Κάτι ιδιαίτερο μοιάζει να συμβαίνει στις υπερβόρειες χώρες, το οποίο είναι άμεσα αναγνωρίσιμο στο υψηλό επίπεδο των πόλεών τους, της αρχιτεκτονικής τους, του ντιζάιν γενικώς. Όμως, δεν είναι μόνον οι ποιότητες του δομημένου χώρου που καθιστούν την Σκανδιναβία ξεχωριστή. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ειρήνης, για το 2008, η Δανία είναι η δεύτερη πιο ειρηνική χώρα στον κόσμο, ενώ στο Δείκτη Διαφθοράς κατατάσσεται ως η χώρα με τη λιγότερη, πάλι την ίδια χρονιά.
Παράλληλα, η γεωργική της απόδοση είναι η μεγαλύτερη της Ευρώπης, ενώ συνάμα βρίσκεται στην κορυφή των τεχνολογικά ανεπτυγμένων κρατών. Οι επιδόσεις, όμως, των Σκανδιναβών δεν εξαντλούνται στη συγκεκριμένη χώρα. Η γείτων Σουηδία συγκαταλέγεται ανάμεσα στα έθνη του Ο.Η.Ε. με τον υψηλότερο δείκτη ανάπτυξης (human development index), ενώ αντίστοιχα για τους Νορβηγούς πολλοί θεωρούν ότι έχουν κατακτήσει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο διαβίωσης διεθνώς.
Είναι γνωστό ότι η αρχιτεκτονική αντικατοπτρίζει στο πέρασμα του ιστορικού χρόνου την εξέλιξη του πολιτισμού του κάθε λαού, φανερώνοντας το πνεύμα της εκάστοτε περιόδου – έτσι η “εικόνα” της ταυτίζεται διαχρονικά με την “εικόνα” της ανθρώπινης δημιουργίας κάθε κοινωνίας. Τι κρύβεται λοιπόν πίσω από την “εικόνα” των σκανδιναβικών πόλεων, στο επίπεδο της μεγάλης κλίμακας, και αντίστοιχα της αρχιτεκτονικής τους σε επίπεδο μονάδας;
Η σκανδιναβική αρχιτεκτονική αρνείται να ταυτιστεί με τις επιταγές της διεθνούς μόδας, με ό,τι αυτή θεωρεί “must” και επιχειρεί να επιβάλει. Αντίθετα, σε ένα πλαίσιο ανανεωτικής τυπολογικής και μορφοπλαστικής γλώσσας διεκδικεί τη δική της πολιτισμική αυτονομία και ταυτότητα. Ενστερνίζεται μια λιτή έκφραση ενός μοντερνισμού όχι δογματικού, αναδεικνύοντας παράλληλα το φυσικό στοιχείο.
Συστατικά της χαρακτηριστικά είναι το νερό, ο αέρας, το φως, τα φυσικά υλικά. Χωρίς να υιοθετεί ένα σκηνογραφικό “φολκλόρ” μανιερισμό, καταφέρνει να συμπεριλάβει στο λεξιλόγιό της το τοπικό ιδίωμα με έναν εκσυγχρονιστικό τρόπο. Όλα αυτά, πάντοτε σε ένα πλαίσιο παιγνιώδους ευελιξίας και ρεαλισμού, αλλά και μιας ευρηματικής και πρωτότυπης χρήσης των παραδοσιακών υλικών και κατασκευαστικών μεθόδων, αρμονικά συνδυασμένων με τις αντίστοιχες σύγχρονες.
Η αρχιτεκτονική αποτελεί στις υπερβόρειες χώρες όχημα ευημερίας, κοινωνικής και πολιτιστικής χειραφέτησης. Στην επιτυχία αυτή δεν συμβάλλει μόνον η ποιότητα της σκανδιναβικής κοινωνίας, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες: Τα πανεπιστήμιά τους, τα οποία αξιολογούνται ανάμεσα στα καλύτερα παγκοσμίως. Ο θεσμός των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, ο οποίος αποτελεί τρέχουσα πραγματικότητα. Τα υψηλού επιπέδου μουσεία και εν γένει οι εκδηλώσεις αρχιτεκτονικής. Ο έντυπος και ηλεκτρονικός αρχιτεκτονικός Τύπος, ο οποίος διατηρεί άριστο επίπεδο, αλλά και η συλλογική ταύτιση αντιλήψεων ως προς τους κανόνες διαχείρισης του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, του χτισμένου και του φυσικού.
Η δουλειά της νεότερης γενιάς Σκανδιναβών αρχιτεκτόνων χαρακτηρίζεται από μια έντονη τάση αποδέσμευσης από κάθε συμβατική τυπολογική και μορφοπλαστική αντίληψη. Χάρη στο μοναδικό συνδυασμό ιδεαλισμού και πρακτικού πνεύματος που χαρακτηρίζει τις υπερβόρειες χώρες, η γενιά αυτή κατορθώνει να διατηρήσει και να ενσωματώσει στη ρητορική της με έναν υποδόριο τρόπο τις παραδοσιακές αξίες, τη σχέση της με τον τόπο και το τοπίο, “διδάσκοντας” πώς μπορεί κάποιος να είναι “εξωστρεφής”, αρχιτεκτονικά “διεθνιστής” και μαζί κριτικά “τοπικιστής”. Να διεκδικεί έναν αυτόχθονο χαρακτήρα στο σχεδιασμό του, να αντιστέκεται στην ομοιο-γενοποίηση, στην άγονη επανάληψη και, συνάμα, να απορροφά και να αξιοποιεί τις νεωτερικές τάσεις.
Στη σύγχρονη σκανδιναβική αρχιτεκτονική πραγματικότητα συνοψίζονται και συνυπάρχουν ισορροπημένα το ριζοσπαστικό στοιχείο και η παράδοση, μέσα από τα αιώνια ζητήματα της σχέσης της αρχιτεκτονικής με τη φύση – τα οποία οφείλουν να απασχολούν κάθε αρχιτέκτονα –, επίσης του τόπου, αλλά και της αναζήτησης της πολιτιστικής ταυτότητας, η οποία στην περίπτωση της Σκανδιναβίας βρίσκεται σε συνεχή δυναμική εξέλιξη και ανανέωση. Όλα τούτα, υπό το πρίσμα μιας αρχιτεκτονικής δημιουργίας με όρους κοινωνικής χρησιμότητας και ευαισθησίας, αλλά και οικονομίας, άρνησης κάθε είδους “σπατάλης”, σε φιλοσοφικό και εμπράγματο επίπεδο.
Πέρα όμως από τον κόσμο της ποιοτικής αρχιτεκτονικής, γενικά του ποιοτικού δομημένου χώρου και του σεβασμού του φυσικού, ενδιαφέρον παρουσιάζει να σταθούμε στα “εσωτερικά” χαρακτηριστικά του λεγόμενου σκανδιναβικού μοντέλου. Το οποίο, όπως εκφράζεται στα πεδία της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνικής πρόνοιας και των διεθνών σχέσεων, είναι μέχρι σήμερα συνώνυμο της οικονομικής αποτελεσματικότητας, της πολιτικής συναίνεσης και της κοινωνικής αλληλεγγύης, υπό την εγγύηση και στενή καθοδήγηση του Κράτους.
Όλα αυτά είναι που εξασφαλίζουν τους υψηλούς δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης και διαβίωσης, αναπόσπαστο μέρος των οποίων αποτελεί το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο ζει και δημιουργεί ο άνθρωπος. Όμως, σε τι ακριβώς έγκειται όλη αυτή η παραγόμενη “εθνική υπεραξία” των υπερβόρειων χωρών; Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθούν τα παρακάτω: Η παιδεία στις συγκεκριμένες χώρες αποτελεί αυτονόητο κοινωνικό αγαθό, παρέχεται σχεδόν δωρεάν, ο δε μέσος όρος της κρατικής ετήσιας δαπάνης ανά φοιτητή είναι δεύτερος στον κόσμο και τρεις φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο στην Ελλάδα (βάσει στοιχείων προ κρίσης).
Στο πεδίο της γνώσης, της επιστημονικής έρευνας και της καινοτομίας, οι σκανδιναβικές χώρες επενδύουν κατά μέσο όρο το 2,82% του Α.Ε.Π. τους, καθώς για την Ε.Ε. ο αντίστοιχος μέσος όρος κυμαίνεται στο 1,91%. Επίσης, οι υπερβόρειες χώρες αξιολογούνται με τους χαμηλότερους συντελεστές κοινωνικής αδικίας διεθνώς. Το δε ποσοστό ελευθερίας που έχουν κατοχυρώσει τόσο θεσμικά όσο και πραγματολογικά οι πολίτες, για να εκφράζουν τη γνώμη τους και να επιλέγουν κυβερνήσεις, αγγίζει σχεδόν το 100%. Ακόμη, στο χώρο της κοινωνικής υπευθυνότητας των επιχειρήσεων, με άριστα το 100, η Σουηδία βαθμολογείται με 81,5 και αντίστοιχα η Δανία με 81,0, έναντι των ΗΠΑ που περιορίζονται στο 69,6.
Ήδη, από τις δεκαετίες του ’50 και ’60, χάρη στη σχετική ευημερία των σκανδιναβικών χωρών ως προς την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και λόγω της σταδιακής ανάπτυξης ενός προοδευτικού και μαζί αποτελεσματικού μοντέλου διακυβέρνησης – το οποίο, μεταξύ άλλων, παρακολουθούσε και επένδυε στην αρχιτεκτονική ποιότητα και καινοτομία – τα υπερβόρεια κράτη είχαν βρει από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τις απαντήσεις για το πώς πρέπει να σχεδιάζονται οι νέες πόλεις.
Και για το πώς η αρχιτεκτονική μπορεί να αναδειχθεί σε μια συνεχώς διευρυνόμενη κοινωνική κατάκτηση, διεκδικώντας συνάμα τη διεθνή απήχηση και παράλληλα τη μοναδικότητα της δικής της πολιτισμικής αυτονομίας. Έτσι, η αρχιτεκτονική της Σκανδιναβίας καθιερώνεται διεθνώς μέσω μιας απέριττης λειτουργικής αισθητικής του “ποιητικού φονξιοναλισμού”, άρρηκτα συνδεδεμένης με τις καθημερινές ανάγκες και τη φύση.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Κοπεγχάγης, η οποία αναδείχτηκε το 2008 από το περιοδικό “Monocle” ως η καταλληλότερη πόλη διεθνώς για να ζει κάποιος. Χτισμένη πάνω σε δύο νησιά, το Amager και το Sjaeland, η γοητευτική δανική πρωτεύουσα, ενώ σέβεται την παράδοση, έχει μάθει ταυτόχρονα να αποδέχεται τις σύγχρονες τάσεις, καθώς μοιάζει να έλκεται από κάθε τι αντισυμβατικό. Εδώ, το ιστορικό στοιχείο συνδιαλέγεται με τη νεωτερικότητα σε μια απαράμιλλη συγχορδία αέναης συμπόρευσης στο χρόνο.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι, σε σχετικές έρευνες, οι Δανοί κατατάσσονται στην πρώτη πεντάδα των πιο ευτυχισμένων ανθρώπων παγκοσμίως. Στο άλλο άκρο αυτής της κλίμακας, η οποία μετράει τη χαρά ή τον ανθρώπινο πόνο, βρισκόμαστε εμείς οι Έλληνες, του χρέους, των “ατυχημάτων” και της κρίσης. Μιας κρίσης φαινομενικά οικονομικής, αλλά πρωτίστως κρίσης πολιτισμού, κρίσης πνευματικής.
Διαβάστε ακόμα: Πόσο επείγει να ξαναβάλουμε το φυσικό στοιχείο στο αστικό τοπίο.