2. «Μπορεί να κουράζεσαι πολύ περισσότερο, αλλά για μένα η πεταλούδα είναι το απόλυτο στυλ»

«Μπορεί να κουράζεσαι πολύ περισσότερο, αλλά για μένα η πεταλούδα είναι το απόλυτο στυλ».

Ένωσε την παλιά εποχή των μεγάλων Ελλήνων κολυμβητών με τη νεότερη. Τις εποχές της ανυδρίας στις πισίνες μας, η Έλλη Ρουσσάκη με τον Χαράλαμπο Παπανικολάου, διάδοχοι της –επίσης μοναδικής– Σοφίας Δάρρα, κράτησαν ψηλά στον ιστό τη σημαία του πιο κοντά στο νερό ίσως λαού του κόσμου. Μας θύμιζαν πως, με τόσο παρελθόν, δεν μπορεί να μην υπάρχει παρόν και μέλλον στην κολύμβησή μας. Πως αυτό το λίγο που μας έλειπε πάντα, με σωστό προγραμματισμό και δουλειά θα ξανακερδιζόταν, θα μας ξανάφερνε στην επιφάνεια.

Η Έλλη Ρουσσάκη, των μεγάλων για την εποχή της διεθνών επιτυχιών και ρεκόρ, ποτέ δεν έφυγε από του γλυκού νερού τη… γλύκα, ποτέ δεν ξέχασε τις συγκινήσεις ενός ονείρου, που μοιράστηκε μαζί μας. Άλλωστε, τα ρεκόρ της κράτησαν –σαν κολώνια δυνατή– επί τόσα πολλά χρόνια:

1. «Ήσαν λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα οι επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού τότε, κι η κάθε μας νίκη έπιανε τόπο. Τη χαιρόντουσ

«Ήσαν λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα οι επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού τότε, κι η κάθε μας νίκη έπιανε τόπο. Τη χαιρόντουσαν πολύ, πάρα πολύ, οι άνθρωποι. Δεν είχε χαθεί ακόμα το μέτρο».

Τι νέα, λοιπόν… από το παρελθόν, Μις Μπάτερφλαϊ;
Τι νέα; Πολλά και διάφορα. Έχει περάσει κάποιος καιρός από τότε που σταμάτησα, ξέρετε. Από το ’91.

Σαν να ήταν χτες αυτό το ’91 που λέτε. Και οι Πανευρωπαϊκοί της Αθήνας, και οι Μεσογειακοί…
Ναι. Σαν να ήταν χτες. Πώς ν’ αποβάλει κάποιος απ’ τη ζωή του μια ολόκληρη ζωή; Γιατί, άμα ξεκινάς από τόσο μικρό παιδάκι…

Αισθάνεσαι πως κολυμπάς πάντα, και στον ύπνο σου ακόμα;
Περίπου. Μιλάμε για κομμάτι του εαυτού σου σοβαρό, και έντονο πολύ. Θά ’λεγα κι εγώ ψέματα όπως άλλοι, αν έλεγα πως δεν ξαναγυρίζω ποτέ στο παρελθόν, πως δεν τα θυμάμαι όλα ακριβώς, και με συγκίνηση.

Σαν όνειρο; Πώς είναι πια μέσα σας όλη εκείνη η μεγάλη καριέρα, η –για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής– μεγίστη;
Να σας πω. Πολύ συνειδητοποιημένη είμαι. Ούτε μεγαλοποιώ ούτε μηδενίζω τα πράγματα. Μάλιστα, αφού σταμάτησα μπορώ να πω, άρχισα ν’ απολαμβάνω όσα είχα πετύχει ως αθλήτρια.

Αυτό χρειάζεται εξήγηση.
Μα στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, από τα δεκαέξι ώς τα εικοσιδύο μου ας πούμε, που έκανα και τα πιο σημαντικά πράγματα, δεν άφηνα ποτέ τον εαυτό μου χαλαρό κι ελεύθερο, ν’ απολαύσει μια επιτυχία ή μία νίκη. Ποτέ. Έσκυβα αμέσως μετά το κεφάλι, για να ξαναείμαι συγκεντρωμένη για τον επόμενο στόχο που είχα μπροστά μου. Και πάντα ζούσα μ’ αυτήν τη δυσκολία, την αυτοσυγκράτηση.

Δεν μπορεί. Θα υπήρξαν και κάποιοι μήνες ξεκούρασης, χαλάρωσης.
Μήνες; Ποτέ! Το μέγιστο των διακοπών μου όλ’ αυτά τα χρόνια δεν ξεπερνούσε ποτέ τις δυο εβδομάδες, τις δεκαπέντε μέρες.

Μάλιστα. Ας τα πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή: Εγώ σας θυμάμαι πολύ… μωρό στο Ζάππειο, να σας έχει ρίξει στην άκρη μιας διαδρομής ο υπέροχος ο Μάκης ο Χαρίτος, ο παιδαγωγός τόσων γενιών Ολυμπιακών, κολυμβητών και υδατοσφαιριστών κάποτε.
Πρέπει να ήμουν γύρω στα πέντε τότε που λέτε. Ακολουθούσα την αδελφή μου τη Σοφία που είχε ξεκινήσει και που είναι τρία χρόνια μεγαλύτερη. Εγώ, ξέρετε, φοβόμουν τότε, δεν ήθελα να μπω στο νερό. Ερχόμουνα στην πισίνα με την τσάντα μου, αλλά να πέσω δεν ήθελα. Το καλό είναι πως δεν με πίεσαν εμένα οι δικοί μου για τίποτα, γι’ αυτό και κατάφερα ίσως μερικά πράγματα. Αντίθετα, την αδελφή μου, η οποία ήταν πολύ καλή, πολύ καλύτερη από μένα, και σε ηλικία έντεκα χρόνων είχε ρεκόρ Γυναικών στην πεταλούδα, είχανε τότε πέσει όλοι πάνω της και την πίεζαν αφόρητα.


Διαβάστε ακόμα: Στο Ζάππειο μια νύχτα


 

Το ξέρουμε το έργο, το ’χουμε δει χίλιες φορές!
Τότε δεν ξέραμε και τίποτα από ψυχολογία, πώς αντιμετωπίζεται ένας νεαρός αθλητής, πώς πρέπει να φερθεί κάποιος για να κερδίσει, όχι να χάσει, ένα ταλέντο.

Σήμερα, λέτε, ξέρουμε; Αμφιβάλλω…
Ξέρω κι εγώ; Πάντως τότε είχαμε μόνο τους γονείς, που ό,τι ξέρανε κάνανε οι άνθρωποι. Η ηρεμία που απαιτείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις πάντως δεν υπήρχε.

Και η Σοφία;
Η Σοφία κάποια στιγμή αντέδρασε, κι είπε: «Σταματάω!». Εγώ πάλι, απ’ τη γωνίτσα μου στο Ζάππειο που λέτε –το ανεπανάληπτο το Ζάππειο για όλους μας, με τη βαθιά την πλευρά προς το δρόμο για τις καταδύσεις–, το σκεφτόμουνα μόνη μου το πράγμα. Τώρα που τα ξαναθυμόμαστε, τι υπέροχα χρόνια! Κι εμένα μ’ έχουν σημαδέψει, κι εμένα ένα κομμάτι μεγάλο της ψυχής έχει μείνει για πάντα εκεί. Η δεκαετία του ’90 πέρασε κι είμαστε πια στη δεκαετία του 2010, αλλά εκείνα τα χρόνια είναι ακόμα μέσα μου φωτεινά, τέλεια.

Ήσαν κι οι εποχές πιο αθώες σε όλα, όχι μόνο στις πισίνες οι άνθρωποι. Και, και; Εσείς απ’ τη… γωνίτσα σας;
Σιγά, σιγά, σιγά, τα κατάφερα και… ξεκίνησα. Είχα κάποιες επιτυχίες, στο ελεύθερο, στο ύπτιο, σ’ όλα τα στυλ, και θέλανε να με βάλουνε κι εμένα να κολυμπήσω πεταλούδα. Τους έλεγε ο πατέρας μου «Όχι πεταλούδα ακόμα η μικρή». Γιατί το θεωρούσε –και είναι– δύσκολο στυλ.

«Μετά τα δεκατέσσερα ξεκίνησα να κολυμπάω συστηματικά διακοσάρι πεταλούδα, κι επικεντρώθηκα εκεί. Κι απεδείχθη πως αυτό ήταν το αγώνισμά μου».

Ποια διαδεχτήκατε στην πεταλούδα, τελικά; Την Αλεξία την Καπράλου;
Την Αλεξίου και την αδελφή μου μάλλον. Και πιο πριν ήτανε κι η Χατζοπούλου του Εθνικού Αθηνών. Κι άλλα κορίτσια.

Πάντως, η πεταλούδα είναι και πολύ ιδιαίτερη και πολύ κουραστική. Τά ’χε και τα δίκια του ο πατέρας σας…
Ε, όλη αυτή η ταυτόχρονη κίνηση των χεριών, των ποδιών, δεν είναι κι από τα πιο ξεκούραστα στυλ, ομολογώ. Δεν τους άφηνε, λοιπόν, ο πατέρας μου να με ρίξουν διακοσάρι πεταλούδα.

Πού να’ ξερε!
Τελοσπάντων, μετά τα δεκατέσσερα ξεκίνησα να κολυμπάω συστηματικά διακοσάρι πεταλούδα, κι επικεντρώθηκα εκεί. Κι απεδείχθη πως αυτό ήταν το αγώνισμά μου. Γιατί δεν ήμουνα ποτέ σπρίντερ, πάντα είχα πιο πολλή αντοχή από ταχύτητα. Και το διακοσάρι, που για τ’ άλλα στυλ ίσως να μοιάζει σχετικά μικρή απόσταση, εγώ το κολυμπούσα με ρυθμό, με οικονομία δυνάμεων.

Ο ορισμός του ρυθμού δεν είναι κι από τα εύκολα.
Το διακοσάρι για το ελεύθερο ή το ύπτιο είναι παρατεταμένη ταχύτητα, αλλά στην πεταλούδα, άμα ξεκινήσεις με ρυθμό φρενήρη, στο τέλος δεν βγαίνει.

«Σκας»;
Ναι. Σ’ εμένα τουλάχιστο, δεν έβγαινε. Δεν ξέρω για τους άλλους.

3. «Το βλέπω ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, πώς μ’ αντιμετωπίζετε. Αυτό δεν δείχνει κάτι_»

«Το βλέπω ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, πώς με αντιμετωπίζετε. Αυτό δεν δείχνει κάτι;»

Ε, καλά. Σήμερα μπορεί να βγαίνει κι «αλλιώς»… Τα ρεκόρ σας όμως κρατήσανε πάρα πολλά χρόνια.
Πέρυσι μόλις μου πήρανε το τελευταίο.

Τα διακόσια; Η Αγγελοπούλου;
Τα διακόσια. Η Αγγελοπούλου. Η αλήθεια είναι πως οι χρόνοι μου εκείνης της εποχής δεν ήσαν καθόλου ευκαταφρόνητοι. Η ατυχία η δικιά μου ήταν πως κολυμπούσα με αντιπάλους Ανατολικογερμανίδες, οι οποίες στην πορεία αποδείχτηκε πως δεν κολυμπούσαν και τόσο… μόνες τους.

Είχανε κι… εξωλέμβιους;
Ας πούμε. Θα μπορούσα δηλαδή νά ’χα πάρει κάποιες πολύ καλύτερες θέσεις από αυτές που πήρα.

Όμως, τέταρτη θέση στους Πανευρωπαϊκούς τότε για το ελληνικό κολύμπι ήταν εξωπραγματική.
Αλλά κι ένα μετάλλιο δεν θα μας χαλούσε! Κι από έκτη στο Παγκόσμιο, αν ήμουνα μερικές θέσεις πιο πάνω, καλύτερα δεν θά ’ταν; Τελοσπάντων. Δεν έχω παράπονο. Απλώς, και στις Ολυμπιάδες που ακολούθησαν, τα δύο δώδεκα και κάτι ήταν χρόνος υπολογίσιμος. Ακόμα και πέρυσι, στην Αθήνα, θά ’τρεχα ημιτελικό, αν δεν κάνω λάθος. Τόσα χρόνια μετά. Από το ’87!

Είναι κι αυτό μια περηφάνια.
Είναι μια ηθική επιβράβευση, που την απολαμβάνεις… μόνος σου.

Αλλά και μ’ όποιον κάτι παραπάνω ξέρει. Όχι γι’ αυτούς που νομίζουν πως η ιστορία ξεκινάει μ’ αυτούς και τις… Αυτών Μετριότητές τους. Ο Ολυμπιακός, πάντως, στο κολύμπι ανέκαθεν έσκιζε.
Στα κορίτσια, σ’ εμάς, ο Ολυμπιακός ήταν τότε αχτύπητος. Μια χρονιά μόνο χάσαμε το Πρωτάθλημα απ’ τον ΠΑΟΚ, το ’87, που ήταν η Θεσσαλονίκη πολύ ισχυρή. Βέβαια, τα πράγματα δεν λειτουργούσαν όπως τώρα, με τόσες μεταγραφές. Τότε ήμασταν σε συντριπτικό ποσοστό δικά του παιδιά. Υπήρχε φυτώριο.

Μετά τον Χαρίτο, ποιος σας είχε αναλάβει;
Ο Τέρης ο Κουτουμάνης. Μια χρονιά κολύμπησα με τον Ντότσεφ, το Βούλγαρο ομοσπονδιακό, και κατέληξα με τον Καρύδη, για να μείνω με τον Καρύδη.


Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Καρύδης – ο Γκάλης της ελληνικής κολύμβησης


 

Με τον «Μπέμπη»…
Δεν πήγα Αμερική, που μού ’χανε προσφέρει πλήρη υποτροφία πολλά Πανεπιστήμια, μόνο και μόνο γιατί δεν ήθελα ν’ αλλάξω προπονητή. Γιατί θεωρούσα πως στο ατομικό άθλημα, μέχρι να σε μάθει ο προπονητής, μέχρι ν’ αποκρυπτογραφήσει την ψυχολογία σου, ν’ ανακαλύψει τις ιδιαιτερότητές σου, χρειάζονται κάνα δυο χρόνια. Ε, δεν υπάρχουν πολλά χρονικά περιθώρια στο κολύμπι. Τότε δεν κολυμπούσαμε και μέχρι τα τριάντα μας, ήσαν στενά τα περιθώρια. Στα εικοσιτρία-εικοσιτέσσερα λέγανε «Πω-πω, μεγάλος!».

Και στο εξωτερικό πηγαίνατε δυο-τρεις; Εσείς, ο Παπανικολάου κι ο… Κρις Στήβενσον;
Συνήθως ήμουνα το μόνο κορίτσι. Ήτανε κι ο Μάλαμας, ο Γκρυνιαδάκης, ο Χανδρής… Δεν είχαμε και τόσο καλή ψυχολογία. Άλλο να πηγαίνει κάποιος στους αγώνες μ’ άλλα δέκα, δεκαπέντε άτομα, κι άλλο να τα περιμένουνε όλα από σένα.

Στην επόμενη σελίδα: Τα καλύτερά της χρόνια, η κολύμβηση στην Ελλάδα και το ντόπινγκ στον επαγγελματικό αθλητισμό.

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top