Αν το δράμα έχει μια ενδομορφική «ταυτότητα», απόλυτα εσωτερική και ιδιωτική, η χαρά διαθέτει μια φυγόκεντρη δύναμη που θέλει να περιβάλλει τους πάντες στις αγκάλες της. Μπορεί αμφότερες να είναι οι όψεις του ίδιους ανθρώπινου νομίσματος, εντούτοις δεν προσελκύουν τα ίδια «κοινά» και σίγουρα όχι παρόμοιες αντιδράσεις.
Το πένθος είναι μια ολότελα προσωπική στιγμή. Ποιος θέλει να τον βλέπουν να κλαίει ή να γογγύζει δημοσίως; Ακόμη και στις αναγκαστικές παραστάσεις δράματος (π.χ. σε μια κηδεία) ο φέρων τον αλύγιστο πόνο γνωρίζει πολύ καλά πως τέτοιου είδους εξάρσεις του συναισθήματος υπαγορεύουν την ιδιώτευση, μια κλειστή στροφή προς τα μέσα. Αναζητείς τον χαμένο στα έγκατα του εαυτού σου κι όχι στους άλλους.
Τι συμβαίνει, όμως, με τη χημική σύνθεση της χαράς; Γιατί να θέλουμε να την διατυμπανίσουμε με υλακές γέλιου, απροσμέτρητες πράξεις θαυμασμού και λογής εντυπωσιοθηρικές ενέργειες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα τις επέτρεπε η ντροπαλοσύνη μας να τις εκδηλώσουμε;
Αν η χαρά εκπηγάζει, δε, από έρωτα, τότε το οχυρό της λογικής έχει εκπέσει προ πολλού. Ο έρως δεν είναι μόνο τυφλός, αλλά και ανίκανος να περιχαρακωθεί μέσα σε ένα στενό κοστούμι λογικής. Κάνεις πρωτόφαντα πράγματα, είσαι αποφασισμένος να βγεις στο δρόμο και να διαλαλείς τη χαρά σου. Τα στενά όρια του σώματός σου μοιάζουν με φυλακή. Επιθυμείς όλος ο κόσμος να μάθει πως πάνω σ’ αυτή τη γη που δεν σταματάει να γυρίζει, για εσένα, τον ερωτευμένο, ο χρόνος, το σύμπαν και η πλάση έχουν σταματήσει.
Θα το έλεγες και ηδονοβλεψία της ευτυχίας. Μας αρέσει να μας βλέπουν στα καλύτερά μας. Τότε που η φτενή αρματωσιά της ανθρωπινότητάς μας παύει να υπακούει στο νόμο της φθοράς των υλικών. Ο ερωτευμένος είναι τόσο άτρωτος (νομίζει) όσο και τρωτός (κυρίως). Βάλλεται από παντού, αλλά όταν σε έχει χτυπήσει το βέλος του ερωτιδέα σου, ποιο τραύμα να σε πονέσει;
Από την άλλη, κι εμείς όλοι, όταν βλέπουμε στο δρόμο ένα ερωτευμένο ζευγάρι σαν κάπως να χάνουμε την ισορροπία μας. Σαν να στροβιλίζεται ξαφνικά στο μυαλό μας η σκέψη πως υπάρχει και κάτι άλλο στη ζωή από τη βαρετή τύρβη της καθημερινότητας. Μόνο που αυτή η εκούσια ή ακούσια ηδονοβλεψία δεν προκαλεί απαραίτητα θετικά σχόλια. Γιατί αυτοί κι όχι εγώ; Ποια είναι η θέση μου στο πανηγύρι των ερωτευμένων;
Ελάτε, ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας: στο δράμα όλοι συμπάσχουμε, στη χαρά αποτραβιόμαστε και μελετάμε το «αντικείμενο» με επικριτική ματιά. Πώς τολμάς να είσαι χαρούμενος; Ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα;
Κανείς δεν θα έδινε σημασία στον καρσιλαμά-ζεϊμπέκικο του Βασίλη Μπισμπίκη αν τριγύρω του ήταν φίλοι του που θα τον έραιναν με λουλούδια στην πίστα. Το πολύ να πιθανολογούσες πως η αλκοολική ευφορία τού έλυσε τα γόνατα με αποτέλεσμα να χορεύει σαν μαριονέτα με λασκαρισμένα σχοινιά.
Έγινε τόση συζήτηση διότι αυτός ο χορός και οι πόζες επί σκηνής απευθύνονταν στον έρωτα της ζωής του, την Δέσποινα Δανδή. Όσοι εξανέστησαν με τη δημόσια εκδήλωση του πηγαίου θαυμασμού του προς τη σύντροφό του, δεν αντιλαμβάνονται πως εκείνη τη στιγμή -ενδέχεται- αυτή οι δύο να νόμιζαν πως βρίσκονταν στο σαλόνι του σπιτιού τους. Ο έρωτας είναι τρελό ναρκωτικό, μπορεί να σε τηλεμεταφέρει παντού και πουθενά.
Εχεις, πάντως, την εντύπωση πως αυτοί οι δοκησίσοφοι της δημόσιας ηθικής θα έσταζαν το φαρμάκι τους ακόμη κι αν έβλεπαν δύο νεαρά παιδιά να ερωτοτροπούν εν μέση οδώ (αυτά τα νιάτα δεν σέβονται τίποτα) ή ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να βιώνει τον έρωτά του μπροστά σε όλους (μα πώς τολμούν την ηλικία τους;).
Αυτό το περιβόητο «πρέπει» του κόσμου έχει κάψει κόσμο και κοσμάκη. Είναι μια λευκή επιταγή που παραδίδουμε σχεδόν όλοι αμαχητί αναμένοντας πως κάποια στιγμή θα κληθούμε να πληρώσουμε το λογαριασμό για τις τυχόν παραβάσεις μας. Οχι, δεν μας θαυμάζουν, μας κοιτούν.
Πόσες φορές έχει συγκρουστεί το θέλω της καρδιάς με το δέον της κοινωνικής εικόνας μας; Πόσες φορές δεν καταπνίγηκε η επανάσταση των αισθημάτων μπρος στη σιδηρά εξουσία της κοινωνίας που συνήθως κρίνει με τη σφοδρότητα εισαγγελέα;
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όσο κι αν είναι απείρως δύσκολο να αποφανθείς υπέρ ενός μεγάλου «ναι», οφείλεις να πράττεις αυτό που ο εαυτός σου προστάζει κι όχι εκείνο που η κοινωνία περιμένει από εσένα. Ο έρωτας πρέπει να εξυμνείται, να δηλώνεται, να εκφέρεται και να εκδηλώνεται με κάθε τρόπο.
Με κάθε; Ακόμη κι αν η εικόνα που φτιάχνει έχει κάτι το κακόγουστο όπως στην περίπτωση των Μπισμπίκη-Βανδή; Ίσως ναι, ακόμη και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε με δημόσια πρόσωπα που γνωρίζουν εξαρχής πως βρίσκονται κάτω από το μικροσκόπιο και οποιαδήποτε κίνησή τους θα συζητηθεί ποικιλοτρόπως.
Υπάρχουν άνθρωποι του δημόσιου βίου που ποτέ δεν στηρίχθηκαν στις ερωτικές τους περιπέτειες, ποτέ δεν μάθαμε με ποιον έβγαιναν και τι έκαναν όταν έβγαιναν. Υπάρχουν κι άλλοι που ποντάρουν σ’ αυτή την παράμετρο, επενδύουν πάνω της, αφήνονται στη σαγήνη ακόμη και της δημόσιας χλεύης. Είναι κι αυτό μια μορφή μιθριδατισμού που όλο και αποφέρει κάποιο κέρδος.
Γενικώς, πολύ κακό για το τίποτα. Ειδικά αν σκεφτείς πως στις μέρες μας ο έρωτας τείνει να χάσει πολλές από τις κρουστικές δυνάμεις που διέθετε παλαιότερα. Ακόμη και σ’ αυτόν έχει πέσει διατίμηση με αποτέλεσμα να μην τον σώζει (πάντα) ούτε ένα… lover pass.
Διαβάστε ακόμα: Ντίνος Χριστιανόπουλος. «Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια».