Οικία που έχει τυλιχθεί στις φλόγες στην Βαρυμπόμπη. Μπορεί να χτιστεί κάποιο άλλο στη θέση του; (Φωτογραφία: Nick Paleologos / SOOC)

Στις ακραίες καταστάσεις, περισσότερο από κάθε άλλη περίσταση, εγκαθιδρύεται αυτοστιγμεί μια ιεράρχηση απωλειών. Πριν το επιβάλλουν οι επιτελείς και ο κρατικός μηχανισμός, το επιτάσσει η σκληρή πραγματικότητα. Το γνωστό «πρώτα τα γυναικόπαιδα κι ύστερα όλοι οι άλλοι», θα ισχύει πάντα.

Η κεντρική απόφαση της κυβέρνησης σ’ αυτή την εν εξελίξει τραγωδία της ολομέτωπης πυρκαγιάς ήταν να σωθούν πρώτα οι άνθρωποι και δευτερευόντως τα κτίρια, οι ιδιωτικές υποδομές και τα υλικά αγαθά τους. Υπάρχει μια εδραία λογική σ’ αυτό το επιχειρησιακό σχέδιο. Υπό το φόβο να ζήσουμε κι άλλο Μάτι με εκατοντάδες νεκρούς, προτιμήθηκε μια ξεκάθαρη γραμμή άμυνας.

Πώς θα βιώναμε ως κοινωνία ένα ακόμη Μάτι μέσα σε λίγα χρόνια; Ο θάνατος είναι ένα τετελεσμένο γεγονός, δεν μπορείς να το ανακαλέσεις.

Γι’ αυτό και είδαμε τη μια εκκένωση μετά την άλλη, ακόμη και σε περιοχές που ακόμη δεν είχαν προλάβει να καψαλιστούν, αλλά ήταν σφόδρα πιθανό να μπουν στον πύρινο κλοιό. Η κυβέρνηση, τόσο στο διάγγελμά του πρωθυπουργού, όσο και στην επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης, προτάσσει αυτό ως πρώτιστο επίτευγμα: δεν χάθηκαν ζωές (καίτοι, έχουμε ήδη τον τραγικό θάνατο του εθελοντή δασοπυροσβέστη).

Μπορεί κανείς να ψέξει τους υπεύθυνους γι’ αυτή την ιεράρχηση; Πώς θα βιώναμε ως κοινωνία ένα ακόμη Μάτι μέσα σε λίγα χρόνια; Ο θάνατος είναι ένα τετελεσμένο γεγονός, δεν μπορείς να το ανακαλέσεις. Αν επισυμβεί μεταβαίνεις στην περιοχή του μη γυρισμού. Το να χαθούν συμπολίτες μας έτσι άδοξα, συνιστά πράξη ασύγγνωστη για μια οργανωμένη πολιτεία. Εκατοντάδες άνθρωποι μπορούν να χαθούν μέσα σε μια ημέρα μόνο εν καιρώ πολέμου, όχι στη ραστώνη του καλοκαιριού.

Το σπίτι ή το εξοχικό για τον μέσο Έλληνα δεν είναι μόνο ένας θύλακας ιδιωτικότητας ή ασφάλειας. Υπήρξε ο ρυθμιστής της κοινωνικής ανόδου.

Εδώ, όμως, μπαίνει μια άλλη παράμετρος που δεν πρέπει να την λησμονούμε ούτε να της δίνουμε λίγη σημασία. Η έννοια της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα είναι μια μεγάλη ιδέα πάνω στην οποία στηρίχθηκε όλη η μεσαία τάξη, τουτέστιν η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Το σπίτι ή το εξοχικό για τον μέσο Έλληνα δεν είναι μόνο ένας θύλακας ιδιωτικότητας ή ασφάλειας. Υπήρξε ο ρυθμιστής της κοινωνικής ανόδου και εν πολλοίς της αυταξίας του.

Σε μια χώρα που δεν παράγει αυτοκίνητα ή προϊόντα βαριάς βιομηχανίας, η οικονομία κινήθηκε για δεκαετίες από την αυξημένη ζήτηση για οικία εντός ή εκτός των πόλεων. Το εξοχικό, δε, ήταν το χρυσόμαλλο δέρας για χιλιάδες νοικοκυριά. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν θα βρει κανείς οικογένειες να «θεσπίζουν» εντός τους το οικιστικό όραμα ως το κυρίαρχο της ύπαρξής τους. Εδώ συνέβη και εξηγείται εύκολα αν αναλογιστεί κανείς πώς αναδιατάχθηκε η κοινωνική πυραμίδα από το ’50 και μετά.

Το να πεις, λοιπόν, σε κάποιον που έχασε το σπίτι του από τη φωτιά ότι, τουλάχιστον, σώθηκε και ότι, τέλος πάντων, τα σπίτια φτιάχνονται ξανά, είναι σαν να του βάζεις το μαχαίρι στην πληγή και να του την ξύνεις με βασανιστικό τρόπο. Μπορεί επιχειρησιακά να είναι σωστή η ιεράρχηση, όμως για το ατομικό συμφέρον είναι κατάφωρα πληγωτική. Το να χάνεις το σπίτι σου ισοδυναμεί με το να χάνεις το έδαφος κάτω από τα πόδια σου.

Το σπίτι δεν είναι κάτι άψυχο κι ας φαίνεται τέτοιο. Κουβαλάει μνήμες, προσωπική εργασία, στιγμές που καθόρισαν τον άνθρωπο που το έφτιαξε.

Το σπίτι δεν είναι κάτι άψυχο κι ας φαίνεται τέτοιο. Κουβαλάει μνήμες, προσωπική εργασία, στιγμές που καθόρισαν τον άνθρωπο που το έφτιαξε, στεναχώριες γιατί το δάνειο έβγαζε τον οικογενειακό προϋπολογισμό από τις ράγες, αλλά και ικανοποίηση γιατί το όνειρο έγινε πραγματικότητα.

Πόσοι από αυτούς που έχασαν το σπίτι τους από τη φωτιά θα καταφέρουν να σηκώσουν νέο κεραμίδι; Δεν είναι όλοι πλούσιοι και δεν έχουν όλοι εναλλακτικές στέγασης. Υπάρχουν κι εκείνοι που έχασαν το μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να είναι να χρεωμένο στις τράπεζες. Αρα, τι λες σ’ αυτούς τους δύστηνους; Οτι τουλάχιστον σώθηκαν; Ναι σώθηκαν, αλλά με ποιους όρους και με ποιες προοπτικές;

Αυτή τη στιγμή δημιουργείται από το πουθενά μια στρατιά νεοαστέγων, που, ας μην κρυβόμαστε, η ελληνική πολιτεία δεν έχει τα οικονομικά μέσα να τους προσφέρει νέα στέγη σε άμεσο χρόνο.

Αυτή τη στιγμή δημιουργείται από το πουθενά μια στρατιά νεοαστέγων, που, ας μην κρυβόμαστε, η ελληνική πολιτεία δεν έχει τα οικονομικά μέσα να τους προσφέρει νέα στέγη σε άμεσο χρόνο. Τι θα γίνει, λοιπόν, μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Ακόμη κι αν πάρουν μια κάποια αποζημίωση είναι πολύ πιθανό να έχουν γονατίσει συναισθηματικά και να μην μπορούν να χτίσουν το κονάκι τους από την αρχή.

Κι όμως, αυτή τη στιγμή μπορεί να μην έχουμε θρηνήσει ζωές -και τούτο πρέπει να μας λέει πολλά (πάρα πολλά)-, όμως, σε βάθος χρόνου οφείλουμε να δούμε το θέμα πιο σφαιρικά. Τι συγκροτεί αυτό που ονομάζουμε ζωή για έναν άνθρωπο; Μόνο η ανάσα του ή μήπως τα σχέδια, τα επιτεύγματά του, ο έρωτας, τα πάθη, τα υλικά του αγαθά; Μια σκέτη ανάσα δίχως στέγη δεν φτάνει.

Μια στέγη καμένη είναι μια καμένη ζωή, ας μην το ξεχνάμε αυτό.

 

Διαβάστε ακόμα: Το δέντρο που πληγώναμε.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top