Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: κατά πόσο ένας ταλαντούχος παίκτης μπορεί να γίνει αμέσως μετά -ή έστω κάπως αργότερα- προπονητής, καθηγητής, κόουτς πια άλλων. (Φωτογραφία: paobc.gr / V. Stolis)

Έλα ντε!… Δύσκολο, πολύ δύσκολο κανείς να πει, ακόμα -πιστεύω εγώ- κι αν ήταν μέσα στο μυαλό του μεγάλου, του πολύ μεγάλου αυτού παίκτη σήμερα. Σήμερα, που η καριέρα του η εξαίσια ολοκληρώθηκε πια, που οι γιορτές του αποχαιρετισμού γίνανε, που τα φώτα τα πολλά, τα πάρα πολλά προς ώρας χαμήλωσαν, σβήσανε. Κι αυτό δεν είναι ένα ερώτημα ενδιαφέρον για τη συνέχεια της ζωής του Διαμαντίδη μόνο, αλλά και για όλους τους fuoriclasse πρωταθλητές στον αθλητισμό, στα σπορ παντού, αλλά και για όλους τους αντίστοιχούς τους κορυφαίους της Τέχνης, των Τεχνών. Όπου το σώμα και τα νιάτα μετράνε ιδιαίτερα, για τους αρχι–τραγουδιστές π.χ. της όπερας, και για τους διάσημους και μη χορευτές.

Το ερώτημα πιο ειδικά, λοιπόν, είναι: κατά πόσο ένας ταλαντούχος πρώτος και καλύτερος στο παρκέ, στο τερέν, στους στίβους, στην πισίνα, στη σκηνή και στο προσκήνιο έως κάποια στιγμή παγκόσμιας κλάσης κι ο ίδιος σ’ αυτό συνηθισμένος, μπορεί να γίνει αμέσως μετά -ή έστω κάπως αργότερα- προπονητής, καθηγητής, κόουτς πια άλλων. Από ποιητής να μεταμορφωθεί δηλαδή σε δάσκαλο.

Ξέρετε πόσο τεράστια είναι η απόσταση ανάμεσα στην ποίηση και στη διδασκαλία; Μα το πρόδωσα, τεράστια!

Ας πούμε πως ξεπερνάει με του χαρακτήρα του την έως τώρα διάσημη επίσης ισορροπία τον ναρκισσισμό και των προβολέων που είπαμε το χαμήλωμα, ακόμα και την ολοκληρωτική καμιά φορά απόσυρση. Ας πούμε πως δεν έχει κι ανάγκη κι άλλα λεφτά. Τότε; Τότε άλλη δουλειά, τελείως άλλη καλείται κανείς να κάνει, με την πείρα του βέβαια και τις …εν πολέμω κτηθείσες γνώσεις του, με την άπιαστη επίδοσή του στον πρωταθλητισμό. Ξέρετε πόσο τεράστια είναι η απόσταση ανάμεσα στην ποίηση και στη διδασκαλία; Μα το πρόδωσα, τεράστια! Η νύχτα με τη μέρα, η μέρα με τη νύχτα, αν προτιμάτε.

Πώς να πει σ’ οποιονδήποτε τα πιο απλά ένα παιδί–θαύμα, που όλα του έρχονταν φυσικά και χωρίς συχνά καμιά συμβουλή μες στο παιχνίδι, στην τέχνη του πάνω; Πώς να τα βάλει όλ’ αυτά πια σε υπομονή και λόγια; Κι έπειτα, αν είναι, όπως μοιάζει να ’ναι ο Διαμαντίδης, μακριά από την οποιαδήποτε σκοτεινή πλευρά του κόσμου του, όταν οι αρρωστημένες εδώ γύρω τόσο συχνά νοοτροπίες και συμπεριφορές τον αρρώσταιναν και τον αρρωσταίνουν, πώς να συνδιαλλαγεί με τους διάχυτες των ομάδων, αντίστοιχες των πολιτικών, διαπλοκές; Πώς να βάλει το ησυχασμένο πια και εστεμμένο του κεφάλι με τη θέλησή του μάλιστα σε ακόμα πιο επικίνδυνο ντορβά, σε άλλου, τελείως άλλου είδους νέα καριέρα, πάθος και πάθη;

Μου έλεγε μια φορά κι έναν καιρό ο επίσης άριστος σε όλα Μίμης Παπαϊωάννου της ΑΕΚ και του ποδοσφαίρου, πώς σταμάτησε μαχαίρι, με τη μία κάποτε την προπονητική: «Είχα έναν παίκτη αριστεροπόδαρο στην ομάδα που ήμουν προπονητής. Και του ήρθε σ’ ένα παιχνίδι η μπάλα ψηλοκρεμαστή πάνω στην αριστερή γραμμή, κι αυτός για να την κοντρολάρει έβαλε το δεξί(!) πόδι, που δεν είχε… Τι να του έλεγα από ’δω και πέρα εγώ πια;».

Οπότε; Οπότε απάντηση προς ώρας και για τον Διαμαντίδη δεν υπάρχει, εγώ τουλάχιστο δυσκολεύομαι να τη δω στον ορίζοντα. Ο Θεός (του …Παναθηναϊκού, και όχι μόνο) κι η ψυχή του! Θα δούμε, θα δείξει. Αλλά δεν είναι καθόλου στο χέρι μας να πούμε, ούτε καν να του το ζητήσουμε.

Κι ας θέλουμε όσο τίποτα να τον βλέπουμε πάντα στο γήπεδο, στις οθόνες των τηλεοράσεών μας, έστω και ως φιγούρα μόνο τόσο πια οικεία και προσφιλή, τόσο, μα τόσο των υπόλοιπων τα τελευταία αυτά χρόνια ανώτερη, σχεδόν ιδανική.

 

Διαβάστε ακόμα: Τσάμπιονς Λιγκ – Η χρονιά των «φτωχών συγγενών»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top