«Η μία μου λατρεία είναι η δημοσιογραφία και η άλλη είναι η Αμερική».

Τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια και εύχομαι να τον ακούω, να τον βλέπω και να τον διαβάζω για πολλά ακόμη. Γιατί έχει δημοσιογραφική στόφα εμφανέστατη. Γιατί σου εμπνέει σεβασμό και ασφάλεια όταν μιλάει. Ο Απόστολος, παρότι σχετικά νέος, έχει ζήσει πολλά και έχει κυνηγήσει ακόμη περισσότερα. Με μέθοδο, χωρίς πάθη και υπερβολές, με σεμνότητα και σοβαρότητα. Η ψυχραιμία του, σε κάθε επίπεδο, είναι παροιμιώδης σε βαθμό να αναρωτιέσαι πότε και πού αυτός ο άνθρωπος αφήνεται και ξεσπάει. Είναι κάτι που δεν θα μου απαντήσει, μάλλον γιατί οι δημοσιογραφικές του αρχές λειτουργούν και εκτός κάμερας και εκτός πληκτρολογίου.

– Θέλατε πάντα να γίνετε δημοσιογράφος ή ήταν κάτι που έτυχε στην πορεία σας;

Πάντα! Έβγαλα την πρώτη μου εφημερίδα όταν ήμουν εφτά ετών -πήγαινα στο Πειραματικό Σχολείο στη Θεσσαλονίκη. Πριν από λίγους μήνες, βρήκα εφημερίδα διακοπών, που υπέγραφα ως… διευθυντής, την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά, το ’89. Παρακολούθησα την υπόθεση κι έγραψα ένα άρθρο  -ήμουν τότε 10 χρονών. Δεν ξέρω πώς αντιλαμβάνονταν οι άλλοι αυτή την απασχόλησή μου, αλλά για μένα ήταν ξεκάθαρο ότι θα ακολουθήσω τη δημοσιογραφία. Παρ’ όλα αυτά, ακούγοντας τη συμβουλή κάποιου, σπούδασα στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Αθηνών.

»Αν λοιπόν η μία μου λατρεία είναι η δημοσιογραφία, η άλλη είναι η Αμερική. Τότε μάλιστα, που δεν υπήρχε ίντερνετ παρά μόνο εφημερίδες, περιοδικά και κρατική τηλεόραση, κατέβαλα μεγάλες προσπάθειες για να μαθαίνω όσο περισσότερα μπορούσα. Η Αμερική τότε ήταν ΝΒΑ, το μπάσκετ, πολιτικοί όπως ο Ρέιγκαν και ο Μπους… Μπορεί να μην καταλάβαινα πολλά στα 8-10 αλλά μου τραβούσαν πολύ το ενδιαφέρον. Είχα βεβαίως και οικογενειακούς δεσμούς με την Αμερική, καθώς ο θείος μου ζούσε στη Νέα Υόρκη – γιατρός με σπουδαία καριέρα. Η χώρα αυτή είχε ήδη πλάσει τον μύθο της στο μυαλό μου. Στο κατώφλι του 2000, όταν εγώ σπούδαζα, άρχισαν σιγά σιγά να αυξάνονται και τα μέσα πληροφόρησης αφού υπήρχε πλέον το Ίντερνετ. Σκέφτηκα ότι ήταν καιρός να κάνω άλλο ένα βήμα -αφού πήγα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, γιατί να μην πάω από την Αθήνα στην Αμερική;

«Οι πρώτες εβδομάδες μου στη Νέα Υόρκη συνέπεσαν με την 11η Σεπτεμβρίου».

– Από αυτά που μου λέτε, καταλαβαίνω ότι είστε ένας άνθρωπος με μεγάλη περιέργεια, θέλετε διαρκώς να μαθαίνετε τι συμβαίνει γύρω μας. Σας αρέσει και η περιπέτεια;

Η περιπέτεια όχι και τόσο, η περιέργεια, πολύ. Οι πρώτες εβδομάδες μου στη Νέα Υόρκη συνέπεσαν με την 11η Σεπτεμβρίου. Ήμουν τότε στο Πανεπιστήμιο Columbia, το οποίο απέχει γύρω στα 10-12 χλμ. από τους Πύργους, οπότε με το που έγινε το πρώτο χτύπημα ανέβηκα κάπου ψηλά για να δω τι έγινε. Φαινόταν ο καπνός. Οι πρώτες δύο ώρες ήταν πάρα πολύ έντονες, λαμβάναμε συνεχώς πολύ διαφορετικά μηνύματα, όπως ότι υπάρχουν άλλα οκτώ αεροπλάνα πάνω από το Μανχάταν.

»Θυμάμαι να βγαίνω έξω από το πανεπιστήμιο, στο campus, και να κοιτάζω τον ουρανό σκεπτόμενος, τώρα από πού θα μας έρθει; Προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε αλλά τα κινητά δεν δούλευαν, γενικά ήταν μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση. Φυσικά το δημοσιογραφικό δαιμόνιο με έσπρωχνε να πάω προς τα κει, για να δω τι γίνεται, αλλά δεν μας επέτρεπαν να πλησιάσουμε πολύ. Η Νέα Υόρκη τότε έζησε μια στιγμή στην ιστορία της πολύ δραματική αλλά ταυτόχρονα και πολύ δημιουργική. Είδαμε ότι οι άνθρωποι ήρθαν πιο κοντά και όλη αυτή τη θλίψη τη μετέτρεψαν σε θέληση για ζωή. Ο κόσμος βγήκε έξω, μίλησε γι’ αυτό που έγινε, συμπαραστάθηκε ο ένας στον άλλον. Όσο για μένα, έζησα από κοντά ένα turning point στην ιστορία του κόσμου γενικά, ήταν κάτι απίστευτο. Όλη η ακαδημαϊκή χρονιά προσδιορίστηκε από αυτό. Ήρθαν στο Πανεπιστήμιο και έκαναν ομιλίες από τον Γκορμπατσόφ μέχρι τον Κίσινγκερ.

«Ήμουν τότε στο Πανεπιστήμιο Columbia, το οποίο απέχει γύρω στα 10-12 χλμ. από τους Πύργους, οπότε με το που έγινε το πρώτο χτύπημα ανέβηκα κάπου ψηλά για να δω τι έγινε» (Atlantic).

»Είχα την τύχη να έχω καθηγητές τον Μαζάουερ και τον Στίγκλιτς. Οπότε όλο αυτό μού έδωσε μια διεθνή οπτική στο πώς αντιλαμβάνομαι τα πράγματα: δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τα τοπικά ζητήματα αποκλειστικά και μόνο ως τοπικά. Κι αυτό νομίζω ότι ήταν η προστιθέμενη αξία που «πούλησα» στο Μega, όταν επέστρεψα. Τώρα μάλιστα που το ξανασκέφτομαι, η εμπειρία της Αμερικής σε μια τόσο δημιουργική ηλικία δεν μπορεί να σε αφήσει ανεπηρέαστο, διότι, κακά τα ψέματα, μεγαλώσαμε σε μια συντηρητική χώρα -τουλάχιστον εγώ έτσι θυμάμαι την Ελλάδα των 80s και των 90s. Όταν έφυγα για Αμερική, η επικαιρότητα στην Ελλάδα ακόμη ασχολιόταν με το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τον Χριστόδουλο και το φιλί του Παπακαλιάτη στο ΕΣΡ. Εγώ αντίθετα ήμουν στην απόλυτα πολυπολιτισμική πόλη, όπου γνώρισα πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους από διαφορετικά υπόβαθρα κι αυτό δεν μπορεί να μη σε διαμορφώσει.

«Ήμασταν πάντα μια διχασμένη κοινωνία και αδυνατούσαμε να δούμε τα πράγματα σε μια ευρύτερη διάσταση. Είχαμε μια βαλκανική θεώρηση της ιστορίας».

Τι είναι αυτό που θεωρείτε ότι μας λείπει δημοσιογραφικά στη χώρα μας, σε σύγκριση με αυτά που είδατε στην Αμερική; Ή δεν είναι κάτι που μας λείπει αλλά απλώς είμαστε μακριά από την πηγή των γεγονότων;

Έχουμε έναν επαρχιωτισμό, τον οποίο όμως σιγά σιγά αποβάλλουμε. Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι ήμασταν πάντα μια διχασμένη κοινωνία και αδυνατούσαμε να δούμε τα πράγματα σε μια ευρύτερη διάσταση. Είχαμε μια βαλκανική θεώρηση της ιστορίας, νιώθαμε ότι όλοι κάπως μας χρωστάνε, νιώθαμε αδικημένοι… Ακόμα και τη δεκαετία που μας πέρασε, των μνημονίων, η συζήτηση ήταν διχαστική και σε μεγάλο μέρος της αφορούσε το παρελθόν. Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα, τώρα που ήρθε ο Πομπέο στην Ελλάδα, μίλησε για το πώς η Αμερική θα αξιοποιήσει τη βάση της Σούδας – αν έβαζες αυτή τη συζήτηση 20 ή 30 χρόνια πίσω, θα είχε καεί η μισή Αθήνα. Σήμερα δεν μιλάει κανείς, ούτε η Αριστερά ούτε η Δεξιά, όλοι αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος έχει αλλάξει, οι απειλές είναι διαφορετικές, οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι διαφορετικοί. Συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια, αλλά μόνο εθνικά συμφέροντα κι ο κόσμος πρέπει να κινείται λίγο πιο δυναμικά.

«Η έννοια της ελευθερίας, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι να μπορείς να πας στο Central Park και να κάνεις μάθημα εκεί, να προσκαλέσεις τον Ιρανό πρόεδρο στο Πανεπιστήμιο και να ακούσεις την άποψή του».

Θα σας γυρίσω λίγο πάλι στην Αμερική, για να σας πω ότι γνωρίζω ανθρώπους που ζούσαν στη Νέα Υόρκη και μου έχουν πει ότι αισθάνονταν φοβερή αστυνόμευση και καταπίεση. Ισχύει και αυτό, μαζί με την ελευθερία της σκέψης και των ιδεών που μου περιγράψατε εσείς;

Για να μπορέσει να λειτουργήσει μια μεγαλούπολη, μια πόλη τέτοιων διαστάσεων, πρέπει να υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι κανόνες και αυτούς τους κανόνες πρέπει να τους αποδέχεσαι. Ας πούμε το campus έχει αστυνομία, δεν είναι χύμα η κατάσταση. Για να κινηθείς στο μετρό, στην εποχή της 11ης Σεπτεμβρίου, πρέπει να νιώθεις ασφαλής. Η έννοια της ελευθερίας, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι να μπορείς να πας στο Central Park και να κάνεις μάθημα εκεί, να προσκαλέσεις τον Ιρανό πρόεδρο στο Πανεπιστήμιο και να ακούσεις την άποψή του. Θέλω να πω ότι μπορεί ο καθένας να ορίζει πολύ διαφορετικά τα όρια της ελευθερίας, αλλά από τη στιγμή που θέλεις να μπεις μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και να πιστωθείς τα καλά του, πρέπει να αποδεχθείς και τους κανόνες του.

– Σκεφτήκατε να μείνετε και να ζήσετε στην Αμερική;

 Σίγουρα θα γύριζα στην Ελλάδα για να κάνω τη στρατιωτική μου θητεία, όπως και έκανα, και σκεφτόμουν ότι θα επέστρεφα στην Αμερική ως ανταποκριτής ελληνικών μέσων. Αυτό ήταν πολύ λογικό να το σκέφτεται κάποιος στη δεκαετία του ’90, αλλά στην εποχή του 2010, κανένα ελληνικό μέσο δεν ήταν σε θέση να στηρίξει πραγματικά έναν ανταποκριτή, εκτός και αν αυτός είχε εκεί την οικογένειά του και μπορούσε ταυτόχρονα να κάνει και κάνα δυο δουλειές ακόμα. Οπότε στην πορεία, άλλαξαν τα σχέδια.

«Είμαστε σε μια εποχή, που ίσως η άποψη είναι περισσότερη από το ίδιο το ρεπορτάζ. Τα social media, μάλιστα, δεν έχουν βοηθήσει».

– Υπάρχει κάτι στην έως τώρα επαγγελματική πορεία σας που είναι ξεχωριστό, κάτι αξιοσημείωτο που ζήσατε; -αν εξαιρέσουμε τους Δίδυμους Πύργους, που μάλλον δεν θα έχετε ζήσει κάτι μεγαλύτερο…

Στην τρομοκρατική επίθεση στο Στρασβούργο, τρώγαμε με τον Ανδρουλάκη κι ευτυχώς με καθυστέρησε λίγο και προλάβαμε να μην πυροβολήσει εμάς ο δράστης! Γενικά θεωρώ ότι η δική μας η γενιά είναι τυχερή, με την έννοια ότι ζήσαμε μια δεκαετία στο πολιτικό ρεπορτάζ που είχαμε να καλύψουμε μνημόνιο, κυβερνήσεις συνεργασίας, δημοψήφισμα, μεταναστευτικό, τώρα κορωνοϊό, κρίσεις με την Τουρκία -δηλαδή ένα ρεπορτάζ γεμάτο γεγονότα.

»Είναι σαν να πατάω χρόνια σε δύο βάρκες. Από τη μία, η ενασχόλησή μου με το δελτίο ειδήσεων από την άλλη, τα μεγάλα θέματα. Στο Μega, τα πρώτα χρόνια που δούλευα με τον Παύλο Τσίμα, κάναμε πάρα πολλά features -και ιστορικά αλλά και παγκόσμιου ενδιαφέροντος όπως η συνέντευξη που πήρα από τον δεύτερο άνθρωπο που πάτησε στο φεγγάρι ή τον απόγονο του Έλγιν στο σπίτι του στο Εδιμβούργο και μιλήσαμε για τα Μάρμαρα. Όλο αυτό το ταξίδι δηλαδή έχει πολύ ωραίους σταθμούς. Μια άλλη πολύ καλή συνέντευξη ήταν με τον Άλαστερ Κάμπελ, δεξί χέρι του Μπλερ και μάγο της επικοινωνίας στο Λονδίνο, ο οποίος μου αποκάλυψε στιγμές για το πώς οι Εργατικοί κέρδισαν τις εκλογές για τέσσερις συνεχόμενες χρονιές…

«Η μεγάλη πρόκληση είναι να αφήσεις την υποκειμενικότητά σου απέξω, όταν κάνεις ρεπορτάζ».

– Υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό στους πολιτικούς που έχετε γνωρίσει, ανεξαρτήτου κόμματος;

Ναι, το άγχος τους να βγάλουν τον καλύτερο εαυτό τους όπως και η δυσπιστία τους απέναντι στους ανθρώπους των μέσων ενημέρωσης -ακόμη κι αν τυχαίνει να σε ξέρουν χρόνια ως δημοσιογράφο, πάντα αμφιβάλλουν για τις προθέσεις σου. Η δική μου πρόθεση πάντως δεν είναι ποτέ να προσβάλω κάποιον αλλά ούτε και να εξυπηρετήσω το συμφέρον του -τον αντιμετωπίζω ως ίσος προς ίσο.

– Πόσο δύσκολη μπορεί να είναι αυτή η αντικειμενικότητα;

Η μεγάλη πρόκληση είναι να αφήσεις την υποκειμενικότητά σου απέξω, όταν κάνεις ρεπορτάζ. Δεν είναι εύκολο αλλά όταν σέβεσαι τον εαυτό σου και το κοινό σου, το επιβάλλεις. Είμαστε σε μια εποχή, που ίσως η άποψη είναι περισσότερη από το ίδιο το ρεπορτάζ… Τα social media μάλιστα δεν έχουν βοηθήσει, αντίθετα έχουν υποδαυλίσει την κατάσταση. Ολοι έχουμε παρασυρθεί στο Twitter. Με το πέρασμα του χρόνου όμως αυτό ξεκαθαρίζει. Μπορεί ο κόσμος θέλει να παθιάζεται -εγώ όμως δεν μπορώ να παθιαστώ στα κείμενά μου και στον τρόπο ανάλυσής μου. Ευτυχώς υπάρχει κόσμος που θέλει να σε διαβάσει ακριβώς γιατί αυτό που παρουσιάζεις έχει περισσότερο γνώση και ανάλυση και λιγότερο χρώμα.

– Αυτό πιστεύω ότι είναι θέμα χαρακτήρα, είστε ένας άνθρωπος που δεν μοιάζει να παθιάζεται εύκολα.

Ναι, είναι θέμα χαρακτήρα, είμαι ένας άνθρωπος που «φοβάται» να παθιαστεί δημοσίως, οπότε αυτό με φρενάρει. Προτιμώ πολύ περισσότερο ο αναγνώστης ή ο ακροατής μου να με βλέπει ως έναν ψύχραιμο άνθρωπο που καταγράφει την πραγματικότητα χωρίς να βάζει το συναισθηματικό του κομμάτι μέσα σ’ αυτήν και όχι να πάρω μια θέση και ο άλλος να με «τοποθετήσει» κάπου και απλώς να με προσπεράσει.

«Δεν θα έκανα συνέντευξη στον Μιχαλολιάκο της Χρυσής Αυγής».

«Ο Ερντογάν έχει ένα νεο-οθωμανικό όραμα για την Τουρκία, οπότε αλλάζει τελείως το πεδίο ισορροπιών Ελλάδας – Τουρκίας αλλά και οι συσχετισμοί με άλλες χώρες» (Alexandros Michailidis / SOOC).

– Υπάρχουν πράγματα που δεν θα κάνατε, στο πλαίσιο της δουλειάς σας; Ας πούμε μια συνέντευξη με τον Μιχαλολιάκο της Χρυσής Αυγής…

Ναι, δεν θα την έκανα αυτή τη συνέντευξη. Εχω συνειδητοποιήσει πλέον ότι παντού «υπάρχεις» εσύ και άρα μπορείς να ορίσεις εσύ το πλαίσιο και να βάλεις κάποια όρια -τα οποία είναι πολύ σαφή στο μυαλό μου, τα έχω και δεν θα τα θυσίαζα για κανέναν λόγο. Γενικά ο καθένας έχει τον χαρακτήρα και τον ρόλο του στον χώρο των μίντια. Πολύ συχνά μου ρωτούν πώς κατάφερα να συγκρατήσω την ψυχραιμία μου την ώρα του σεισμού που εκφωνούσα δελτίο. Μα, γι’ αυτό σε θέλει ο τηλεθεατής εκείνη την ώρα, όχι για να σηκωθείς και να τρέξεις.

– Είναι πολύ σοβαρή η ελληνο-τουρκική κρίση αυτή τη φορά;

Ναι, βέβαια, γιατί ο Ερντογάν έχει ένα νεο-οθωμανικό όραμα για την Τουρκία, οπότε αλλάζει τελείως το πεδίο ισορροπιών Ελλάδας – Τουρκίας αλλά και οι συσχετισμοί με άλλες χώρες. Είναι σαφές βέβαια ότι βρισκόμαστε σε μια φάση όπου και η Δύση επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις της με τον Ερντογάν. Γι’ αυτό βλέπουμε και την Αμερική που μας εντάσσει σε μια συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ υπό την αιγίδα της ή την Ευρώπη που παίρνει θέση, αν και βέβαια τον έχει ανάγκη για το μεταναστευτικό… Ο κόσμος κινείται κι αυτό έχουμε αρχίσει και εμείς στην Ελλάδα να το αντιλαμβανόμαστε -και η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ. Έσπασαν πολλά ταμπού τα τελευταία χρόνια και στον ΣΥΡΙΖΑ όπως ο αντι-αμερικανισμός, η Αριστερά ήρθε στην εξουσία και πολλοί από τους μύθους κατέρρευσαν…

«Ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στον δρόμο μιας κανονικότητας, και οι αυταπάτες τελείωσαν, και οι δονκιχωτισμοί» (Giannis Liakos/POOL/SOOC).

– Πώς ζήσατε το δημοψήφισμα που έγινε στη χώρα μας το 2015;

Το έζησα δύσκολα, ήμουν στο Mega τότε και βρισκόμουν έξω από το Μαξίμου με την κάμερα, όταν το ανακοίνωσε ο Τσίπρας λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Το κανάλι μού είχε πει νωρίτερα να φύγω αλλά το δημοσιογραφικό μου ένστικτο με κράτησε εκεί. Γενικά εκείνη την περίοδο υπήρξαν πολλές υπερβολές και από τα μίντια, το ότι εμείς βρεθήκαμε στη σωστή πλευρά της ιστορίας δεν σημαίνει ότι μείναμε αλώβητοι -άλλωστε την επόμενη χρονιά το Mega έκλεισε. Οπότε είχαμε ήδη μπει σε μια διαδικασία πάρα πολύ δύσκολη ψυχολογικά. Εγώ έφυγα αμέσως τότε και πήγα στον ΣΚΑΪ, δεν έζησα αυτό που πέρασαν πολλοί συνάδελφοί μου, που έμειναν δυο-τρία χρόνια χωρίς δουλειά. Προσπάθησα βέβαια να διαφυλάξω όλες μου τις προσωπικές σχέσεις με τους ανθρώπους, δεν έπεσα στην παγίδα να μαλώσω με τον οποιονδήποτε για τα ζητήματα του διχασμού εκείνης της περιόδου.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια αναγκαιότητα, την οποία εμείς οι ψύχραιμοι δεν τη βλέπαμε».

– Μήπως τελικά όλο αυτό που έγινε με το δημοψήφισμα εκείνη την περίοδο, βοήθησε στην εξέλιξη των πραγμάτων;

Πάρα πολύ. Η ελληνική κοινωνία ήθελε μια εκτόνωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια αναγκαιότητα, την οποία εμείς οι ψύχραιμοι δεν τη βλέπαμε. Δεν μπορούσαμε να την καταλάβουμε γιατί ήμασταν οι οπαδοί του ορθού λόγου, της κανονικότητας και όταν ακούγαμε ασυναρτησίες  τρομάζαμε. Τελικά, ίσως καλώς που ήρθε, γιατί και ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στον δρόμο μιας κανονικότητας, και οι αυταπάτες τελείωσαν, και οι δονκιχωτισμοί. Λύθηκε και το Μακεδονικό, κάτι που πριν από 30 χρόνια θα ήταν αδιανόητο.

»Η μεγαλύτερη εικόνα είναι ότι έτσι έπρεπε να έρθουν τα πράγματα. Θυμάμαι ένα περιστατικό πριν από οκτώ χρόνια. Κάποιοι δημοσιογράφοι ήμασταν καλεσμένοι στο Βερολίνο -είχε μόλις εκλεγεί η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου- και είχαμε συνάντηση με τους πιο στενούς συνεργάτες της Μέρκελ. Είχα ρωτήσει τότε τον στενότερο συνεργάτη της, αν νιώθει ότι με αυτά που έχουν επιβάλει στην Ελλάδα στρώνουν το έδαφος για να ανεβεί στην εξουσία ο Τσίπρας και αν το φοβούνται αυτό. Η απάντησή του ήταν οκτώ λέξεις: «Όταν έρθει αυτή η ώρα, θα το αντιμετωπίσουμε». Και το 2012 δεν μπορούσα να το αντιληφθώ. Αυτοί «διάβαζαν» τα πράγματα διαφορετικά. Εμείς ήμασταν μέρος του προβλήματος και δεν μπορούσαμε. Για να μάθεις να σκέφτεσαι διαφορετικά, πρέπει να βγαίνεις από τα δικά σου πάθη και τις δικές σου προτιμήσεις -αυτό διδάχτηκα.

«Το φαινόμενο Τραμπ δεν είναι τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα των πρώτων 30 χρόνων της παγκοσμιοποίησης, που καλλιέργησε τον λαϊκισμό».

«Ο Τραμπ, όπως και ο Μπόρις Τζόνσον και διάφοροι άλλοι λαϊκιστές ηγέτες υπόσχεται να σού γυρίσει κάτι πίσω, το οποίο στην πραγματικότητα δεν υπάρχει» (Alexandros Michailidis / SOOC).

– Μια που δηλώσατε λάτρης της Αμερικής στην αρχή της συζήτησής μας, θα ήθελα να σχολιάσετε το φαινόμενο Τραμπ.

Το φαινόμενο Τραμπ δεν είναι τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα των πρώτων 30 χρόνων της παγκοσμιοποίησης, που καλλιέργησε τον λαϊκισμό σε ένα μεγάλο κομμάτι των κοινωνιών της Δύσης. Η παγκοσμιοποίηση μετέφερε την παραγωγή από τη Δύση προς την Ανατολή, πάρα πολύς κόσμος έχασε τη δουλειά του, πάρα πολύς κόσμος της μεσαίας τάξης έχασε κομμάτι της ευημερίας του, με αποτέλεσμα, αν και η παγκοσμιοποίηση υποσχέθηκε καλύτερη ζωή, αυτό να μην έρθει ποτέ. Το βλέπουμε σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης στην Αγγλία και στη Γαλλία, το βλέπουμε και στον λευκό ψηφοφόρο της μέσης Αμερικής που ψηφίζει Τραμπ φανατικά. Διότι αυτός ο άνθρωπος έμεινε χωρίς δουλειά και ο λαϊκισμός τον αγκάλιασε, αφού είδε την παγκοσμιοποίηση όπως και τη μετανάστευση ως απειλή.

»Αυτός ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως αντιδραστικός, δεν μπορεί να δει το επόμενο βήμα αλλά επιζητά την επιστροφή σε κάτι το οποίο δεν υπάρχει πια. Ο Τραμπ, λοιπόν, όπως και ο Μπόρις Τζόνσον και διάφοροι άλλοι λαϊκιστές ηγέτες υπόσχεται να σού γυρίσει κάτι πίσω, το οποίο στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Η Αμερική είναι μια χώρα των αντιθέσεων, σκληρή χώρα, και νομίζω ότι και εκεί τα πράγματα θα χειροτερέψουν κι άλλο μέχρι να καλυτερέψουν. Η ιστορία ποτέ δεν πάει γραμμικά. Η Αμερική έζησε τη δεκαετία των 60s, με μια τρομερή φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας και ακολούθησε μια εικοσαετία βαθιού συντηρητισμού, για να επιστρέψει στον Κλίντον και τον Ομπάμα.

– Γιατί η αντιπολίτευση του Τραμπ δεν μπορεί να βρει έναν δυνατό ηγέτη – μετά τον Ομπάμα κανείς;

Δεν υπάρχουν πολλοί χαρισματικοί άνθρωποι, αλλά οι Δημοκρατικοί δεν προσπάθησαν να βρουν τον νέο Ομπάμα, προσπάθησαν να βρουν τον Ελάχιστο Κοινό Παρονομαστή και κατέληξαν στον Μπάιντεν, για να μπορέσουν να θέσουν το δίλημμα των εκλογών ως οτιδήποτε εκτός από τον Τραμπ, ως δημοψηφισματικό δηλαδή απέναντι στον Τραμπ. Και θα δούμε τις επόμενες εβδομάδες ότι ο Ομπάμα θα επανεμφανιστεί στη σκηνή και θα ενισχύσει πολύ το μήνυμα του Μπάιντεν -είμαστε εδώ για να φύγει αυτός. Όσο για τον κορωνοϊό του προέδρου μπορεί να είναι ο «μαύρος κύκνος», σύμφωνα με τη θεωρία του Nassim Taleb, δηλαδή κάτι απρόβλεπτο που έρχεται και διαταράσσει αυτό που φαίνεται ως φυσική εξέλιξη.

 

Διαβάστε ακόμα: «Υπέρκομψη» πολιτική, καημένη δημοσιογραφία.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top