epikouros

Ο Αλβέρτος με τα αγαπημένα του βιβλία, στο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή, το καλοκαίρι του 2013.

«Quod sapit nutrit»

 

Καθηγητής οικονομικής θεωρίας, συγγραφέας σημαντικών βιβλίων για την απόλαυση του φαγητού, θεωρητικός της «Νέας Ελληνικής Κουζίνας» και συνεργάτης επί χρόνια πολλών εφημερίδων, περιοδικών και του Andro. Ο Αλβέρτος ήταν ένας από τους πιο γενναιόδωρους φίλους που είχα την τιμή να γνωρίζω.

Ως κριτικός εστιατορίων είχε δεχθεί ο ίδιος κριτική ότι ήταν πολύ αυστηρός, ενίοτε φαρμακερός απέναντι στο δήθεν. Σε ένα χώρο όπου όλοι γνωρίζονται και δεν περισσεύει το γλύψιμο, εκείνος προσπάθησε να ασκήσει πραγματική κριτική. Δίκαιη κριτική. Όσοι τον συναναστρεφόμασταν όχι μόνο σεβόμασταν τις γνώσεις και το επαγγελματικό του ήθος, αλλά επίσης θαυμάζαμε τη βαθιά καλοσύνη που είχε ως άνθρωπος. Βοηθούσε διακριτικά και ανυστερόβουλα κάθε ανήσυχο φοιτητή, σεφ, ή συνάδελφο δημοσιογράφο, προσφέροντας αθόρυβο και φλεγματικό mentorship.

Ήταν γενναιόδωρος, ειδικά με τους νέους. Όχι λόγω του ακαδημαϊκού του υπόβαθρου και της σταδιοδρομίας του ως καθηγητής. Αλλά διότι ήταν ο ίδιος ένας διαχρονικά νέος άνθρωπος. Παραδειγματικά ανοιχτόμυαλος, φωτισμένα και όχι επιτηδευμένα «προοδευτικός». Νομίζω ότι το πιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό του ήταν ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο μεγάλης σοβαρότητας, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας.

Ήταν ο καθηγητής με τα στρογγυλά γυαλιά και το τουίντ σακάκι που προκαλούσε δέος στην τάξη, αλλά και εκείνος που έκανε αληθινή, ισότιμη παρέα με μαθητές του, χρόνια μετά την αποφοίτησή τους.

Ο διανοητής που εγκαθίδρυσε μια σχολή σκέψης γύρω από τη μοντέρνα ελληνική γαστρονομία, αλλά χαίρονταν πιο πολύ απ’ όλα τα χόρτα και τις αγγινάρες σε μια ταβέρνα της Τήνου.

Ο δημοσιογράφος που ενέπνεε σεβασμό με το σοβαρό βορειοευρωπαϊκό του στυλ, αλλά αυτοσαρκάζονταν μόνιμα με γουντιαλενικό χιούμορ, λέγοντας ότι είναι ένας «κοντόχοντρος φαλακρός γέρος».

Με την εσωστρεφή Εβραϊκή, Σεφαραδίτικη κληρονομιά του, την αγγλοσαξονική, κοσμοπολίτικη κουλτούρα και το ελληνιστικό, ουμανιστικό προφίλ του προσωπείου (Επίκουρος) που υιοθέτησε, ήταν ένας «αιώνιος» άνθρωπος που θα μπορούσε να ζήσει και να διαπρέψει σε κάθε εποχή.

Το πιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό του ήταν ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο μεγάλης σοβαρότητας, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας.

Είναι οδυνηρό ότι η μοίρα τού στέρησε τη ζωή στην πιο δημιουργική του φάση. Έχοντας ολοκληρώσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στην οικονομική σκέψη, είχε αφοσιωθεί στο γράψιμο γύρω από τη γαστρονομία και σχεδίαζε μια ιστοσελίδα αναφοράς που θα ήταν ίσως το επιστέγασμα της προσπάθειάς του.

Τα σημαντικά βιβλία που παρουσίαζε συστηματικά την τελευταία δεκαετία δεν ήταν παρα η αρχή στο όραμά του να φέρει στην ελληνική κοινωνία τη συζήτηση γύρω από το φαγητό. Όχι τα πολυτελή εστιατόρια, ή τουλάχιστον όχι μόνο αυτά. Αλλά την κουλτούρα, την αισθητική, τη μνήμη και προπαντός το μέλλον της κορυφαίας αυτής γιορτής του πολιτισμού μας.

Με τρομερό κέφι και ενέργεια ριχνόταν στο ένα πρότζεκτ μετά το άλλο, αντλώντας έμπνευση από τη σύζυγό του Νατάσα, για την οποία έλεγε ότι ήταν το καλύτερο πράγμα που του είχε συμβεί, και πως δεν πίστευε στην τύχη του που τον είχε τόσο αγαπήσει. Όμως η μεγαλύτερη υπερηφάνεια ήταν η κόρη του Μελένια, η οποία τον διαδέχεται και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, καθώς ο πατέρας της ευτύχησε να την καμαρώσει καθηγήτρια στα ίδια έδρανα που κι εκείνος δίδαξε.

Ο Αλβέρτος έφυγε νωρίς, ενώ είχε πολλά ακόμα να προσφέρει. Νομίζω όμως ότι αν διάβαζε αυτές τις γραμμές θα με κατσάδιαζε για ορισμένες καθωσπρέπει αναφορές. Θα αντέτεινε ότι είχε την τύχη να ζήσει μια όμορφη ζωή γεμάτη από την αγάπη των δικών του ανθρώπων, τη χαρά της δημιουργίας, αλλά και κάποιες πιο ανάλαφρες απολαύσεις, τις οποίες καθόλου δεν θεωρούσε υποδεέστερες: τη γλύκα να σκιάσει τα γαλάζια μάτια του ένα ορίτζιναλ καπέλο παναμά, μαγειρέματα στο σπίτι με φίλους, αρωματισμένα με κουβέντα και μπόλικο ξερό κόλιαντρο, ταξίδια σε ευλογημένους τόπους, από τη Σαντορίνη ως το Σαν Σεμπαστιάν, και από την πατρίδα του τη Θεσσαλονίκη ως το αγαπημένο του Λονδίνο. Και θα πρότεινε να αφήσουμε τις νεκρολογίες για να πιούμε ένα ποτήρι κρασί.

Πράγματι ο πολυσχιδής Αλβέρτος δεν ήταν περαστικός από τη ζωή. Γι’ αυτό όμως είχε συλλάβει τη γοητευτική ματαιότητα των πραγμάτων.

«Πώς θα επιθυμούσατε να ταφείτε;», τον είχα ρωτήσει σε μια συνέντευξη. «Σκόνη στον άνεμο», ήταν η απάντησή του.

 

⇒ Διαβάστε εδώ την τελευταία συνέντευξή του.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top