Τα έργα του Αλέκου Φασιανού αποπνέουν τη βαθιά ελληνικότητα που βρίσκει τη ρίζα της στη λιτότητα και την καθαρότητα.

Η κεχαριτωμένη ελληνικότητα, ένα άγιο δισκοπότηρο που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, ολίγον γρατσουνισμένο, σε κάπως πιο θαμπό σκεύος και με το περιεχόμενό του άλλοτε θολό κι άλλοτε μισογεμάτο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα έσω ήθος. Ένας τρόπος να βλέπει κανείς την πατρίδα του με ανοιχτά και καθαρά μάτια. Να την βλέπει ακόμη και πέραν των ορίων της.

Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, δεν υπάρχει μια Ελλάδα και σίγουρα όχι μια ταυτοτική περιγραφή γι’ αυτό που την ορίζει. Μεταξύ των απόδημων, των παρεπίδημων ή ακόμη και των αρνησιπάτριδων, η μητέρα πατρίδα άλλοτε είναι τροφός, μέγαιρα, δυνάστης ή σύντροφος. Κι όμως, δεν γίνεται να μην υπάρχει μια οδός για να συναντήσει κανείς την κρυφή, αναλλοίωτη ψίχα της ελληνικότητας. Αυτού του εσώτατου πράγματος που μας συνέχει όλους. Ακόμη κι αυτούς που δεν το αντιλαμβάνονται ή το διαστρεβλώνουν.

«Ελληνικότητα δεν είναι να πηγαίνεις και να αντιγράφεις το παρελθόν σου. Ελληνικότητα είναι να μαθαίνεις από όλα αυτά», έλεγε ο Αλέκος Φασιανός.

Είτε μας αρέσει είτε όχι είμαστε οι νομείς αυτού του παρελθόντος που όρισε νοοτροπίες, αισθητικές προσεγγίσεις, πληθυσμιακά στρώματα, καθημερινές επιλογές, θαύματα, αλλά και παθογένειες. Ποιος άλλος μπορεί να δαπανήσει τόση ελληνικότητα αν όχι ο μέσος Έλληνας; Το ζήτημα, εντούτοις, είναι αν, όντως, το κάνει ή περιορίζεται σε δάνεια από το παρελθόν του ή φληναφεί υπέρ της ελληνικότητας, ενώ κατέχει μια θολή εικόνα για την ουσία της.

Με τα λόγια του εκλιπόντος Αλέκου Φασιανού, του οποίου τα έργα και οι ημέρες διαπνέονταν έντονα από την αναζήτηση και αναψηλάφηση της ελληνικότητας: «Ελληνικότητα δεν είναι να πηγαίνεις και να αντιγράφεις το παρελθόν σου. Ελληνικότητα είναι να μαθαίνεις από όλα αυτά, να τα κουβαλάς μέσα σου και να τα ξέρεις, αλλά, όπως ο Οδυσσέας, να κάνεις αυτό που αυτός εδώ ο τόπος σού ζητά. Να παίρνεις το ελληνικό και να το κάνεις παγκόσμιο. Εγώ τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Και το είδα να γίνεται. Η αρχή της Οδύσσειας είναι η ελληνικότητα. Και γι΄ αυτό δεν κινδυνεύει από όλες τις αλλαγές. Αν κινδυνεύει η ελληνικότητα, κινδυνεύει μόνο από εμάς τους ίδιους».

Η ένδεια του τόπου οδήγησε στην «αγία» λιτότητα που δεν χρησιμοποιήθηκε ως υπέρλαμπρο ντύμα, αλλά ως μια αναγκαιότητα που δημιούργησε φιλοσοφία και στάση ζωής.

Η σύγχρονη πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ένα κακό σχολείο. Ποιος είναι, άραγε, ο σημερινός Οδυσσέας; Πόσο τοπικός έχει καταντήσει, τη στιγμή που καμώνεται τον διεθνή; Τι σχέση μπορεί να έχει μια χύδην μορφή ελληνικής ταυτότητας με εκείνη που δημιούργησε ο Θεόφιλος, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης, ο Κουν, ο Φασιανός και κάμποσοι άλλοι δημιουργοί;

Πάλι με τα λόγια του τελευταίου: «Σήμερα, την ελληνικότητα τη βλέπω ακόμα και στα αυθαίρετα. Στα σπίτια που χτίζονταν μέσα σε ένα βράδυ όπως όπως, με ό,τι ταπεινά υλικά υπήρχαν διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, δεν τη βλέπω καθόλου σε τερατώδη κτίρια στη Μύκονο ή σε άλλα νησιά, που μπορεί να κρατούν το λευκό χρώμα ή την πέτρα, αλλά που οι διαστάσεις, οι αναλογίες και οι όγκοι τους δεν έχουν καμιά σχέση με την αληθινή αρχιτεκτονική εκείνης της γης και την προσβάλλουν. Το Αιγαίο, που τώρα όλοι μιλούν γι΄ αυτό, δεν το ξέραμε, ο Ελύτης μάς το ΄μαθε, αλλά δεν το καταλάβαμε».

Είναι θέμα μεγέθους η ελληνικότητα; Ναι, σαφώς. Η ένδεια του τόπου οδήγησε στην «αγία» λιτότητα που δεν χρησιμοποιήθηκε ως υπέρλαμπρο ντύμα, αλλά ως μια αναγκαιότητα που δημιούργησε φιλοσοφία και στάση ζωής. Το να διατηρείς, λοιπόν, το λευκό χρώμα στην πέτρα, αλλά στο εσωτερικό να στήνεις μια κομψευόμενη ευημερία που απευθύνεται σε ολίγους, αυτό, σίγουρα, δεν το λες θαυμαστό δείγμα ελληνικότητας.

Το μέτρο είναι ο οδηγός και στις μέρες μας έχει χαθεί αρκετές φορές. Μεταξύ άκρατου μιμητισμού, ακραιφνούς αρχοντοχωριατισμού, αδιέξοδου μηδενισμού, αλλά και επικίνδυνης αδιαφορίας, βαφτίζεται ελληνικότητα το φολκλόρ, ο «μυγιάγγιχτος εθνικισμός» που έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης και η αμυντική θωράκιση -σχεδόν αυτιστική- μην και χάσουμε το χρυσόμαλλο δέρας.

Το πρόβλημα δεν είναι αν πίνει κανείς γαλλικό κρασί ή φοράει λονδρέζικα υφάσματα, ούτε αν καταναλώνει ξένες σειρές, βιβλία και κινηματογράφο.

Αν κινδυνεύει η ελληνικότητα είναι από τους Έλληνες και όχι από εξωτερικές παρεμβολές. Να γιατί ο Αλέκος Φασιανός έλεγε: «Ξαφνικά, ανάμεσα στους γερμανοσπουδαγμένους ”λόγιους” έλληνες ζωγράφους, από το πουθενά, ξεπετάχτηκε ένας Θεόφιλος, ένας ξυπόλυτος με μια λερή φουστανέλα, που εξέφρασε την αληθινή ελληνικότητα όσο κανένας άλλος».

Διότι στην περίπτωσή του η φουστανέλα δεν λειτούργησε ως επίπλαστη μορφή ελληνοκεντρισμού που δεν δέχεται να φορέσει φράκο από ατσάλινο πείσμα, αλλά ως στάση ζωής, ως τρόπος θέασης της πραγματικότητας που δεν θα αναπαράγει άλλες παρόμοιες φουστανέλες, αλλά θα αναζητεί την ένωση μ’ αυτό που είμαστε και με το άλλο που μας περιβάλλει.

Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι αν πίνει κανείς γαλλικό κρασί ή φοράει λονδρέζικα υφάσματα, ούτε αν καταναλώνει ξένες σειρές, βιβλία και κινηματογράφο. Είμαστε μέρος μιας μεγάλης κουλτούρας που διαχέεται. Το πρόβλημα είναι να πιστεύεις πως οτιδήποτε ελληνικό είναι ήσσονος σημασίας και την ίδια στιγμή να ξιφουλκείς, βουτηγμένος ως το λαιμό στην έωλη ελληνική καθαρότητα, εναντίον εκείνων που αναζητούν μια άλλη Ελλάδα.

Παράδοξο; Απλώς ελληνικό.

 

Διαβάστε ακόμα, Γιώργος Σεφέρης: «Ο Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούργιο μάτι».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top