Ξεχάστε τα όλα για λίγο. Κλείστε τα μάτια σας και βρεθείτε για λίγο στην εξοχή. Χαλαρώστε. Η θερμοκρασία είναι ευχάριστη, έχει λιακάδα, είναι ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, με χίλια δυο αρώματα λουλουδιών στον αέρα, μέλισσες, χελιδόνια, τιτιβίσματα και βουίσματα παντού. Στο λιβάδι βόσκουν αγελάδες. Μια από αυτές σας πλησιάζει. Νιώθετε μια βαθιά εσωτερική ηρεμία.
Στοπ. Ανοίξτε τώρα τα μάτια. Είστε οικονομολόγος, μπορεί να μην είστε, αλλά φαντασθείτε το. Έχετε τελειώσει ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια, το Harvard ή το London School of Economics. Κλείστε τώρα πάλι τα μάτια και προσπαθήστε να χαλαρώσετε βλέποντας πάλι την ίδια εικόνα, της αγελάδας που σας πλησιάζει. Αδύνατον να χαλαρώσετε, κάτι σας απασχολεί επίμονα και δεν σας το επιτρέπει. Το γάλα, το γάλα είναι που σας απασχολεί. Για την ακρίβεια σκέφτεστε το κόστος της εργασίας των υπαλλήλων για το άρμεγμα, τους καταναλωτές που κυριαρχούν με τις προτιμήσεις τους και θέλουν γάλα άφθονο και φθηνό. Η βελτίωση τα αποδοτικότητας των μηχανών για το άρμεγμα: ναι, ο κτηνοτρόφος πρέπει να επενδύσει. Ας πάρει δάνειο. Να μειώσει τα έξοδά του και μετά να βρει έναν καλό τρόπο να προωθήσει το προϊόν του. Νέες αγορές. Τυρί, γιαούρτι, βούτυρο. Η αγελάδα: θα μπορούσε κι αυτή να παράγει περισσότερο αν εφαρμόζαμε κάποιο άλλο σύστημα, τι έχει κάνει άραγε ο ανταγωνιστής μας;
Όλες αυτές οι σκέψεις γύρω από το γάλα δεν σας αφήνουν να ηρεμήσετε. Πιάνετε το σημειωματάριό σας και αρχίζετε τους υπολογισμούς. Η τρέχουσα τιμή του γάλακτος, οι προβλέψεις, οι μετοχές, το χρηματιστήριο, η παγκόσμια αγορά, η Κίνα…
Στοπ. Ανοίξτε πάλι τα μάτια. Φαντασθείτε τώρα πως είστε πάλι οικονομολόγος, αλλά έχετε υιοθετήσει τη νέα σχολή των οικολογικών οικονομικών. Μελετήσατε τα βιβλία του Herman Daly, του οικονομολόγου που έφυγε δυσαρεστημένος από την παγκόσμια τράπεζα και δημιούργησε σχολή, αν και ακόμη τον έχουν για περιθωριακό.
Κλείστε πάλι τα μάτια και προσπαθήστε να βρεθείτε στο ίδιο λιβάδι, όπου σας πλησιάζει η αγελάδα. Μπορείτε να χαλαρώσετε; Αδύνατον! Χίλιες δυο ανησυχίες κατακλύζουν το μυαλό σας.
Πρώτα πρώτα το χορτάρι. Άραγε προλαβαίνει να αναπτυχθεί ή ο αριθμός των αγελάδων είναι μεγάλος; Το χώμα, το νερό. Τι θα γίνει σε μια ενδεχόμενη ξηρασία; Το έχουμε προβλέψει; Κοιτάτε τον γειτονικό λόφο και βλέπετε την απειλή: έχει αρχίσει η διάβρωση εξ αιτίας της αποψίλωσης του δάσους. Το νερό φεύγει με ταχύτητα προς τη θάλασσα, το χώμα χάνεται. Πόσο καιρό ακόμα το λιβάδι θα είναι παραγωγικό; Ξαφνικά το αίμα σας παγώνει. Βλέπετε βουνά ολόκληρα από σβουνιές: Ρυπαίνουν αν παραμένουν έτσι. Απορρίμματα. Πρέπει επομένως να αξιοποιηθούν, είναι ενέργεια. Χρειάζεται λοιπόν να επενδύσει ο κτηνοτρόφος, να εκσυγχρονισθεί ώστε η παραγωγή του να είναι βιώσιμη, να αντέξει στο χρόνο, χωρίς να υποβαθμίσει τους πόρους από τους οποίους εξαρτάται. Θα κοστίσει, αλλά στο τέλος θα βγει κερδισμένος.
Βγάζετε λοιπόν το τεφτέρι και αρχίζετε τους λογαριασμούς.
Ανοίγουμε τώρα όλοι τα μάτια και προσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα. Δεν είμαστε ούτε οικονομολόγοι, ούτε είμαστε στο λιβάδι. Είναι φθινόπωρο και έχουμε μπροστά μας έναν υπολογιστή. Διαβάζουμε ένα άρθρο. Ο συγγραφέας του, μας ζητάει τώρα να βρούμε τις διαφορές στις δύο εικόνες.
Στην πρώτη, αυτό που πρώτιστα απασχόλησε τον οικονομολόγο είναι το γάλα, το προϊόν. Αυτό θα πωληθεί και αυτός είναι ο στόχος του όλου εγχειρήματος, ακριβώς όπως λέει και το παιδικό τραγουδάκι. Όλα στρέφονται γύρω από αυτό, πώς θα παράγουμε περισσότερο με λιγότερο χρήμα. Η αξία επομένως βρίσκεται στην παραγωγή, στο προϊόν κι αυτό είναι το κύριο νόημα. Αυτό θα πάει στην αγορά. Το χωράφι; Το χορτάρι; Αυτά είναι εξωτερικά κόστη, αν το χωράφι πάψει να παράγει υπάρχουν λύσεις. Είτε θα μετατοπισθεί η παραγωγή στο διπλανό (υπολογίζουμε πως τα κέρδη θα είναι τόσα ώστε να το αγοράσουμε ή να το νοικιάσουμε) είτε η τεχνολογία, με κάποιο κόστος βέβαια, θα βρει τα κατάλληλα χημικά να το βελτιώσουμε. Πειράζει; Όχι. Στο κάτω κάτω, η βιομηχανία λιπασμάτων απασχολεί ανθρώπους κι αυτή και αγοράζοντας τα προϊόντα της αυξάνουμε το ΑΕΠ. Δυσάρεστο ίσως αλλά αναγκαίο.
Στη δεύτερη περίπτωση, αυτό που απασχόλησε είναι το χώμα και το χορτάρι που συνδέονται με το νερό και τα απορρίμματα. Μπορεί τα εξωτερικά κόστη (υποβάθμιση του χώματος) στην αρχή να μην τα πληρώνουμε, να μην τα λογαριάζει η αγορά στον υπολογισμό της τιμής διότι δεν μεταφράζονται σε χρήμα, όμως θα έρθει η στιγμή που ούτε το διπλανό χωράφι θα είναι σε καλή κατάσταση και τότε ίσως καταρρεύσει όλη μας η προσπάθεια. Η αξία επομένως είναι στο χωράφι και την κυκλική παραγωγή: το τελικό προϊόν είναι το απόβλητο και εκεί είναι το κλειδί της βιωσιμότητας, το απόβλητο πρέπει να ξαναμπεί στον οικονομικό κύκλο, τίποτε να μην μένει έξω από αυτόν. Το γάλα, επομένως είναι το τελευταίο που μας απασχολεί διότι όσο όλα τα υπόλοιπα είναι σε καλή κατάσταση, αυτό θα εξακολουθούμε να μπορούμε να το παράγουμε.
Οι διαφορές αυτές έχουν εκφραστεί και με άλλον τρόπο: η οικονομία του Cow Boy και η οικονομία του αστροναύτη. Ο μεν πρώτος ζει σε έναν κόσμο που θεωρεί απέραντο, απεριόριστο. Παράγει, πλουτίζει, εξαντλεί τους πόρους αλλά δεν τον νοιάζει: απλώς μετακινείται λίγο παραπέρα, χώρος υπάρχει. Ο δεύτερος ζει σε έναν κόσμο που είναι περιορισμένος, μια κάψουλα. Δεν έχει την δυνατότητα να επιλέξει την μετακίνηση και ως συνέπεια είναι υποχρεωμένος να υπολογίσει τα πάντα, όλους τους παράγοντες που θα εξασφαλίσουν πώς μπορεί να παράγει στο διηνεκές, στον ίδιο χώρο. Άρα πρέπει να τον διατηρήσει στο ακέραιο, εκμεταλλευόμενος ότι μπορεί να ανανεωθεί χάρις στην ενέργεια του ηλίου, η μόνη που παρέχεται απεριόριστα στον κόσμο του.
Κι οι δύο χρειάζονται βέβαια την τεχνολογία, ο μεν πρώτος όμως για να παράγει περισσότερο, ταχύτερα και αποδοτικότερα, ο δεύτερος για να διατηρεί την οικονομία του σε αέναο σταθερό κύκλο.
Φαντάζομαι πως όλοι καταλαβαίνουμε πως ο σημερινός κόσμος δεν είναι όμοιος με εκείνον των πρώτων αποίκων της νέας ηπείρου: είναι πυκνοκατοικημένος, οι ατέλειωτες εκτάσεις δεν είναι πια τόσο ατέλειωτες, είναι ένας κόσμος πλέον γεμάτος από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η οικονομία μας επομένως απαιτείται να μοιάζει περισσότερο με εκείνη του αστροναύτη παρά του Cow Boy. Από ευθύγραμμη η οικονομία μας πρέπει να νοηθεί πλέον ως κύκλος. Το τελικό προϊόν της παραγωγής, αν το δούμε απέξω σαν ουδέτεροι εξωγήινοι παρατηρητές (όχι καταναλωτές), είναι το απόβλητο με οποιαδήποτε μορφή. Ό,τι έχουμε γύρω μας, στο δωμάτιό μας, ο υπολογιστής που χρησιμοποιούμε για να διαβάσουμε αυτό το άρθρο, μια μέρα θα φθαρεί και θα τον πετάξουμε στα σκουπίδια μαζί με τις καρέκλες μας, τη βιβλιοθήκη μας και όλα όσα κάθε μέρα παλαιώνουν. Κι εμείς να μην το κάνουμε, θα το κάνουν τα παιδιά μας για να μην πληρώνουν αποθήκες για άχρηστα πράγματα. Αν επομένως, όλα αυτά τα υλικά δεν ξαναμπαίνουν στην οικονομία, ως χρήσιμοι πόροι για την παραγωγή νέων αγαθών, το τι θα συμβεί είναι ευνόητο. Δείτε τη ζωή σας σαν σε ταινία με μεγάλη ταχύτητα: πόσα και πόσα δεν έχετε πετάξει στους κάδους. Φαντάζομαι διαβάσατε τι γίνεται στη χωματερή των Λιοσίων.
Πολλές φορές οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί αποδίδονται από πολλούς στην παρεμβατικότητα ενός «κακού» κράτους που βάζει εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. «Γιατί να μην κάνουμε ξενοδοχεία στους αμμόλοφους;» σκέπτονται πολλοί, ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά. Όμως, ένα κράτος που πράγματι υπερασπίζεται τα κοινά αγαθά οφείλει να βάζει τους κατάλληλους περιορισμούς ώστε να προστατεύσει την ίδια την οικονομία από κατάρρευση. Η κατάρρευση θα έρθει όταν θα συνειδητοποιήσουμε πως οι περιορισμοί πάντα υπήρχαν, ήταν εκεί, αλλά εμείς δεν τους βλέπαμε. Το κράτος που μας έδωσε την ελευθερία να κάνουμε ό,τι θέλουμε τελικά δεν μας προειδοποίησε για τους κινδύνους, δεν μας είπε πως στην ουσία δεν είναι αυτό που μας περιορίζει από μίσος για την επιχειρηματικότητα, αλλά οι νόμοι της φυσικής και της βιολογίας.
Οι αμμόλοφοι για παράδειγμα: Πρόσφατα βρέθηκα στην Βρετάνη της Γαλλίας. Ανάμεσα σε όλα τα παράκτια χωριά και λιμανάκια είδα μικρές προστατευόμενες περιοχές, όπου απαγορεύεται η δόμηση και βέβαια τα αυτοκίνητα. Μια πινακίδα εξηγούσε τι είχε συμβεί: όταν επιτρέπονταν οι αμμοληψίες και τα αυτοκίνητα στους λόφους, κάποια στιγμή η συνέχεια της λοφοσειράς έσπασε. Σύντομα το νερό της θάλασσας εισχώρησε στα χωράφια καθιστώντας τα άγονα. Πέρα λοιπόν από την ομορφιά του τοπίου, που απολαμβάνεις και χαλαρώνεις, νιώθοντας ελεύθερος, οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί προστάτεψαν την παραγωγή και βέβαια την οικονομία. Αν το κράτος δεν τους είχε θέσει, θα είχε άραγε συμβάλλει στην «ελευθερία» της επιχειρηματικότητας ή θα είχε δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση; Επιπλέον, απαγορεύοντας τη δόμηση σε πολύ μεγάλο μέρος των ακτών και διατηρώντας την αισθητική των οικισμών, προστάτεψε την περιοχή από φούσκα ακινήτων. Τα ακίνητα διατήρησαν την αξία τους. Στην Ελλάδα σήμερα, φορολογούμε τα ακίνητα που δεν έχουν πια εμπορική αξία, ενώ το κράτος μας μάς είχε δώσει το ελεύθερο να χτίζουμε οτιδήποτε οπουδήποτε νομίζοντας πως επενδύουμε. Εθελοτυφλούσαμε. Φταίει τόσο αυτό που δεν μας προστάτεψε, όσο κι εμείς που δεν καταλαβαίναμε.
Όσο για τη χωματερή μας, που κλείνει σε ένα χρόνο: Μας φταίνε τώρα οι Ρομά που μπαίνουν εκεί και ανακυκλώνουν αυτά που εμείς παραλείπουμε να αξιοποιήσουμε και τους διώχνουμε με μέτρα καταστολής και ΜΑΤ για να προστατέψουμε το στρεβλό μας σύστημα.
Λυπάμαι, αγαπητοί αναγνώστες. Σε αυτή τη χώρα δεν μπορείτε να χαλαρώσετε βλέποντας τις αγελάδες στα λιβάδια και τα χελιδόνια. Πρέπει να την αλλάξουμε.