Προφανώς, είτε το βιβλίο θεωρείται είδος πολυτελείας, είδος δηλαδή που ο πολίτης μπορεί εύκολα να το στερηθεί αν δεν μπορεί να το αγοράσει, είτε οι αναγνώστες θεωρούνται εξ ορισμού ευκατάστατοι, οπότε δεν τίθεται ζήτημα κόστους για τα βιβλία που αγοράζουν. (Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC)

Ως μεγάλη νίκη της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας στις συζητήσεις με τους Θεσμούς για την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης προβάλλεται, αυτές τις μέρες, η επαναφορά του καθεστώτος της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου, η οποία, όπως διαβάζουμε στην ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού, «είχε καταργηθεί για τις περισσότερες κατηγορίες βιβλίων το 2014, ακολουθώντας τις συστάσεις που περιλαμβάνονταν, τότε, στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ». Ο Τρύφων Αλεξιάδης, για παράδειγμα, υπεύθυνος Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, όταν του ζητήθηκε χθες να σχολιάσει την αξιολόγηση, μαζί με τις επερχόμενες μειώσεις των συντάξεων και τη μείωση του αφορολογήτου, απάντησε θριαμβευτικά: «Έκλεισε μια αξιολόγηση χωρίς αρνητικά μέτρα, αντίθετα, υπάρχουν μερικά πολύ θετικά όπως η Ενιαία Τιμή του Βιβλίου».

Η ρύθμιση, που σύντομα θα έρθει προς ψήφιση, προβλέπει «καθεστώς Ενιαίας Τιμής για όλα τα είδη βιβλίων που εκδίδονται στην Ελλάδα ή στα ελληνικά στο εξωτερικό, εντύπων και ηλεκτρονικών. Από την έκδοση ενός βιβλίου και για δεκαοκτώ μήνες η ανώτατη νόμιμη έκπτωση θα είναι 10%. Σε περίπτωση ανατύπωσης, είτε εντός του δεκαοκτάμηνου είτε μετά τη λήξη του, δίνεται η δυνατότητα ισχύος της Ενιαίας Τιμής για επιπλέον δώδεκα μήνες, στην πρώτη μόνο ανατύπωση, με ανώτατο ποσοστό έκπτωσης 20%». Πρόκειται, διαβάζουμε, για πάγιο αίτημα σχεδόν σύσσωμου του κόσμου του βιβλίου – ενός κόσμου ο οποίος, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν περιλαμβάνει τους αναγνώστες αλλά μόνο τους εκδότες και τους βιβλιοπώλες, τους ιδιοκτήτες μικρών βιβλιοπωλείων για την ακρίβεια.

Μου φαίνεται πολύ παράδοξο, οφείλω να ομολογήσω, το γεγονός ότι εξαιρούνται -ως μεταβλητές- από τη συζήτηση για την τιμή του βιβλίου οι αναγνώστες, που είναι και οι τελικοί αποδέκτες του πολιτιστικού αυτού προϊόντος. Όταν γίνεται λόγος, ας πούμε, για τα φάρμακα ή για τα τρόφιμα, για τις δημόσιες συγκοινωνίες ή για τις χρεώσεις της κινητής τηλεφωνίας, πρώτιστο μέλημα των αρμοδίων είναι να πληρώνει ο καταναλωτής όσο το δυνατόν φτηνότερο φάρμακο ή κόμιστρο κλπ. Το ίδιο δεν μοιάζει να ισχύει στην περίπτωση του βιβλίου. Προφανώς, είτε το βιβλίο θεωρείται είδος πολυτελείας, είδος δηλαδή που ο πολίτης μπορεί εύκολα να το στερηθεί αν δεν μπορεί να το αγοράσει, είτε οι αναγνώστες θεωρούνται εξ ορισμού ευκατάστατοι, οπότε δεν τίθεται ζήτημα κόστους για τα βιβλία που αγοράζουν.


Διαβάστε ακόμα: Δημοσθένης Κούρτοβικ – «Κάτω τα καλά βιβλία!»


Με την Ενιαία Τιμή Βιβλίου καθορίζεται από τους εκδότες και τους λιανοπωλητές (φυσικά και διαδικτυακά βιβλιοπωλεία, χαρτοπωλεία, πρακτορεία τύπου, πολυκαταστήματα, σούπερ μάρκετ, περίπτερα κλπ) μια σταθερή τιμή για κάθε καινούργιο βιβλίο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός πια ο ανταγωνισμός μεταξύ των πωλητών, σε επίπεδο τιμών, και έτσι, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της διατίμησης, να εκμηδενίζονται τα πλεονεκτήματα των μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων, γεγονός που επιτρέπει στα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία να αναπνεύσουν ελεύθερα. Όταν, με άλλα λόγια, όλα τα καταστήματα θα πουλάνε το ογκώδες «4321» του Paul Auster υποχρεωτικά 33 ευρώ, όσο δηλαδή το δίνει ο εκδότης του, δεν θα έχει λόγο ο αναγνώστης να προτιμήσει μια απρόσωπη αλυσίδα για την αγορά του· θα συνεχίσει να επισκέπτεται το μικρό συνοικιακό βιβλιοπωλείο που γνωρίζει και εμπιστεύεται.

Ο νόμος, σαν να λέμε, φροντίζει για τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία εις βάρος όμως του βιβλιόφιλου καταναλωτή, ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να βρει πουθενά σε φθηνότερη τιμή από αυτή της διατίμησης το βιβλίο που επιθυμεί να αγοράσει.

Η πολιτεία ζητάει από τους αναγνώστες να πληρώνουν πιο ακριβά τα βιβλία που αγοράζουν, προκειμένου να στηρίζουν τους ιδιοκτήτες των μικρών βιβλιοπωλείων. Παράξενη στ’ αλήθεια λογική.

Το παράδοξο είναι ότι και αυτά τα μικρά βιβλιοπωλεία βγαίνουν σε τελική ανάλυση ζημιωμένα από τη θέσπιση της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου. Αφού το κυριότερο πρόβλημά τους δεν είναι, καθώς φαίνεται, η τιμή πώλησης των βιβλίων, αλλά, αφενός, η αδυναμία τους να έχουν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο για τον καταναλωτή μεγάλο αριθμό και ποικιλία βιβλίων και, αφετέρου, η μικρότερη βιβλιοπωλική έκπτωση που απολαμβάνουν από τους εκδότες. Η άλλη λύση, οι στοχευμένες εκπτώσεις και προσφορές που θα μπορούσαν να προσφέρουν στους πελάτες τους, δεν είναι όμως εφικτή λόγω ακριβώς της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου η οποία τους αναγκάζει να πουλάνε στην ίδια τιμή με το μεγάλο βιβλιοπωλείο που διαθέτει χιλιάδες περισσότερους τίτλους. Ποιο θα επιλέξει ο βιβλιόφιλος αναγνώστης;

Ίσως τα bazaar, ας το αναφέρω κι αυτό παρεμπιπτόντως, η λειτουργία των οποίων, σε μόνιμη βάση, επιτρέπεται πια από το κράτος είτε υπάρχει είτε όχι Ενιαία Τιμή Βιβλίου.

Αν όλα αυτά ισχύουν, φαίνεται πως η πολιτεία, με την Ενιαία Τιμή Βιβλίου, ζητάει από τους αναγνώστες να πληρώνουν πιο ακριβά τα βιβλία που αγοράζουν, προκειμένου να στηρίζουν τους ιδιοκτήτες των μικρών βιβλιοπωλείων. Παράξενη στ’ αλήθεια λογική, που μοιάζει σχεδόν να τιμωρεί τον βιβλιόφιλο για το πάθος του. Κι ακόμα πιο παράξενο το γεγονός ότι η διατίμηση επιβάλλεται, συν τοις άλλοις, και επειδή, όπως υποστηρίζεται, τα βιβλία «δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εμπορικά προϊόντα αλλά ως πολιτιστικά αγαθά δημοσίου ενδιαφέροντος». Τα βιβλία ναι, οι αναγνώστες όμως όχι.

 

Διαβάστε ακόμα: Όχι στην ενιαία τιμή του βιβλίου, από τον Φίλιππο Δραγούμη

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top