Το ότι γεννηθήκαμε σ’ έναν τόπο σημαίνει πως είμαστε μέρος του. Κάθε κύτταρό μας έχει τα συστατικά αυτού του τόπου. Είτε το θέλουμε είτε όχι. (Φωτογραφία: independentskies.com)

Με τα φώτα της καμπίνας σβηστά για την απογείωση, αναγκαστικά κοιτάς έξω από το παράθυρο. Βλέπεις αυτά που θα αφήσεις πίσω. Φεύγεις όμως ποτέ από κάπου τελείως; Όχι. Ποτέ. Κάποιοι συνεπιβάτες, είτε με τα κινητά τους είτε με τα μάτια τους, προσπαθούν να χορτάσουν τις τελευταίες στιγμές από τον τόπο που αφήνουν πίσω, μέχρι την επόμενη φορά που θα προσγειωθούν ξανά εδώ. Όλοι όμως παίρνουν μαζί τους τις αναμνήσεις τους για να τους κρατούν συντροφιά. Και όταν αφήνεις πίσω σου την Ελλάδα έχεις πολύ πλούσιο κατάλογο αναμνήσεων.

Τα τελευταία δυόμισι χρόνια η ζωή μου έχει αλλάξει άρδην. Και προς το καλύτερο και προς το χειρότερο. Στη Γερμανία τα πράγματα είναι μια ρουτίνα. Σπίτι, δουλειά, σπίτι… Άντε ένα Σαββατόβραδο μόνο για να θυμηθούμε ελληνικά. Μετά ξανά γερμανικά. Η καθημερινότητα είναι δύσκολη. Η γλώσσα, οι νόμοι, οι άνθρωποι… Κάπου θα βρεις ένα πρόβλημα. Αρκεί να ψάχνεις ένα. Θα το βρεις σίγουρα.

Πίσω στην πατρίδα τα πράγματα παραμένουν τα ίδια. Σχεδόν. Ο σκοπός που έφυγα ήταν για να ανοίξω το δρόμο. Να δημιουργήσω επιλογές που δεν είχα. Αλλά όταν κάνεις σχέδια, λένε, ο Θεός γελάει. Με μένα θα πρέπει να έχει ξεκαρδιστεί.

Δεν ήθελα να ξαναγυρίσω πίσω ποτέ. Προσπαθούσα να διαγράψω όλες μου τις αναμνήσεις από την Ελλάδα για να μη νιώθω την ανάγκη να γυρίσω πίσω. Να μη χρειάζεται να θυμάμαι. Να ξεχάσω. Όλες τις προσπάθειες που κατέβαλα για να κρατήσω κάτι ζωντανό εκεί τις μεταμόρφωνα με το μαγικό ραβδί μου σε ελπιδοφόρες προοπτικές, αλλά μόλις το ρολόι χτυπούσε μεσάνυχτα γίνονταν ξανά κολοκύθες και κουρέλια.

Ίσως επειδή η Ουλρίκε μού θύμιζε πολύ τη γιαγιά μου να ήταν κι ο λόγος που πίστεψα σε αυτήν την περιπέτεια. Πάλεψα, κέρδισα, έχασα, χάρηκα, πόνεσα, έπεσα, σηκώθηκα, αλλά πάντα κάτι μου έλειπε. Ένα κενό που δεν γέμιζε με τίποτα.

Έτσι βρέθηκα να ταξιδεύω προς μια ξένη χώρα, χωρίς καν να ξέρω τη γλώσσα, χωρίς να γνωρίζω κανέναν εκεί, χωρίς να έχω κάτι σίγουρο στα χέρια μου. Μόνο ένα χαρτί με μια διεύθυνση κι ένα βαζάκι μαρμελάδα βερίκοκο. Σαν αυτή που μου έφτιαχνε η γιαγιά μου και μου έδωσε μια συμπαθητική Γερμανίδα, που της έμοιαζε κιόλας, γιατί δεν θα μπορούσε να το περάσει από τον έλεγχο του αεροδρομίου.

Ίσως επειδή η Ουλρίκε μού θύμιζε πολύ τη γιαγιά μου να ήταν κι ο λόγος που πίστεψα σε αυτήν την περιπέτεια. Κι ήταν πραγματική περιπέτεια. Πάλεψα, κέρδισα, έχασα, χάρηκα, πόνεσα, έπεσα, σηκώθηκα, αλλά πάντα κάτι μου έλειπε. Ένα κενό που δεν γέμιζε με τίποτα.


Διαβάστε ακόμα: Αλέξανδρος Καλλέγιας – «Έφυγα από την Ελλάδα αναζητώντας την εξέλιξη και όχι την απόδραση».


Γύρισα στην Ελλάδα για ένα θλιβερό γεγονός – έχασα τον πατέρα μου. Κι ενώ αυτός θα μπορούσε να ήταν ένας ακόμη λόγος για να ρίξω μαύρη πέτρα στην πολυλατρεμένη μου πατρίδα, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Το αντίθετο μάλιστα. Άλλαξαν τα δεδομένα.

Τα σκέφτομαι όλα αυτά, κοιτάζω τους επιβάτες γύρω μου και αναρωτιέμαι τι τους κρατάει κι αυτούς και πάντα επιστρέφουν; Η οικογένεια; Οι φίλοι; Οι αναμνήσεις;

Ποια είναι αυτά που χαρίζουν στον καθένα μας τον αόρατο μίτο που μας συνδέει με την έξοδο του λαβύρινθου της ζωής μας; Η ασφάλεια της «επιστροφής»; Η σιγουριά του γνώριμου; Και τι μας ενώνει μ’ αυτό που αφήνουμε πίσω; Φεύγουμε ποτέ από κάπου τελείως;

Εκεί. Εκεί πάντα θα γυρνάμε. Γιατί ο τόπος αυτός είναι η ζωή μας. Κι είμαστε κι εμείς η ζωή αυτού του τόπου. Εκεί που χάθηκε η ελπίδα. Μόνο εκεί μπορεί να ξαναγεννηθεί.

Όχι. Όχι τελείως. Το ότι γεννηθήκαμε σ’ έναν τόπο σημαίνει πως είμαστε μέρος του. Κάθε κύτταρό μας έχει τα συστατικά αυτού του τόπου. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Οι άνθρωποι, το φως, ο αέρας, το νερό, η θέα, τα τοπία, οι αναμνήσεις, δημιουργούν ένα δεσμό με τον τόπο που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Που μας ακολουθεί σαν τα «chemtrails» των αεροπλάνων, απλώνεται στον ουρανό παντού, και αγγίζει τη γη όπου κι αν πάμε. Δεν έχει τέλος. Πάει όπου πάμε.

Έχει όμως μια αρχή που μας έλκει σαν μαγνήτης. Μια αφετηρία. Τη γενέτειρά μας. Εκεί που είδαμε τον ήλιο πρώτη φόρα. Εκεί που ερωτευτήκαμε πρώτη φορά. Εκεί που δακρύσαμε πρώτη φορά. Εκεί που γελάσαμε, που μεθύσαμε, που ξενυχτήσαμε, που αγαπήσαμε, που χτυπήσαμε, που πληγωθήκαμε, που πονέσαμε, που βρίσαμε, που ΖΗΣΑΜΕ πρώτη φόρα.

Εκεί. Εκεί πάντα θα γυρνάμε. Γιατί ο τόπος αυτός είναι η ζωή μας. Κι είμαστε κι εμείς η ζωή αυτού του τόπου. Εκεί που χάθηκε η ελπίδα. Μόνο εκεί μπορεί να ξαναγεννηθεί.

Μέσα από την χαρά του έφηβου που ξανασμίγει με τους φίλους και τα ξαδέρφια του. Μέσα σε δυο μάτια που χαμογελούν ξανά μόλις σε βλέπουν. Γιατί όταν κάτι πεθαίνει, κάτι άλλο γεννιέται.

Με πήδηξες Ελλάδα μου. Με πληγώσατε Έλληνες. Αλλά σας αγαπώ και τους δυο. Γιατί είστε η ζωή μου. Και χωρίς εσάς δεν θα ήμουν αυτός που είμαι.

 

Διαβάστε ακόμα: Ελληνορθόδοξον ισλάμ και «αντιανθρώπινοι» gay. Του Σακελάρη Σκουμπουρδή.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top