Πρέπει να το πάρω απόφαση πως με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θα βάζω στοιχήματα και δεν θα δηλώνω βεβαιότητα για τίποτα, ακόμα κι αν μέσα μου την πιστεύω. Κάπως έτσι έχασα ένα στοίχημα για το δημοψήφισμα. Δεν φανταζόμουν ότι η ιδέα του δημοψηφίσματος για πολιτική απόφαση θα επιβίωνε στην Ελλάδα μετά το 2011. Διαψεύστηκα.
Στη συνέχεια, όσο ο Αλέξης Τσίπρας πήγαινε πολιτικά τη διαπραγμάτευση, ήμουν πάλι βέβαιη ότι η ιδέα του δημοψηφίσματος ήταν ένα διαπραγματευτικό εργαλείο που θα αχρηστευτεί άμεσα. Ξαναδιαψεύστηκα. Προχθές λέω: “εντάξει, πάει, μας τέλειωσε και το δημοψήφισμα”, μετά το Eurogroup και τις δηλώσεις στο περιθώριό του, όπου ο Σόιμπλε διέλυσε την ιδέα ότι το δημοψήφισμα είναι “υπερόπλο” απέναντι στους εταίρους, λέγοντάς μας στο πολύ χαλαρό ότι ίσως είναι και καλή ιδέα να κάνουμε ένα.
Ξαναδιαψεύστηκα χθες και σήμερα, μιας και, ενώ τα στελέχη που είναι πιο κοντά στο Μαξίμου “παγώνουν” την ιδέα, κάποιοι άλλοι φροντίζουν να τη συντηρούν είτε με ευθείες αναφορές είτε διά της πλαγίας οδού, με ερμηνευτικές περί λαϊκής εντολής.
Η ιδέα είναι εξωφρενική για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχάς, τα προφανή: όποια και να είναι η διατύπωση, η ουσία του ερωτήματος θα αφορά στο νόμισμα και την Ευρώπη και εκεί θα επικεντρωθεί ο διάλογος. Αυτή η συζήτηση είναι και λάθος και, βασικά, είναι και ντεπασέ.
Παρά τις παλινωδίες, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν επιθυμεί να απαγκιστρωθεί από την Ευρώπη και το κοινό νόμισμα, διότι αντιλαμβάνεται ότι η συμμετοχή σ’ αυτό συμφέρει. Επιπλέον, ένα δημοψήφισμα και μια τέτοια δημόσια συζήτηση θα χτύπαγε καμπανάκι στις αγορές και το πιθανότερο είναι ότι θα γινόταν υπό συνθήκες οικονομικής πίεσης, οι οποίες θα έκαναν ακόμα πιο τοξικό το πολιτικό κλίμα.
Πιο σημαντικό ίσως από όλ’ αυτά είναι πως, ακόμα και ως διαπραγματευτικό εργαλείο, η ιδέα του δημοψηφίσματος δεν βγάζει απολύτως κανένα νόημα. Για να το πούμε απλά, ακυρώνει την επιδίωξη και τη γραμμή της κυβέρνησης, από την προεκλογική περίοδο ως τώρα, αυτή που λέει ότι πρέπει η διαπραγμάτευση να είναι πολιτική και σε υψηλό επίπεδο.
Όταν την πολιτική απόφαση που θα ληφθεί από μια κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα θες να την εξαρτήσεις από μια αμεσοδημοκρατικού τύπου διαδικασία λαϊκής έγκρισης, ουσιαστικά λες στον ομοτράπεζό σου πως ό,τι συμφωνήσετε έχει αβέβαιη δεσμευτικότητα, ξεχνώντας ότι η λαϊκή εντολή κι η πολιτική νομιμοποίηση δεν είναι ελληνικές αποκλειστικότητες, πως οι εταίροι μας απαντούν στους λαούς τους, ενώ ο άλλος δανειστής, το ΔΝΤ, είναι ένας οργανισμός με κανόνες και διαδικασίες, τις οποίες έχουμε αποδεχτεί όντας όχι μόνο δανειζόμενοι από αυτόν, αλλά και τακτικό μέλος του.
Πάντως, αν δεχτούμε πως όλα αυτά έχουν στην πραγματικότητα μια εσωτερική απεύθυνση, τότε μπορεί η ιδέα της προσφυγής στο λαό να χρησιμοποιείται διπλά. Από την προεδρική πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, προς τυχόν διαφωνούντες ως υπενθύμιση πως η λαϊκή πλειοψηφία δεν επιθυμεί μια Οικονομία Βολιβίας μέσα στην ΕΕ και, από την πλευρά των διαφωνούντων, ως υπενθύμιση του προγράμματος με το οποίο εξελέγησαν.
Σε κάθε περίπτωση, κι αφού ακόμα τολμάω να βάζω στοιχήματα, το πρόβλημα δεν θα είναι το να περάσει η συμφωνία από τη Βουλή όπου το διακύβευμα θα είναι η δεδηλωμένη, αλλά η εφαρμογή της. Γι’ αυτόν το λόγο μάλιστα – για να κλείσουμε με ένα άλλο δημοφιλές σενάριο – είναι μεγάλη πολιτική ανοησία η άποψη ότι, αν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αρνηθούν να την ψηφίσουν, τις ψήφους αυτές θα μπορούν να αναπληρώσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Διαβάστε ακόμα: Η κατασκευή εχθρών απ’ την κυβέρνηση καλά κρατεί.