντι από το ρέμα, οπότε κάπως διαχειρίστηκε η κατάσταση από τους διαχειριστές, προσωρινά. Τώρα για να μακροπρόθεσμα σχέδια, δεν διαφαίνεται κάτι σίγουρο στον ορίζοντα, πηγαίνουν βλέποντας και κάνοντας. Συναντιούνται συχνά στην ταράτσα, παρατηρούν την κατάσταση με τα κιάλια, κάποιοι φωνάζουν προς την μεριά του δολοφόνου ΣΤΑΜΑΤΑ ΒΡΕ, κάποιοι άλλοι ΣΤΑΜΑΤΑ ΡΕ ΜΗΝ ΚΑΤΕΒΩ ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΣΟΥ ΓΑΜΗΣΩ ΠΑΛΙΟ ΜΑΛΑΚΑ, αλλά δεν μοιάζει να πτοείται αυτός.
Εν τω μεταξύ, υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα, στις άπειρες συνελεύσεις της πολυκατοικίας: Για πολλές αποφάσεις απαιτείται ομοφωνία 27 ατόμων. Ό,τι να’ναι δηλαδή. Ομοφωνία μπορούσαν να απαιτούν όταν ήταν 6, 7 άντε 10 νοματαίοι στο κτίριο. Τώρα με τους 27 ούτε τι χρώμα πόμολο εισόδου δεν θα μπορούν να αποφασίσουν. Οπότε συναντιούνται, και να οι καφέδες και να τα κρουασάν και να τα σινγκλ μαλτ (άμα είναι βράδυ) αλλά η δυστοκία στις αποφάσεις και στις δράσεις είναι αφόρητη. Αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι να υπάρχει εκνευρισμός και αλληλοφάγωμα.
Θα μου πεις, υγιές και φυσιολογικό είναι αυτό. Εδώ ολόκληρα κράτη τσακώνονται. Οι του ιδίου κράτους, βρίζονται βόρειοι με νοτίους. Οι του ιδίου νομού πλακώνονται οι βουνίσιοι με τους παραθαλάσσιους. Οι του ιδίου κόμματος μαδομουνιούνται. Εδώ οι της ίδιας οικογένειας συχνά μαλλιοτραβιούνται, δηλαδή τι πιο φυσικό;
Αυτά πάνω κάτω συμβαίνουν με την πολυκατοικία απέναντι. Θα ήθελα πολύ και εγώ και αρκετοί από την γειτονιά μας να μετακομίσουμε εκεί αλλά είναι πολύ δύσκολο. Ο δρόμος που ενώνει την γειτονιά μας με την πολυκατοικία είναι χάλια, κακοτράχαλος, πάρα πολύ επικίνδυνος. Έχουν γίνει πολλά ατυχήματα και πολλά δυστυχήματα. Παρόλα αυτά δεν τον φτιάχνουν, μάλλον δεν θέλουν να τον φτιάξουν, ίσως δεν έχουν πολλά άδεια δωμάτια για να χωρέσουν όλους τους μουσαφιραίους που θα πάνε από την γειτονιά μας. Μακάρι όμως να μπορέσω να πάω κάποτε…
Διαβάστε ακόμα: Oι 50 αποχρώσεις του γκρι ντουβαριού. Γιατί τα μοντέρνα σπίτια είναι τόσο μονότονα;