maurixi-red

Δεν αποδεχόμαστε τις μειονότητες διότι θυμίζουν τον ανατολίτη εαυτό μας και συσκοτίζουν την αρχαιοελληνική λαμπρότητα. Εδώ, το τζαμί Σουλειμάν στην Ρόδο… Photo Credit: maurixi-red/flickr

Ίσως η καλύτερη αφήγηση που διάβασα έως πρόσφατα, για το πώς δεν μπορέσαμε να γίνουμε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, είναι αυτή του Παναγιώτη Κονδύλη, στο «Οι αιτίες παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας».

Στο πόνημα του Κονδύλη αναλύεται πάρα πολύ καλά το αυτονόητο: πως η ιστορία που κατέληξε στη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους, αλλά και το «δρομολόγιο» του νέου κράτους είναι τόσο διαφορετικό από κάθε άποψη από εκείνο των περισσότερων σημερινών κρατών της ευρωπαϊκής Δύσης που μας οδήγησε αναπόδραστα σε εθνική ιδεολογική σχιζοφρένεια.

Σχιζοφρένεια ανάμεσα σε έναν ξενόφερτο και επίπλαστα υιοθετημένο εκ μέρους μας ελληνοκεντρισμό, με αντιφατικές ερμηνείες (άλλο από ιδεολογικής πλευράς είναι η αθηναϊκή δημοκρατία, άλλο η Σπάρτη, άλλο οι Μακεδόνες) και σε μια προσπάθεια ελληνοορθόδοξης σύνθεσης με επεκτατική φιλοδοξία διαχρονικότητας, περνώντας μέσα από έναν ισχνό ελληνικό Διαφωτισμό που δεν ήξερε τι να απορρίψει και τι να κρατήσει.

Έναν ελληνικό Διαφωτισμό που κοίταζε το Βυζάντιο με αμηχανία, με αποτέλεσμα τίποτε να μην είναι ολόκληρο, τίποτα να μην έχει μια φυσιολογική εξέλιξη και το οικοδόμημα της εθνικής αφήγησης να παραπαίει μέσα σε διαρκή διαπάλη, αλληλοακύρωση και παραμόρφωση. Το ένα στοιχείο εμποδίζει την πληρότητα του άλλου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει μια ενοποιημένη ταυτότητα και όλα να οδηγούν στο αλλοπρόσαλλο.

Zούμε ξανά και ξανά το ίδιο λάθος, αυτό του πανικόβλητου, λόγω περιστάσεων εξαναγκαστικού εξευρωπαϊσμού, ο οποίος δεν έρχεται με φυσικότητα, ώστε να πραγματωθεί.

Από την άλλη, η ιστορία του παλαιο-ελλαδικού γεωγραφικού χώρου δεν επέτρεψε να δημιουργηθεί εγκαίρως μια παραγωγική αστική τάξη, όπως στις περισσότερες χώρες της Δύσης, με αποτέλεσμα το εξ ανάγκης υπέρογκο και πελατειακό «πατριαρχικό» κράτος να αναλάβει το ρόλο της μόνης σχεδόν διεξόδου οικονομικής ασφάλειας και να γίνει κίνητρο αστικοποίησης. Το κομμάτι της οθωμανικής αυτοκρατορίας που απελευθερώθηκε ήταν και το λιγότερο αστικοποιημένο, ίσως το πιο οπισθοδρομικό. Ήμασταν πράγματι άτυχοι…

Ο Κονδύλης, αντίθετα με πολλούς άλλους, δεν υπεραπλουστεύει. Εξηγεί, όμως, και αναλύει το δράμα μας, καταλήγοντας πως έπονται πολλά τραγικά και κωμικά να συμβούν. Πράγματι, το μικρό αυτό δοκίμιο γράφτηκε το 1991, αλλά ηχεί απολύτως σημερινό και ασφαλώς προφητικό.

Ο Κονδύλης όμως, πολύ ορθά, δεν προχωράει σε κάποια πρόταση, δεν ηθικολογεί, δεν κρίνει. Απλώς προβλέπει πως, με αυτά τα δεδομένα, δεν θα πάμε και πολύ καλά. Πράγματι. Με αυτά τα δεδομένα διόλου καλά δεν πήγαμε.

Τα δεδομένα, όμως, ισχύουν ακόμη. Αν καθίσει κάποιος να το σκεφτεί, ασφαλώς θα πανικοβληθεί: οι οιωνοί δεν ειναι καλοί. Τρόικες και μνημόνια δεν άλλαξαν τίποτε.

Έρχεται όμως αίφνης, προ ημερών, ο Στέλιος Ράμφος, να πει κι αυτός το αυτονόητο, υπεραπλουστεύοντας και ηθικολογώντας, όμως: να αλλάξουμε νοοτροπία, εκλαμβάνοντας την ελληνική ιδιαιτερότητα μονοσήμαντα ως κατάσταση παρακμής, μιζέριας και ανομίας. Κι άλλο αυτομαστίγωμα λοιπόν.

Η πρόταση όμως αυτή, την οποία δεν είχε την αφέλεια να κάνει ο Κονδύλης, είναι κοινότοπη και διόλου νέα. Μέσα από αυτήν την προτροπή υπονοείται πως πρέπει: α. Να διώξουμε οριστικά κι αμετάκλητα τον Ανατολίτη εαυτό μας, ο οποίος έχει χαλαρή σχέση με το χρόνο και συχνάζει στα καφενεία και β. Με ένα μαγικό ραβδί, που δεν ξέρω πως θα ανακαλυφθεί, να γίνουμε ξαφνικά, ει δυνατόν μέσα σε μια νύχτα, Ευρωπαίοι.

Τζαμί στα Χανιά. Photo Credit: swaranjeet/flickr

Η ενοχοποίηση του ανατολίτη μέσα μας εξαφάνισε κάθε στοιχείο που θύμιζε το οθωμανικό μας παρελθόν. Εδώ, το Γυαλί τζαμί στα Χανιά… Photo Credit: swaranjeet/flickr

Η συνταγή του Ράμφου, όμως, για την επιτυχία έχει ήδη δοκιμαστεί κι οδηγήσει σε αποτυχία. Ο ανατολίτης εαυτός μας είναι υπό διωγμόν από την αυγή του Νέου Ελληνικού Κράτους και ο διωγμός αυτός όχι μόνο έχει δημιουργήσει ποικίλους διχασμούς και αντιδράσεις αλλά έχει αποτύχει πλήρως στο στόχο του.

Θα αποτύχει και πάλι, διότι τέτοιο μαγικό ραβδί που να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο και να πραγματοποιεί ευχές απλώς δεν υπάρχει κι ας το επαναλαβάνουν κάθε μέρα 100 διανοητές και 200 δημοσιογράφοι, κι ας παίζουν καθημερινά σε όλες τις οθόνες το «ανήκομεν εις την Δύσιν» του παλαιού Καραμανλή. Ούτε κι αυτός τα κατάφερε.

Κι όμως: ζούμε ξανά και ξανά το ίδιο λάθος, αυτό του πανικόβλητου, λόγω περιστάσεων εξαναγκαστικού εξευρωπαϊσμού, ο οποίος δεν έρχεται με φυσικότητα, ώστε να πραγματωθεί. Ο Ανατολίτης διώκεται, αλλά η πολυπόθητη αντικατάστασή του από κάποιον «Ευρωπαίο» έρχεται μόνο σε επίπεδο μίμησης. Κι η αντίδρασή μας είναι μια συνεχής γκρίνια για τον εαυτό μας και τη χώρα μας, όπου φταίνε όλοι και όλα.

Ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν; Για μένα, αυτό που μας εμποδίζει να βελτιώσουμε τον εαυτό μας και τις επιδόσεις μας στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο μετα-νεωτερικό κόσμο είναι ακριβώς αυτή η ενοχοποίηση. Δοκιμάσαμε την αποδοχή; Νομίζω όχι.

Είτε απολαμβάνουμε τον ανατολίτη εαυτό μας, όπως κάποιος κάνει την κρυφή του αμαρτία και μετά παριστάνει πως δεν έγινε τίποτε, είτε προσπαθούμε διά της βίας να ξεριζώσουμε ό,τι μας το θυμίζει για να κόψουμε το συνήθειο. Κι ύστερα, ο μιμητικός εξευρωπαϊσμός είναι άραγε ο μόνος δρόμος προς τη βελτίωση; Δεν υπάρχει άλλη οδός; Άλλη, ίσως νέα, αδοκίμαστη ακόμη;

Ο διωγμός του ανατολίτη εαυτού δεν είναι κάτι νέο: ο Κολοκοτρώνης έκρινε πως ο Καποδίστριας απέτυχε επειδή προσπάθησε να εξευρωπαϊσει υπερβολικά γρήγορα τη χώρα. Έπρεπε να είχε πάει πιο αργά και προσεκτικά για να πετύχει. Εξ αρχής, όμως, έγινε η σύνδεση της Ανατολής με το κακό, το οπισθοδρομικό. Και του εκδυτικισμού με το θετικό, την πρόοδο.

Όταν λέμε να γίνουμε “Ευρωπαίοι” δεν εννοούμε να γίνουμε Γάλλοι, Άγγλοι η Σκανδιναβοί, αλλά να παραμείνουμε Έλληνες!

Γεγονός είναι όμως πως μάλλον ο Κολοκοτρώνης είχε δίκιο παρά ο Καποδίστριας ως προς το τι ήταν εφικτό και τι όχι. Κάθε απόπειρα εξευρωπαϊσμού οδηγεί σε ίση αντίσταση εκδυτικισμού, φαινόμενο που πήρε και παίρνει πολλές μορφές.

Η ενοχοποίηση του Ανατολίτη πήρε διαστάσεις σε μερικές περιπτώσεις ακραίες. Η ανατολίτικη μουσική κατά περιόδους απαγορεύτηκε και, παρά την κρυφή γοητεία που ασκούσε, εθεωρείτο πάντα ποταπή. Από την άλλη, οι Δυτικοί το 19ο αι., όταν ξεκίνησαν οι πρώτοι διεθνείς θεσμοί μετά την ήττα του Ναπολέοντα, χώρισαν τους πολιτισμούς σε τρεις κατηγορίες: τους απολύτως απολίτιστους, όπως Αφρικανούς, τους ενδιάμεσους , όπου εντασσόταν η Κίνα και η Μέση Ανατολή, και τους πολιτισμένους στη Δυτική Ευρώπη.

Εμείς, βέβαια, ανήκαμε στην ενδιάμεση πολιτισμική κατηγορία, την ανατολίτικη, όπου επί της ουσίας μας κατατάσσει ακόμη και σήμερα ο Huntington στο «Clash of civilizations». Έπρεπε λοιπόν να εκπολιτιστούμε, αποβάλλοντας τον ανατολίτη εαυτό μας, προκειμένου να αναδειχθούν οι «γνήσιες» αρχαίες καταβολές μας που αποτελούσαν τη βάση του δυτικού πολιτισμού και να σκαρφιστούμε μια πλαστή αφήγηση που να προσομοιάζει εκείνης μιας ευρωπαϊκής χώρας.

Αργότερα, οι διεθνιστικές ιδέες για την παγκόσμια ομοιομορφία των νέων κρατών-εθνών αποδείχτηκαν πως δεν κατέληγαν σε ομοιομορφία, αλλά σε πολλά προβλήματα, ιδίως για κράτη που προέρχονταν από διάσπαση αυτοκρατοριών και όχι από συνένωση κρατιδίων, όπως η Ιταλία.

Η ενοχοποίηση του Ανατολίτη από πλευράς μας, προχώρησε και στην έξαλλη εξαφάνιση κάθε ορατού στοιχείου που θύμιζε το οθωμανικό μας παρελθόν. Ούρλιαζε κάποτε, αναφέρει ο Mark Mazower στο «City of ghosts», ο Νικόλαος Φαρδύς να γκρεμιστούν όλοι οι μιναρέδες της Θεσσαλονίκης.

Τζαμί στα Ιωάννινα. Photo Credit: elios k/flickr

Αν είχαμε γίνει Ευρωπαίοι, όχι μόνο δεν θα αρνιόμασταν να γίνουν τζαμιά στην Ελλάδα, αλλά θα είχαμε συντηρήσει και τα υπάρχοντα. Στη φωτογραφία, το τζαμί Ασλάν Πασά στα Ιωάννινα… Photo Credit: elios k/flickr

Σταδιακά, εξαφανίσαμε σχεδόν τα πάντα από την πρόσφατη αυτή εποχή. Ακόμη και τις Κυκλάδες διέταξε ο Μεταξάς να τις κάνουμε άσπρες, μην τυχόν και θυμίζουν χωριά της βόρειας Αφρικής κι επιβάλαμε το λευκό, ως χρώμα του Αιγαίου σαν τη σημαία, λευκά σπίτια με το γαλάζιο φόντο του πελάγους. Η ελληνικότητά τους τεχνητή κι επιβεβλημένη.

Όλα αυτά μας έκαναν λοιπόν περισσότερο Ευρωπαίους; Θα έλεγα πως όχι. Μάλλον μας πήγαν ένα σκαλί παραπέρα μέσα στο τίποτε, το κενό και την αλλοπρόσαλλη εθνική αφήγηση κακοχωνεμένων διάσπαρτων στοιχείων.

Αν είχαμε γίνει Ευρωπαίοι, όχι μόνο σήμερα δεν θα αρνιόμασταν να γίνουν ένα ή και περισσότερα τζαμιά στην Ελλάδα, αλλά θα είχαμε ήδη συντηρήσει και τα υπάρχοντα, επιτρέποντας να λειτουργούν.

Για να γίνουμε λοιπόν Ευρωπαίοι, ισχυρίζομαι, πρέπει να πάμε στην αντίστροφη κατεύθυνση. Να αποενοχοποιήσουμε τον εαυτό μας. Να αποδεχτούμε ολόκληρη της ιστορία μας κι όχι οι μισοί να κρύβουν τη μισή αλήθεια από τους άλλους μισούς, αναλόγως με το τι νομίζουν πως συμφέρει κάποια ιδεολογία που θέλουν να παρουσιάζουν ως εθνική. Κανένας εθνικός μύθος να μην μείνει όρθιος για κανέναν.

Ας δημιουργήσουμε όμως τμήματα ανατολικών σπουδών. Ας δεχτούμε την ανατολίτικη σκέψη, την ανατολίτικη νοοτροπία, όπως υπάρχει μέσα μας και γύρω μας, ας συμφιλωθούμε. Όταν λέμε να γίνουμε «Ευρωπαίοι» δεν εννοούμε να γίνουμε Γάλλοι, Άγγλοι ή Σκανδιναβοί, αλλά να παραμείνουμε Έλληνες. Πώς, όμως, αν δεν αποδεχόμαστε τον εαυτό μας;

Εννοούμε εδώ να βλέπουμε ελεύθερα και χωρίς παραμορφωτικούς φακούς την ιστορία και την παράδοσή μας, μεταφέροντάς την ολόκληρη στο σημερινό κόσμο, στο παρόν. Μια παράδοση που δεν εξαντλείται στο ελληνικό στοιχείο, αλλά περιλαμβάνει και την ελεύθερη έκφραση όλων των μειονοτήτων της γεωγραφικής μας περιοχής. Ο λόγος που δεν αποδεχόμαστε τις μειονότητες είναι πως αυτές θυμίζουν περισσότερο τον ανατολίτη ή βαλκάνιο εαυτό μας και δεν αναδεικνύουν ή συσκοτίζουν την αρχαιοελληνική λαμπρότητα.

Είναι βέβαιο πως έτσι ελεύθερα ιδωμένος ο ανατολίτης (και βαλκάνιος) εαυτός μας μέσα στην Ευρώπη και τον κόσμο θα έχει κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η πολλαπλή μας υπόσταση ακόμη περισσότερα, αν αποδεχτούμε τις εσωτερικές μας αντιφάσεις και ποικιλία.

Ένα από αυτά θα μπορούσε να είναι η αξιοποίηση της εμπειρίας μας, ώστε να μπορέσει η Δύση να κατανοήσει καλύτερα τις δυναμικές στη Μέση Ανατολή, όπου αποτυγχάνει διαρκώς και κινείται σπασμωδικά, οδηγώντας τα πράγματα από το κακό στο χειρότερο.

Μεγάλοι διανοητές προφητεύουν πως η Δύση είναι σε παρακμή. Εμείς γιατί να μπούμε σε ένα μονής κατεύθυνσης τρένο κατόπιν εορτής;

Η άρνηση και η ενοχοποίηση αποτελεί το εμπόδιο να τα βρούμε και όχι η αποδοχή. Αυτή οδηγεί σε εσωτερικούς κι εξωτερικούς παραλυτικούς διχασμούς. Άλλωστε, ήδη συγγραφείς όπως ο Niall Ferguson, στο «Ο μεγάλος εκφυλισμός», προφητεύουν πως η Δύση είναι σε παρακμή. Εμείς γιατί να μπούμε σε ένα μονής κατεύθυνσης τρένο κατόπιν εορτής;

Έχουμε κάθε λόγο να σκεφτούμε αυτόνομα, συνθέτοντας όλα τα κομμάτια που μας απαρτίζουν και να μπούμε σε ένα νέο τρένο, ένα που δείχνει προς ένα βιώσιμο μέλλον, αξιοποιώντας όλα τα καλά των προηγούμενων.

Καθαρή σκέψη χρειάζεται, όχι υπεραπλούστευση, όχι εύκολες λύσεις και προκαταλήψεις. Κυρίως, όμως, αποδοχή και συμφιλίωση με τον εαυτό μας. Όχι ξερίζωμα κάποιου δήθεν κακού κομματιού μας, αλλά αξιοποίηση του συνόλου του τι είμαστε. Μόνον η κακή ψυχανάλυση προσθέτει ενοχές στον ασθενή. Αυτό είναι σωφρονισμός, όχι θεραπεία.

Το παρελθόν δεν αλλάζει. Αυτό που μπορεί να αλλάξει είναι το παρόν, αλλά μόνο μέσα από τη μη στρεβλή ανάγνωση του παρελθόντος. Η σημερινή παραμόρφωση της οπτικής μας για το παρελθόν ευθύνεται για τα προβλήματά μας και όχι το ίδιο το παρελθόν.

Μοναστηράκι, Αθήνα. Photo Credit: DanielZolli/flickr

…Και βέβαια το τζαμί Τζισταράκη στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Photo Credit: DanielZolli/flickr

Βιβλιογραφία

Παναγιώτης Κονδύλης, «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας»,
εκδ. Θεμέλιο, 2011.
Mark Mazower, «Salonica, city of ghosts», εκδ. Harper Perrenial, 1995.
Mark Mazower, «Governing the world, the history of an idea», εκδ. Penguin, 2012.
Nial Ferguson, «Ο Μεγάλος Εκφυλισμός», εκδ. Παπαδόπουλος, 2012.
Samuel P. Huntington, «The clash of civilizations», εκδ. The Free Press, 2002.

Για τη σχέση Ελληνικής Επανάστασης και δυτικής σκέψης:
Ιωάν. Δ. Δημάκη, «Φιλελληνικά, μελέτες για το φιλελληνισμό κατά την
Ελληνική Επανάσταση του 1821», εκδ. Καρδαμίτσα, 1992.

 

Διαβάστε ακόμα: Περί Ράμφου και Ελληνικότητας.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top