The Sax, πρότζεκτ για πύργο κατοικιών στο Ρότερνταμ από το γραφείο MVRDV.

Παρατηρεί ο Kenneth Frampton στο βιβλίο του «Μοντέρνα Αρχιτεκτονική ­– Ιστορία και Κριτική» : «Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο όλα τα αξιόλογα αρχιτεκτονικά έργα είναι το αποτέλεσμα ενός υψηλού επιπέδου εργοδότη, είτε πρόκειται για το δημόσιο , είτε για την τοπική αυτοδιοίκηση , είτε για τον ιδιωτικό τομέα. Χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη δεν είναι δυνατόν να κατακτηθεί ούτε να διατηρηθεί ένα αποδεκτό επίπεδο παραγωγής, γιατί η αρχιτεκτονική είναι μια δημόσια τέχνη που χρειάζεται έναν αποτελεσματικό κοινωνικό εργοδότη και ένα υψηλό επίπεδο επένδυσης».

Στην χώρα μας, η συμμετοχή της κοινωνίας στη δημόσια συζήτηση για την σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Τα αξιολογικά κριτήρια αμβλύνονται συνεχώς, μάλλον απουσιάζουν, καθώς τα εγχώρια ΜΜΕ – ευρύτερης κυκλοφορίας, ακροαματικότητας και τηλεθέασης, και αντίστοιχα μεγάλης επιρροής – προβάλλουν κάθε τι της μόδας, ενίοτε κοσμικό, συχνά κιτς. Ανακυκλώνεται έτσι μια «κρατούσα άποψη» , πως αλλιώς να την πει κανείς, που έχει να κάνει με το ντόπιο «γούστο», το οποίο διαμορφώνει τελικά ότι βλέπουμε γύρω μας. Από την άλλη πλευρά, μιλώντας πάντα για την Ελλάδα, ναι μεν στον χώρο της κριτικής αρθρογραφίας τα πράγματα είναι καλύτερα – επειδή η αποτίμηση του παραγόμενου έργου γίνεται με τους όρους μιας τεκμηριωμένης αισθητικής και τυπολογικής ανάλυσης – παρόλα αυτά και εκεί δεν λείπει κάποιες φορές το φαινόμενο της επιτηδευμένης γραφής, με στόχο τον εντυπωσιασμό. Ο συνήθως περιθωριακός ρόλος της κριτικής αρθρογραφίας αντικατοπτρίζει την ελλιπή  ανάπτυξη της ίδιας της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας.

Elbphilharmonie Hamburg, η φιλαρμονική του Αμβούργου από τους Herzog & de Meuron.

«Η αρχιτεκτονική δεν είναι έκφραση μιας κοινωνίας αλλά των εξουσιών που την διοικούν», είχε πει κάποτε ο Jack Lang. Είναι πλεονασμός να σημειώσουμε ότι τον χώρο δεν τον σχεδιάζουν οι αρχιτέκτονες, αλλά οι πολιτικοί και οι νομοθέτες. Ο δημόσιος εργοδότης, όπως συμβαίνει σε άλλα κράτη, θα έπρεπε να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη των αρχιτεκτονικών ιδεών, εντούτοις το ελληνικό δημόσιο αγνοεί επιδεικτικά την χρησιμότητα τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής αρχιτεκτονικής. Πάντως, καμία νομοθετική ρύθμιση δεν πρόκειται ποτέ να βάλει αισθητική τάξη στο δομημένο περιβάλλον της χώρας μας αν δεν το επιδιώξει η ίδια η ελληνική κοινωνία.

Wilson Secondary School, γυμνάσιο στο Άρλινγκτον των ΗΠΑ, από τους Bjarke Ingels Group.

Αξίζει εδώ να λεχθεί ότι οι Ιταλοί ήδη από τον 12ο αιώνα είχαν θεσπίσει αυστηρούς κανόνες για τον έλεγχο της οικοδομικής δραστηριότητας. Πολύ αργότερα, περί το 2000, η ιταλική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα ένα φιλόδοξο σχέδιο νόμου με τίτλο  «Νόμος-Πλαίσιο για την αρχιτεκτονική ποιότητα», που διαπραγματευόταν θεσμικά την πολιτισμική σημασία της αρχιτεκτονικής και την σχέση της με το περιβάλλον. Μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου, που δυστυχώς έμεινε στα χαρτιά, προέβλεπε την αναγνώριση εκ μέρους της Πολιτείας της ιδιαίτερης αξίας ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου, την βράβευση δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων και οργανισμών που προωθούν την πραγματοποίηση σημαντικών αρχιτεκτονημάτων, μαθήματα στα σχολεία σχετικά με την περιβαλλοντική, πολεοδομική και αρχιτεκτονική κουλτούρα κ.α. Αντίστοιχα, οι σκανδιναβικές χώρες έχουν βρει από τις δεκαετίες του ’50 και ’60 το πως θα πρέπει να σχεδιάζονται οι πόλεις και πως η αρχιτεκτονική μπορεί να είναι μια συνεχώς διευρυνόμενη κοινωνική κατάκτηση. Σε αυτό δεν έχουν συμβάλλει μόνο οι σχολές αρχιτεκτονικής που είναι από τις καλύτερες στον κόσμο, οι συχνοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί για δημόσια κτίρια, τα μουσεία αρχιτεκτονικής, το επίπεδο του αρχιτεκτονικού τους τύπου, και συνολικά των ΜΜΕ, αλλά κυρίως η ποιότητα των πολιτών.

Το αποστακτήριο του gin Bombay Sapphire, με την υπογραφή του Heatherwick Studio.

Κάθε εποχή, κάθε κοινωνία, κάθε κοινωνική ομάδα διαμορφώνει, λοιπόν, τους δικούς της κώδικες αντίληψης και κατανόησης της αρχιτεκτονικής, τα δικά της κριτήρια. Πρόκειται για μια συνεχή δυναμική εξελικτική κατάσταση, η ίδια η πολυπλοκότητα της εποχής μας δεν αφήνει περιθώρια για μονοσήμαντες και ενιαίες προσεγγίσεις. Ο τρόπος που συζητάμε τα αρχιτεκτονικά ζητήματα θα πρέπει επομένως να είναι ευέλικτος, πολυδιάστατος, έτσι ώστε να μπορεί να δώσει περισσότερες της μιας προοπτικές απαντήσεων, την στιγμή που οι ευκαιρίες, οι περιορισμοί και οι απόψεις διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο, αλλά και από δημιουργό σε δημιουργό. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι απροκατάληπτη, πολυαναφορική, πειραματική, στη μεταβιομηχανική εποχή που ζούμε αναζητεί νέους τρόπους σκέψης και έκφρασης  υιοθετώντας ταυτόχρονα και τα αντίθετά τους. Σε αυτό το πανόραμα, το αντιφατικό και ταυτόχρονα ενδιαφέρον, μεμονωμένοι δημιουργοί, με αρκετές διαφοροποιήσεις, δείχνουν να γνωρίζουν καλά την τέχνη της ανανέωσης των αρχιτεκτονικών ιδεών. Παρόλη την ετερογένεια που χαρακτηρίζει στις ημέρες μας την πορεία της αρχιτεκτονικής, οι ανεπτυγμένες κοινωνίες έχουν κατακτήσει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όχι όμως εμείς.

Η κρίση που βιώνουμε και στο πεδίο της αρχιτεκτονικής, σχετίζεται με μία βαθιά ριζωμένη «αμφιθυμία», αν όχι «άρνηση», της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην νεωτερικότητα.

Πριν από αρκετά χρόνια, το 1999, η Χαρά Κιοσσέ σχολίαζε σε άρθρο της στο «Βήμα» : «Στην Ελλάδα του 20ου αιώνα υπάρχει η βάσιμη υποψία ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι το φόρτε μας. Δεν είναι προσβλητικό. Έχουμε δώσει άλλοτε δείγματα υψίστης αρχιτεκτονικής, τώρα ας αρκεστούμε σε ότι μπορούμε». Αν η διφορούμενη σχέση της χώρας μας, αφενός με την κουλτούρα της υπόλοιπης Ευρώπης, γενικότερα του δυτικού κόσμου, και αφετέρου με εκείνη εξ ανατολών αποτελεί την μία όψη του προβλήματος, η άλλη είναι ότι το επίσημο κράτος ούτε είχε την βούληση και ποτέ δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει συγκροτημένη πολιτική στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Γεγονός που στη μεταπολεμική περίοδο οξύνθηκε σε βαθμό πλήρους αδράνειας, πόσο μάλλον στις ημέρες μας μετά από τόσα χρόνια κρίσης. Η σημερινή ελληνική  αρχιτεκτονική και πόλη είναι αντιπροσωπευτικό αρνητικό δείγμα του πως η ποιότητα του χώρου επιδρά στην νοοτροπία των ανθρώπων, και αντίστροφα, διαιωνίζοντας το πρόβλημα. Οι όποιες εξαιρέσεις γνωρίζουμε για το σύγχρονο εγχώριο αρχιτεκτονικό έργο δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν ουσιαστικά ρήγματα στην δυναμική που έχει επικρατήσει.

Το Erl Winter Festival Hall στο Τιρόλο της Αυστρίας, από τους MHM architects.

Ας θυμηθούμε ότι η θεμελιώδης αρχή της νεωτερικότητας, που είχε τις απαρχές της στον Διαφωτισμό, είναι η αυτοδιάθεση και η αυτονομία του υποκειμένου. Στον χώρο της αρχιτεκτονικής, αν και κάποια στιγμή αμφισβητήθηκε, καθώς συνδέθηκε σταδιακά με την αίσθηση του αποσπασματικού και του εφήμερου, ωστόσο στα τέλη του 20ου αρχές του 21ου αιώνα γίνεται λόγος για πολλαπλές νεωτερικότητες, δεν ακολουθείται πλέον η γραμμική εξελικτική πορεία της ιδέας της όπως την γνωρίζαμε μέχρι τότε, αλλά είναι πλέον πιο «ελαστική». Η «νέα» αυτή νεωτερικότητα οφείλει και πάλι τη διάρκειά της στην αυτο-αμφισβήτησή της, στην συνεχή επανερμηνεία του παρελθόντος, αλλά και της πιθανολόγησης του μέλλοντος. Η νεωτερικότητα επικράτησε γιατί ενσωματώνει το παρελθόν στη δικαιοδοσία της – το οποίο ούτως ή άλλως δεν μπορεί να μας προσφέρεται τελεσίδικα – και νεωτερικοποιεί την παράδοση υποβάλλοντάς την σε διαρκή ανασυγκρότηση. Για να επανέλθουμε και να κλείσουμε με τα δικά μας, η σημερινή κρίση που βιώνουμε, γενικότερα και ειδικότερα στο πεδίο της αρχιτεκτονικής, σχετίζεται με μία βαθιά ριζωμένη «αμφιθυμία», αν όχι «άρνηση», που συντηρείται στην ελληνική κοινωνία αναφορικά με την νεωτερικότητα. Με αυτό το δεδομένο, ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός χαρακτήρας του τόπου μας δυστυχώς δεν πρόκειται να αλλάξει.

 

Διαβάστε ακόμα: Μαργαρίτα Μπουλάκη: Μια Ελληνίδα σε ένα από τα κορυφαία αρχιτεκτονικά γραφεία του Λονδίνου

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top