«Δεν έχω σκεφτεί να φύγω από την Ελλάδα διότι δεν υπάρχει κάτι εκεί έξω να με περιμένει επαγγελματικά – η επιβίωση για μένα είναι μία ρεαλιστική υπόθεση».

Γελάω δύσκολα και ποτέ με όσα αποκαλώ «τετριμμένα αστεία» με αποτέλεσμα να τσακώνομαι συχνά με διάφορους που πιστεύουν πως αυτό είναι ένα είδος σνομπισμού. Δεν το θεωρώ σημαντικό, το δηλώνω απλώς διότι ο λόγος για τον οποίο έψαξα τον Αρη Αλεξανδρή για να του κάνω συνέντευξη είναι ότι γελώ συχνά με όσα γράφει, μειδιώ πάντα και εκπλήσσομαι θετικά με τις σοβαρές του αναλύσεις. Αναρωτιόμουν καιρό για το ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, που τόσο νέος, καταφέρνει και τα δύο με την πένα του – καυστικότητα και στιβαρότητα με ωριμότητα μαζί. Πώς είναι, τι σκέφτεται, πώς ζει, πότε προλαβαίνει να παρακολουθεί τα πάντα -από trash ως σοβαρή θεματολογία της καθημερινότητας- ώστε να υπάρχει πάντα ως επίκαιρος, και ευφυής φυσικά, Curly Sue;

Η συνάντησή μας επιβεβαίωσε το γνωστό: όλοι όσοι έχω γνωρίσει και ασχολούνται με το χιούμορ, με οποιονδήποτε τρόπο, είναι στο δια ζώσης οι πιο εσωστρεφείς και χαμηλών τόνων άνθρωποι. Χωρίς εξάρσεις, με τα μάτια χαμηλά και πάντα με μια αύρα θλίψης να διαγράφεται στις κόρες τους. Τι να πω; Μάλλον σε εξαντλεί όταν είναι η δουλειά σου.

Προφανώς και τον Αρη Αλεξανδρή, που μιλά χαμηλόφωνα και δεν κάνει χιούμορ. Απαντά με ακρίβεια στις ερωτήσεις, δεν σχολιάζει κανένα σχεδόν δικό μου σχόλιο, σαν να μην δίνει πάσες εύκολα, σαν να μην ανοίγει νέα κεφάλαια στην κουβέντα. Είναι μόνο 26 ετών, απολύτως συγκροτημένος, προνοητικός και οργανωμένος, έχει σπουδάσει Νομική και μετά από μία σύντομη, απογοητευτική, απόπειρα, κατά τη διάρκεια της άσκησής του να γίνει δικηγόρος κατέληξε ότι το μόνο του ταλέντο («αν το έχω αλήθεια») είναι να γράφει. Κάπως έτσι ήρθε στην αρχή η Lifo και το site του, το The Curly Sue ενώ τώρα πια, μαζί με το site υπάρχει και μία διαφημιστική όπου δουλεύει.

«Η μπουρδολογία είναι ρίζα και αποτέλεσμα βασικών πολιτικών και κοινωνικών κακών: όλοι πρέπει να μιλήσουν για τα πάντα».

– Όταν συναντώ έναν ταλαντούχο νέο άνθρωπο, δυστυχώς, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι γιατί έχει επιλέξει να παραμείνει στην Ελλάδα και δεν τολμά να φύγει.
Δεν έχω σκεφτεί να φύγω διότι δεν υπάρχει κάτι εκεί έξω να με περιμένει επαγγελματικά – η επιβίωση για μένα είναι μία ρεαλιστική υπόθεση. Δεν είμαι της ρομαντικής άποψης ότι θα πάρω ένα σακίδιο και θα κοιμάμαι σε παγκάκια. Θέλω να υπάρχει συγκρότηση και βάση σε κάθε τι που θεωρώ σταθερά μου. Θέλω να πω ότι αν δεν υπάρχει μια δομημένη κατάσταση με επαγγελματική ασφάλεια δεν πρόκειται να κάνω ένα βήμα. Αν κάποτε καταφέρω να ισορροπήσω σε πολλά επίπεδα και καθώς έχω και αγγλική ιθαγένεια, ενδεχομένως να το ξανασκεφτώ. Επίσης, γράφω – κάτι δύσκολο να το κάνεις με τον ίδιο τρόπο σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου. Το μεγάλο κρίμα είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλές δουλειές που να αφορούν τη δημιουργική γραφή, ενώ στο εξωτερικό υπάρχει μια ολόκληρη σχετική βιομηχανία που εκτείνεται από τα σήριαλ μέχρι τις μεγάλες εταιρίες και το SNL.

– Είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος;
Εξαρτάται από το πώς ορίζεις την ευτυχία που άλλωστε είναι μια πολύ ευρεία έννοια. Σε γενικές γραμμές, ναι. Από τις ενατενίσεις που κάνω και τις συσκέψεις με τον εαυτό μου, θα ήταν αχαριστία να πω ότι δεν ζω σε ένα πεδίο ευτυχίας. Σχετικής πάντα.

– Αλήθεια πόσες ώρες ασχολείσαι με το τι συμβαίνει γύρω σου για να μπορείς να γράφεις όλα αυτά; Πώς προλαβαίνεις; Δεν κουράζεσαι;
Πλέον δεν ασχολούμαι τόσο πολύ, παρά μόνο με ό,τι φτάνει σε εμένα αβίαστα ή τυχαία. Το φιλτράρω και αν με εξιτάρει, προχωρώ. Παλαιότερα, πραγματικά, είχα το βλέμμα στραμμένο σε οτιδήποτε, δυνητικά, θα ήταν πρόσφορο σχολιασμού από πολιτική ως trash. Αυτό είναι πάρα πολύ κουραστικό. Εκτός τούτου όμως, όταν το 2015 ξέσπασε η συριζο-λαίλαπα, έγινε και μάταιο. Το ψάξιμο και η αναδίφηση κάποιων πραγμάτων ξαφνικά μου φάνηκαν μάταια.


Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Λιγνάδης – «Δεν είναι οικονομική η κρίση, αλλά κρίση παιδείας και πολιτισμού»


– Αφού χρησιμοποιείς την λέξη ματαιότητα σημαίνει ότι μέχρι κάποια στιγμή έβρισκες τον λόγο για να το κάνεις. Ποιος ήταν αυτός, εκτός φυσικά από την ανάγκη σου να εκφραστείς.
Το 2011 συνειδητοποίησα ότι η δική μου ανάγκη να εκφραστώ, συνέπιπτε με την ανάγκη του κόσμου για αποδόμηση της μηντιακής κουλτούρας και εν μέρει των προτύπων και των απεικονίσεων της ποπ κουλτούρας. Διαπίστωσα λοιπόν ότι υπήρχε αυτός ο χώρος και άρα ένα έρεισμα. Δεν υπήρχαν πολλοί τότε να αποδομούν χωρίς κορώνες αλλά και χωρίς στρογγύλεμα.

– Δεν είναι γοητευτική και η εξουσία που σου δίνει η δημόσια γραφή και δη η κριτική;
Δεν πρόκειται ακριβώς για εξουσία, αλλά για επίδραση – προτού γίνει επιδραστικότητα δηλαδή μια παγιωμένη κατάσταση. Μου δίνει χαρά να βλέπω ότι μπορώ να πραγματεύομαι ένα καυτό, δύσκολο, θέμα και αυτό να δημιουργεί έναν, έστω και πολύ μικρό, χώρο συζήτησης σε μία διχασμένη κοινωνία χωρίς να εγείρει ανάγκη για βρισιές και ψόφους κλπ. Αυτός ο δίαυλος πολιτισμένης επικοινωνίας με κάνει να νιώθω πως κάτι καλό γίνεται. Όσο για την εξουσία, και ας την βάλουμε σε πολλά εισαγωγικά τη λέξη, διαπίστωσα σε κάποια φάση ότι όντως υπάρχει ένα κοινό που αυξάνεται, και συνεπώς και η ευθύνη και το κόστος του δημόσιου λόγου. Οπότε αποφάσισα να είμαι πολύ πιο προσεκτικός. Συνειδητοποίησα ότι μια απερισκεψία και κυρίως κάτι που δεν έχεις διασταυρώσει, μπορεί να δημιουργήσει κλίμα. Έχω στεναχωρηθεί πολύ στο παρελθόν και πλέον είμαι πολύ προσεκτικός έτσι ώστε ακόμη και αν με βρίσουν, να μην μετανιώνω για ό,τι έγραψα. Με δυο λόγια το θέμα της εξουσίας για μένα αφορά την υπευθυνότητα.

– Δεν είναι πολύ λεπτό το όριο ώστε να μην καταλήξεις να μιλάς επί παντός επιστητού;
Αυτό ακριβώς είναι που με απασχολεί περισσότερο από όλα τον τελευταίο χρόνο. Ο αυτοπεριορισμός στη γλώσσα – να μιλάς μόνο όταν έχεις κάτι να πεις. Πρέπει να εκπαιδευόμαστε και να δοκιμαζόμαστε στη σιωπή. Ο λόγος υπέστη μεγάλη κακοποίηση τα τελευταία χρόνια. Η μπουρδολογία είναι ρίζα και αποτέλεσμα βασικών πολιτικών και κοινωνικών κακών: όλοι πρέπει να μιλήσουν για τα πάντα. Μπορεί να είχα πέσει σε αυτή τη λούμπα στην αρχή, αλλά θέλω να πιστεύω ότι το διαχειρίστηκα. Οι αναγνώστες δεν είναι οι φίλοι μου όπου μπορώ να πω ότι μου έρθει στο κεφάλι. Οπότε πλέον ό,τι γράφω, το φιλτράρω σε σχέση με τη χρονική στιγμή, με το αν είμαι εγώ σε κατάλληλη συναισθηματική και εγκεφαλική κατάσταση να μιλήσω για κάτι.

«Το χιούμορ που έχει δόλο δεν είναι χιούμορ».

– Μετά το Charlie Hebdo, έγινε μεγάλος λόγος για το αν έχει όρια το χιούμορ και η σάτιρα.
Η περίπτωση αυτή ήταν ακραία και παρότι είμαι άνθρωπος που πιστεύει στη σχετικότητα των πραγμάτων, πιστεύω ότι υπάρχουν και κανόνες για ανθρωπιστικούς, κυρίως, λόγους. Έχω επιβάλλει στον εαυτό μου νόμους τους οποίους πιστεύω και τηρώ. «Σχολίασε τα πάντα, αλλά όχι πράγματα τα οποία χαρακτηρίζουν τον άλλον χωρίς να τα έχει επιλέξει». Μπορείς, για παράδειγμα, να σχολιάσεις τη μαλακία που είπε κάποιος αλλά όχι τη μύτη του – γι’ αυτήν δεν ευθύνεται. Επειδή μάλιστα δεν την έχει επιλέξει, είναι δικαιολογημένο ενδεχομένως και να τον στενοχωρεί. Πέρα από αυτό, το οποίο έχει πολλά παρακλάδια, προσέχω και το timing και τις προτεραιότητες. Για παράδειγμα, μπορεί να έχεις πολλά πράγματα να σχολιάσεις για τον Σταύρο Θεοδωράκη ή το Ποτάμι, αλλά θεωρώ βλακεία το να στοχεύεις το Ποτάμι την ώρα που έχεις συγκυβέρνηση Συριζανέλ! Ακόμη, τίθενται τα θέματα της αισθητικής και φυσικά της σκοπιμότητας, δηλαδή αν έχεις ατζέντα από την οποία θα κερδίσεις κάτι. Το χιούμορ που έχει δόλο δεν είναι χιούμορ.

– Πώς την βλέπεις αυτή τη συγκυβέρνηση Συριζανέλ;
Η πιο προφανής διαπίστωση σχετικά με τη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου είναι ότι πρόκειται για έναν μπουφόνικο θίασο ανίκανων τυχοδιωκτών. Ο χαβαλές στην εξουσία, κάθε μέρα κι από μία αφορμή για γέλιο. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η συμμαχία αντιπροσωπεύει, νομίζω, κάτι απείρως πιο επικίνδυνο. Την πιο απειλητική μορφή σαπίλας. Δεν είναι η διαφθορά, η ιδεοληψία, η οικονομική τους πολιτική, η εμφυλιοπολεμική ρητορική, τα σκάνδαλά τους που με κάνουν να φρίττω. Είναι ότι όλα αυτά κατάφεραν να τα κανονικοποιήσουν. Κατάφεραν να γίνουν οι χειρότεροι πείθοντας υπερβολικά πολύ κόσμο ότι είναι οι προτιμότεροι. Είναι το καμουφλάζ και η εξαπάτηση το πιο τρομακτικό χαρακτηριστικό των Συριζανέλ, μπροστά στο οποίο μοιάζει σχεδόν με πταίσμα το ότι είναι ακατάλληλοι για τη θέση τους.

– Έχουμε χιούμορ οι Ελληνες;
Θεωρώ ότι αυτό που δεν έχουμε οι Έλληνες είναι η ικανότητα διάκρισης ανάμεσα στο χιούμορ και την κυριολεξία. Το καλό ή κακό χιούμορ είναι υποκειμενικό, όμως το να μην μπορείς να καταλάβεις πότε κάποιος κάνει χιούμορ είναι πρόβλημα. Το χιούμορ μπορεί να είναι μεταφορικό, σουρεαλιστικό ωστόσο πρεσβεύει πολλά επίπεδα πολιτισμού, αισθητικής και παιδείας. Παλιά πίστευα ότι η άμυνα μέσω του χιούμορ ήταν ένδειξη αδυναμίας. Όμως πια, με την περιρρέουσα πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση, θεωρώ ότι μαζί με τη σιωπή και την αδιαφορία, είναι από τις πιο ενδεδειγμένες τακτικές αντιμετώπισης της ζωής.

«Το διαδίκτυο έχει προσλάβει την έννοια του καφενείου, εξού και πάρα πολλοί κάνουν τον μάγκα εκεί και από κοντά είναι γατάκια».

– Είναι σοβαρό όμως αυτό που ζούμε…
Ωστόσο, οι καταστάσεις σε υπερβαίνουν τόσο πολύ και είναι τόσο επαναλαμβανόμενες που καταντά γραφικό και να τις αναλύσεις. Ζούμε σε μια λούπα: μπορείς απλά να αλλάζεις μία λέξη σε μία φράση κι αυτή να παραμένει ίδια: δηλαδή «μπλοκάρεται η επένδυση του Ελληνικού» και στη θέση «του Ελληνικού» μπορείς να βάλεις οποιαδήποτε επένδυση. Μου φαίνεται αστείο λοιπόν που τα δελτία ειδήσεων σχολιάζουν με σοβαρότητα και πείσμα την όμοια επικαιρότητα μας. Εξακολουθώ να απορώ με τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τα πάντα κυριολεκτικά, σα να τα ακούνε για πρώτη φορά.

– Τι να κάνει όμως και ο άνθρωπος που ζει αυτό το παράλογο;
Το ξέρω ότι ακούγεται κλισέ κι απλοϊκό, αλλά η κυβέρνηση μας είναι ο καθρέφτης μας. Ένας πλειοψηφικά μορφωμένος, καλλιεργημένος, εκπαιδευμένος λαός δεν εκλέγει τον Αλέξη Τσίπρα – πώς να το κάνουμε; Καταλαβαίνει από την αρχή ότι είναι ένα παιδί ενός κομματικού σωλήνα με συγκεκριμένη ατζέντα, πολύ περιορισμένη αντίληψη, χαμηλό ταβάνι στα πάντα. Νομίζω πως για το άμεσο μέλλον, είμαστε καταδικασμένοι σε ένα εκλογικό πινγκ πονγκ, θα παραπαίουμε ανάμεσα σε παρεμφερείς καταστάσεις γιατί δεν υπάρχει εκ βάθρων αλλαγή νοοτροπίας. Το πρόβλημά μας δεν είναι θέμα ιδεολογίας, είναι αστείες και οι δεξιές και οι αριστερές κορώνες. Οι ιδεολογίες δεν έχουν πρόβλημα από μόνες τους, το πρόβλημα είναι πρακτικού πολιτισμού – δεν έχουμε δηλαδή παραγωγική νοοτροπία. Είμαι σίγουρος ότι θα βρω ανθρώπους από όλα τα κόμματα με πρακτικές αρετές – φαντάζομαι ότι ακόμα και ο Σύριζα πριν γίνει το νέο ΠαΣοΚ θα είχε τέτοιους. Όσο το πρόβλημα παραμένει μεθοδολογικό στη βάση του, όμως, όσο περιμένουμε να κάνει κάποιος άλλος την δουλειά για εμάς, δεν θα λυθεί τίποτα. Πρέπει να λερώσουμε τα χέρια μας. Αποδίδουμε τα πάντα στον απρόσωπο «άλλο». Το πρόβλημα της μη ανάληψης της ατομικής ευθύνης συναντάται παντού, ανεξαρτήτως ιδεολογιών. Πρόκειται για την κουλτούρα του απρόσωπου πάτερα που ή πρέπει να μας προσέχει ή φταίει για όλα μας τα δεινά.

– Γιατί social media τόσο πολύ; Δεν τα έχεις απομυθοποιήσει; Δεν τα έχεις βαρεθεί;
Αντικειμενικά τα social media έχουν αντικαταστήσει τα πάντα – αν το καλοσκεφτείς μόνο το google και το youtube στέκουν αυτόνομα. Αν έχεις ένα site χωρίς social media δεν έχεις τίποτα, είναι ο μόνος αγωγός για να φέρεις σε επαφή τον κόσμο με τη δουλειά σου. Έφτασαν όμως και αυτά σε ένα τέλμα όπου έχει κυριαρχήσει το ασήμαντο και η βλακεία, η ελαφρότητα. Λείπει ο στόχος και η ουσία. Ούτως ή αλλιώς η μαζικότητα ρίχνει το επίπεδο. Το καλό δεν βρίσκει αντίκρισμα εύκολα, γιατί θέλει σκέψη, χρόνο και αφοσίωση.

«Η υπερέκθεση στα social media είναι μια μεγέθυνση, μαθηματικά βέβαιη, της ματαιοδοξίας των ανθρώπων».

– Διαπιστώνω πάντως πολύ κόσμο που ζει μια άλλη ζωή, ακόμη και με «φτιαγμένα» πρόσωπα, μέσα από αυτά. Είναι σχεδόν τρομακτικό…
Υπάρχει μια ολοένα αυξανόμενη αντίθεση ανάμεσα στην online θεώρηση των πραγμάτων και στην πραγματική ζωή, και αυτό είναι μια σχιζοφρένεια. Με τρομάζει και εμένα λίγο η διπλή όψη της επίδρασης των social media στους νέους. Το αντικειμενικό καλό τους είναι η διάχυση της πληροφορίας – ένα μεγάλο δώρο. Η σατανική τους πλευρά είναι ότι σε τυποποιούν. Δεν ξέρεις ποιος είσαι ή ποιος δεν είσαι, δεν ξέρεις τι είναι αληθινό και τι όχι, άλλος θέλεις να είσαι, άλλο υποθέτεις ότι είσαι και άλλος είσαι… Η υπερέκθεση στα social media είναι μια μεγέθυνση, μαθηματικά βέβαιη, της ματαιοδοξίας των ανθρώπων. Η ματαιοδοξία είναι μια εύλογη ανθρώπινη ανάγκη, αλλά νομίζω ότι πολύς κόσμος που εκτίθεται σε τερατώδη βαθμό δεν συνειδητοποιεί καν τι κάνει. Το διαδίκτυο έχει προσλάβει την έννοια του καφενείου, εξού και πάρα πολλοί κάνουν τον μάγκα εκεί και από κοντά είναι γατάκια. Η παρακμή ή η βελτίωση των social media συμπορεύεται με τη βελτίωση ή την παρακμή της αληθινής ζωής.

– Δεν μοιάζεις ιδιαιτέρως εξωστρεφής. Κυκλοφορείς πολύ;
Όχι. Γενικά δεν είμαι άνθρωπος ούτε της υπερ-συναναστροφής αλλά ούτε και της σύγκρουσης. Μου κοστίζει πολύ συναισθηματικά και πνευματικά να συναναστρέφομαι κόσμο με τον οποίο έχουμε θεμελιώδεις διαφορές. Επιλέγω να συναναστρέφομαι αυστηρά με συγκεκριμένα άτομα σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής μου ζωής.

– Οι γνώσεις σου πώς εμπλουτίζονται;
Διαβάζω πολύ και βλέπω ό,τι περισσότερο μπορώ σε κινηματογράφο και σε σειρές, που είναι άλλωστε ο νέος κινηματογράφος.

– Έχεις αγαπημένους συγγραφείς;
Δεν έχω συγκεκριμένους συγγραφείς, έχω αγαπημένα βιβλία, αλλά και πάλι είμαι πολύ επιφυλακτικός. Μου αρέσει περισσότερο να τους αναλύω παρά να τους θεοποιώ. Με χαρακτηρίζει μια κακή αντικειμενικότητα και ακόμη και σε εκείνους που μου αρέσουν, βρίσκω πάντα και κάτι στραβό. Όχι φυσικά ως προς την τεχνική τους.

– Νομίζεις τελικά ότι είσαι ένας μικρός Θεός;
Όχι προς… θεού. Απλώς διαβάζω πάντα με κριτικό πνεύμα, ζω μια εμπειρία. Φροντίζω μάλιστα να πάρω κάτι ακόμα και από εκείνα που με κουράζουν απίστευτα, όπως για παράδειγμα ο Κάφκα. Έχω βιβλία που αγαπώ πολύ και στα οποία ανατρέχω, σαν τo «Αδριανού Απομνημονεύματα» της Γιουρσενάρ. Είναι από τα γραπτά που με έχουν επηρεάσει πολύ και με υποδόριο τρόπο. Βρίσκω πολύ συγκινητικό να μπορεί ένας συγγραφέας να μπει μέσα σε μια κατάσταση χωρίς να την έχει ζήσει, -αυτό είναι το ταλέντο-, η δημιουργικότητά σου να σε εξακοντίζει πάνω από θεούς, ανθρώπους και αιώνες, και να παράγει κάτι αυθεντικό, μεγαλειώδες και «για πάντα».

 

Διαβάστε ακόμα: Φώτης Γεωργελές – «Εναλλακτικός είναι αυτός που θέλει να αλλάξει τα πράγματα, όχι να διατηρήσει τα παλιά συμφέροντα»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top