Monument Ilinden, Jordan and Iskra Grabuloski.

Το δοκίμιο «Διάκοσμος και Έγκλημα» του Adolf Loos δημοσιεύθηκε το 1913 στο έντυπο Les Cahiers d’aujourd’hui, ενώ πρωτοπαρουσιάστηκε το 1910 σε ομιλία του στον Ακαδημαϊκό Σύλλογο Λογοτεχνίας και Μουσικής στη Βιέννη. Στο κείμενο ασκείται σφοδρή κριτική για το «στολισμό» των καθημερινών χρηστικών αντικειμένων, όπως για παράδειγμα στα έπιπλα, στρέφεται δε κυρίως κατά του «διάκοσμου» που πρέσβευε η «Wiener Secession» – κίνημα, το οποίο δημιουργήθηκε το 1897 από ομάδα Βιεννέζων καλλιτεχνών, η oποία αποχώρησε από την επίσημη Ένωση Αυστριακών Καλλιτεχνών, εκφράζοντας την αντίθεσή της στο συντηρητισμό που επικρατούσε στους κόλπους της Ένωσης.

Σε μία αποστροφή του λόγου του σχολιάζει ο Loos: «…Οι νομάδες έπρεπε να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, και το έκαναν επιλέγοντας διάφορα χρώματα στο ντύσιμό τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος όμως χρησιμοποιεί τα ρούχα σαν μάσκα. Είναι τόσο ισχυρή η “ατομικότητά” του, ώστε δεν μπορεί να εκφράζεται πλέον με κομμάτια ύφασμα. Η απελευθέρωση από το διάκοσμο είναι δείγμα πνευματικής ισχύος…».

Geisel Library, William Pereira & Associates.

Ο Μοντερνισμός, με την ευρύτερη έννοια του όρου, περιγράφει ένα πλέγμα αντιλήψεων, θέσεων και επιμέρους κινημάτων – τα οποία εμφανίστηκαν στην τέχνη, την πολιτική και τη φιλοσοφία – υπό την πίεση των πρωτοφανών αλλαγών τις οποίες είχε επιφέρει η σαρωτική τεχνολογική εξέλιξη μετά το Διαφωτισμό. Οι στυλιστικοί και ιστορικοί δεσμοί με το παρελθόν διαρρήχθηκαν, όπως για παράδειγμα με το διακοσμητικό χαρακτήρα της Art Nouveau ή τις χειροποίητες κατασκευές του Arts and Crafts.

Ο Φονξιοναλισμός υπήρξε η βάση της απεμπλοκής αυτής από την «καταπίεση» του διάκοσμου και των ιστορικών στυλ. Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν τότε ότι η πιο «καθαρή» αρχιτεκτονική είναι αυτή που παραμένει στα χαρτιά, ή ακόμη και στο μυαλό, άφθαρτη από την περιπέτεια της υλοποίησής της μέσα σε μια ακατάστατη κοινωνία.

«Άφησε το υλικό να είναι αυτό που είναι», υποστήριζε ο Louis Kahn.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μοντερνισμός αποτέλεσε σχεδόν το μοναδικό αρχιτεκτονικό δόγμα μέχρις ότου νέες προκλήσεις εμφανίστηκαν από νεωτεριστικούς «αποστάτες» (όπως ήταν ο Philip Johnson), από οπαδούς της αντίθεσης και της αντίφασης (όπως ο Venturi), μέχρι τους πρωταγωνιστές της νεο-ορθολογικής σχολής.

Bubanj Memorial Park, Ivan Sabolić.

Η περίοδος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου χρησιμοποιήθηκαν στις διάφορες κατασκευές μεγάλες ποσότητες σκυροδέματος, προκάλεσε τέτοια εξελικτική επιτάχυνση στην τεχνογνωσία για τα συγκεκριμένο υλικό, ώστε μετά το 1945 η δόμηση με μπετόν έγινε ο γενικός κανόνας. Το σκυρόδεμα, κατά τη διάρκεια πολλών ετών, ήταν γνωστό ως το υλικό των φτωχών, γεγονός που άλλαξε μέσα από την αρχιτεκτονική του Le Corbusier, η οποία με τη σειρά της επηρέασε έντονα και άλλους αρχιτέκτονες.


Διαβάστε ακόμα: Ο ελληνικός τουρισμός προ του επερχόμενου big-bang


Στο πλαίσιο αυτό, στην Αγγλία της δεκαετίας του ’50, οι Peter και Alison Smithson, εμπνευσμένοι και αυτοί από τη δουλειά του Ελβετού αρχιτέκτονα, δημιούργησαν ένα νέο είδος οικοδομικής αισθητικής, που ονομάστηκε «Μπρουταλισμός». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1953, ενώ πήρε μορφή το 1954 με το Γυμνάσιο Hunstanton των δύο Άγγλων αρχιτεκτόνων.

Wotruba Church, Fritz Wotruba.

Πέρα από τους Smithson, πολλοί ακόμα αρχιτέκτονες υιοθέτησαν τις αρχές του Μπρουταλισμού, ανάμεσά τους οι Richard Seifert, Paul Rudolph και Walter Netsch. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν ως συνεχιστές του τα μέλη της ομάδας Archigram. Συχνά συνδέεται με το κίνημα του Μπρουταλισμού και ο Louis Kahn. «Allow material to be what it is» (Άφησε το υλικό να είναι αυτό που είναι), υποστήριζε.

Η αισθητική του Μπρουταλισμού, με σαφείς ενδείξεις βάρους, ψυχρότητας, αλλά και μεγαλείου, μπορεί να θυμίζει πλέον δυστοπικά τοπία, της πιστώνονται όμως κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα κτίρια του προηγούμενου αιώνα.

Η αισθητική των Μπρουταλιστών επηρέασε και επηρεάστηκε από αυτήν της έκθεσης Parallel of Life and Art, η οποία εγκαινιάστηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1953 στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου. Αντικείμενα διαφόρων κατηγοριών φωτογραφήθηκαν και τοποθετήθηκαν στον εκθεσιακό χώρο έτσι ώστε να δίνεται έμφαση στην αυτονομία της κάθε εικόνας και στις αυθόρμητες συσχετίσεις που μπορεί να εννοηθούν μεταξύ τους. Ο κριτικός Reyner Banham αναφέρεται αργότερα στην έκθεση Parallel of Life and Art ως ένα «locus classicus» του κινήματος του Νέου Μπρουταλισμού.

Casar de Caceres Bus Station, Justo Garcia Rubio.

Ο Μπρουταλισμός, όρος που προέρχεται από το γαλλικό «brut» (ακατέργαστο) και όχι από το «brutal» (βάναυσο), όπως συχνά λανθασμένα θεωρείται, και που αποτελεί μετεξέλιξη του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού, άνθισε, όπως ήδη ειπώθηκε, στις μεταπολεμικές δεκαετίες, ενώ εφαρμόστηκε κυρίως σε δημόσια κτίρια και εθνικά μνημεία.

Η αισθητική του, με σαφείς ενδείξεις βάρους, ψυχρότητας, αλλά και μεγαλείου, με μια σχεδόν υπεράνθρωπη δυνητική παρουσία πάνω από τον άνθρωπο-χρήστη, αλλά και πάνω από το ίδιο το περιβάλλον, μπορεί να θυμίζει πλέον δυστοπικά τοπία, της πιστώνονται όμως κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα κτίρια του προηγούμενου αιώνα. Μεγάλοι όγκοι μπετόν που επιτίθενται θριαμβευτικά στο μάτι, αδρές επιφάνειες, ενίοτε μια διάχυτη τάση για σπονδυλωτή άρθρωση της δομής, πλήρης επικράτηση του φονξιοναλισμού έναντι του διάκοσμου και της φλυαρίας, και σαφής επίδειξη των λειτουργικών πτυχών του κτιρίου, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του «brut».

Αριστερά: Grand Central Water Tower, GAPP Architects & Urban Designers. Δεξιά: Prentice Women’s Hospital, Bertrand Goldberg & Associates.

Στο βιβλίο του This Brutal World, ο Peter Chadwick, γοητευμένος από το συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό κίνημα, το απαθανατίζει μέσα από μια εντυπωσιακή συλλογή ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Η απόλυτη πηγή όμως, για όποιον ενδιαφέρεται για την αρχιτεκτονική του Μπρουταλισμού, είναι το «tumblr» ενός διδακτορικού φοιτητή της αρχιτεκτονικής, του Michael Abrahamson, το οποίο περιλαμβάνει εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, σχετικές φωτογραφικές αναρτήσεις.

 

Διαβάστε ακόμα: Το ελληνικό στερεότυπο.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top