Το καπάκι έχει βγει, ο ατμός της έξαρσης αναθρώσκει, οι καντάτες της απόλαυσης φιδοσέρνονται στους δρόμους.

Που λες Εμπενίζερ, εσύ αξιοδάκρυτε ιδεαλιστή του πλούτου: όχι, ο Ντίκενς δεν σου φέρθηκε καλά. Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Καθόλου καλά δεν σου φέρθηκε. Όχι, γιατί σε έλουσε με ένα σωρό φαντασματικές εικόνες, (περισσότερο πόσο μπορούσε, άραγε, να σε τρομάξει;) αλλά διότι στο τέλος, αυτό το επιμύθιο κάθε ιστορίας που στέκει σαν βρόγχος στο καρύδι του πρωταγωνιστή, σε έπεισε πως τα Χριστούγεννα είναι μια τόσο όμορφη γιορτή όπου οι άγγελοι τραγουδούν, το χιόνι πέφτει χαρωπό, η φύση χαίρεται.

Ήμουν στο μετρό, καθισμένος στη θέση μου και με το βιβλίο μου ανοιχτό (παρεμπιπτόντως, καθόλου στο κλίμα των ημερών, ένα μαύρο σκοτεινό ήταν), όταν πέρασαν από πάνω μου οι οδοστρωτήρες με τα τρίγωνα. Πέρασε ένας, δύο, τρεις – αρίφνητοι, στριγκοί, με νότες αρπαχτικές, οξύτονες, βαριεστημένες, επιθετικές. Ξέρω, τα παιδιά λένε τα κάλαντα. Ναι, δίχως να τους δίνεις την άδεια. Αν σου χτυπήσουν την πόρτα του σπιτιού σου, το κάνουν από το πολύ νωρίς, μην ξεχνιέσαι, μπορείς να μην τους ανοίξεις. Στο μετρό, όμως, δεν έχεις καμία επιλογή. Θα τα ακούσεις, θέλεις δεν θέλεις. Κάλαντα, κιθάρες, μελόντικες, ντέφια, ξυλόφωνα. Ο καθένας γίνεται μαέστρος του χριστουγεννιάτικου επιούσιού του. Αν συνέχισα να διαβάζω το βιβλίο μου; Όχι, φίλτατε Εμπενίζερ. Πώς ακριβώς να το συνεχίσω;

Είμαστε πολλοί, Εμπενίζερ, είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε περισσότεροι τις ημέρες της σχόλης.

Θέλεις να μιλήσουμε για την ευωχία των Χριστουγέννων; Μήπως να βάλω και μια υπερβολική δόση χαράς στην ατμόσφαιρα; Μια εσάνς γιορτινού ξεφαντώματος; Μην τολμήσεις ποτέ, πίστεψέ με: ποτέ, να πας στα γνωστά πολυκαταστήματα αυτές τις μέρες. Εκτός αν θέλεις να τεστάρεις τον εαυτό σου πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει στην κλίμακα της κλειστοφοβίας. Είμαστε πολλοί, Εμπενίζερ, είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε περισσότεροι τις ημέρες της σχόλης.

Μην διανοηθείς να πας για φαγητό, ποτό, βόλτα, εκδρομή, περατζάδα, promenade, χάζεμα – πες το όπως θες. Δεν θα είσαι ο μόνος που θα το έχει σκεφτεί. Αυτό που συμβαίνει τα βράδια του Σαββάτου στην πόλη ωχριά μπρος σε τούτη την ανθρωπομάζα που πάλλεται στους ρυθμούς της στανικής ευθυμίας. Το καπάκι έχει βγει, ο ατμός της έξαρσης αναθρώσκει, οι καντάτες της απόλαυσης φιδοσέρνονται στους δρόμους.

Είναι η λύση να γίνει κάποιος μονήρης αυτές τις μέρες; Μήπως γκρινιάρης; Να αποδομήσει πλήρως το νόημα των ημερών; Φευ, δεν είναι ούτε κι αυτό λύση, διότι ο ένας ποτέ δεν κερδίζει τους πολλούς. Μόνον ο Άγιος Βασίλης ξέρει πολύ καλά τους ανθρώπους. Κι ας είναι… ένας. Γι’ αυτό τους επισκέπτεται μια φορά το χρόνο. Τις άλλες κάνει κούρα από την πολλή συνάφεια με το είδος μας.

Θα χρειαστεί να πας σε οικογενειακά τραπέζια, να υποστείς εξαντλητική ανάκριση για το πώς πάει η δουλειά σου, ποια είναι γνώμη σου για την πολιτική κατάσταση, αν θα πάρει τελικά το πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο ο ΠΑΟΚ ή ο Ολυμπιακός, αν είναι όλα στημένα στην Ελλάδα, αν εξακολουθούν να μας ψεκάζουν, κι εκεί που πας να ψελλίσεις μιαν απάντηση, έστω υποτυπώδη για τα μάτια του κόσμου, ένα χέρι έρχεται από το πουθενά και σου δίνει ένα πιάτο γαλοπούλα. Πες με περίεργο, δεν τρώω γαλοπούλα. Δεν θα δώσω το βασίλειό μου για τη γέμισή της. Κι όμως, πρέπει να φας, είναι από τα χεράκια της οικοδέσποινας. Τόσα φαγητά, τόση πληθώρα πιάτων, οίνος που ρέει, ποτήρια που κρούονται δαιμονισμένα, τα παιδιά στο μέσα δωμάτια κάτι γκρεμίζουν – με το νόμο των πιθανοτήτων μπορούν να φτάσουν ως τα θεμέλια της πολυκατοικίας. Ο από πάνω έχει βάλει Τερλέγκα (μήπως είναι Παντελίδης; Δεν ξέρω, δεν το κατέχω το «άθλημα»).

Να είσαι έξω καρδιά, να λες «ω, τι ωραίο δώρο είναι αυτό», ενώ από μέσα σου να αναρωτιέσαι «τι ακριβώς είναι αυτό που μου πήραν και σε τι χρησιμεύει;» και τουλάχιστον να εύχεσαι να υπάρχει κάπου χωμένη στην τσάντα η κάρτα αλλαγής. Στην πρώτη ευκαιρία, όταν θα περάσει το κύμα των γιορτών, θα πας να το αλλάξεις σε κάτι πιο χρήσιμο. Να σου φέρνουν βιβλία αυτογνωσίας, το τελευταίο της Λένας Μαντά, ένα αστυνομικό της κακιάς ώρας και να σου λένε περιχαρείς «για εσένα, τον βιβλιόφιλο». Ω, θεοί της λογοτεχνίας σκοτώστε με ήσυχα κι απλά!

Ελάτε, ας το παραδεχθούμε: κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με την πραγματικότητα. Είναι χιονοστιβάδα, σε παρασέρνει. Έχουν περάσει κι άλλα Χριστούγεννα, θα έρθει και το Πάσχα. Έχω ακούσει να με κατηγορούν ότι είμαι άνθρωπος της ρουτίνας. Αυτοί που το λένε κανονίζουν στις αργίες κάποια εκδρομή – να ξεσκάσουμε, βρε αδελφέ. Να υποθέσω πως αυτή η επαναληπτικότητα στις διαθέσεις τους δεν συνιστά μια κάποιας μορφής ρουτίνα από την ανάποδη;

Εμπενίζερ, ζείδωρο φως της μοναχικότητας, δεν είσαι καλύτερος, αλλά όπως συμβαίνει πάντα: ένα σκιάχτρο είναι πάντα χρειαζούμενο τις μέρες που οι άλλοι γιορτάζουν. Το πνεύμα των Χριστουγέννων παίρνει πάντα εκδίκηση και είναι σαν κρύο πιάτο με αποφάγια του γιορτινού τραπεζιού. Θα σε αποτελειώσει αν ανοίξεις τηλεόραση: Μόνος στο σπίτι (για πολλοστή φορά). Θα σε διαλύσει αν βάλεις ραδιόφωνο: Last Christmas i gave you my heart (για μυριοστή φορά). Θα σε κάνει να θέλεις να αλλαξοπιστήσεις: παιδιά, είστε σπίτι; Ερχόμαστε. Δεν υπάρχει ελπίδα.

Δεν με ενδιαφέρει να ξεχωρίζω, αλλά ούτε και να δέχομαι όσους βγαίνουν από τη σαρκοφάγο του γλεντιού λες και ανένηψαν  από μια μεγάλη καταστροφή και τώρα έχουν αποφασίσει να διασκεδάσουν την άγρια μοίρα τους. Κι αν δεν σας αρέσει, ιδού πώς το λέει αγαπημένος μου Μίλτος Σαχτούρης στο ποίημά του “Ο νεκρός στις γιορτές”: Εδώ και πολλά χρόνια/σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα/ (αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου. Τόσα λυπημένα Χριστούγεννα ποιητών, θα πεις Εμπενίζερ. Και δικά μας, αλλά ποιος θα μας ακούσει εμάς μέσα στην παραζάλη της χαράς, στα χάη που φτάνουν οι εφιαλτικές φωνές των γλεντοκόπων; Εκάς οι βέβηλοι.

 

Διαβάστε ακόμα: Σμόκιν: οδηγός ενός μυθικού ρούχου. 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top