Ξύπνησα νύχτα και μες στη σκέψη μου άναψαν φώτα…
Ελένη Λιάκου
Το απόγευμα χθες, 2 Σεπτεμβρίου 2022, έστειλα στον Διονύση Μαρίνο ένα κείμενο για τα πεντηκοστά γενέθλια της παμπ Red Lion, το οποίο θα δημοσιευτεί στο Andro αύριο, στις 5 του μηνός: μακάρι να το διαβάσετε. Στο μέιλ που συνόδευε το κείμενο ξεφούρνισα στον Διονύση και μια σκέψη που μου ήρθε την τελευταία στιγμή, έτσι απροσκάλεστη στου νου την πόρτα. Γι’ αυτό σας απασχολώ (απροσκάλεστος) τώρα.
Η σκέψη, η έγνοια που δεν με αφήνει να κοιμηθώ, ήταν η εξής: «Τι θα λέγατε με τον Κίμωνα [Φραγκάκη] αν ετοίμαζα μερικά κείμενα για την Επίσημη Αγαπημένη και το Ευρωμπάσκετ;». Επειδή ο Διονύσης και ο Κίμων είναι καλοί μου φίλοι, και ξέρουν ότι τίποτα δεν ξέρω περί αθλητικής δημοσιογραφίας και συναφών αναλύσεων, δεν χρειάστηκαν περαιτέρω εξηγήσεις για να καταλάβουν ότι αυτό που ουσιαστικά τους ζητούσα ήταν το σύνθημα (το ΖΝΤΟ!), ώστε να συντάξω μιαν ερωτική εξομολόγηση σε συνέχειες, μιαν επικολυρική σπορ σάγκα, ίσως και μια πολεμική περιπέτεια θριάμβου και δόξας.
Δεν ξέρω να πω για p’n’r και deflections, αλλά η αίσθησή μου για αυτή την υπόθεση, μετά τα δύο πρώτα ματς της εθνικής μας στο τουρνουά, δεν διαφέρει από την αγωνία του Θουκυδίδη να διηγηθεί έναν πόλεμο που διήρκεσε τρεις ματωμένες σεζόν και καθόρισε τη μοίρα ενός ολόκληρου κόσμου.
Συγκεκριμένα: «Ο Αθηναίος Θουκυδίδης», γράφει ο Θουκυδίδης, «έγραψε την ιστορία του πολέμου μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων […] αρχίζοντας να γράφει αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, διότι πρόβλεψε ότι θα είναι ο μεγαλύτερος και ο σπουδαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους».
Μετά που έστειλα το μέιλ στον Διονύση, κάθισα να δω τον πρώτο αγώνα της Εθνικής πίνοντας φραπέ, και επειδή ήταν μέρα μεσημέρι, αλλά ενδεχομένως και για να τιμήσω την πολιτιστική μας κληρονομιά: πάμε, Ελλαδάρα!, και άλλα υπερθετικά. Μέχρι το δεκάλεπτο, και αφού η ομάδα συνήλθε από τον αιφνιδιασμό των Κροατών, είχα συγχωρέσει τον Τάιλερ Ντόρσεϊ για όλες τις κακές του πράξεις εις βάρος του Παναθηναϊκού μας κατά τον τρίτο τελικό στο ΟΑΚΑ, ενώ στο ημίχρονο είχα αγαπήσει (ξανά) και τον Κώστα Παπανικολάου, διότι τον Κώστα Σλούκα τον αγαπάμε έτσι κι αλλιώς, ανεξήγητα.
Κι αν ο αγώνας διαρκούσε για πέντε επιπλέον λεπτά, υποψιάζομαι ότι θα φώναζα στον Δημήτρη Αγραβάνη να βάλει τα πράσινα, όπως έκανα σήμερα, ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο του ματς με την Ιταλία. Αβάντι! Αυτό που ιδιαιτέρως μ’ αρέσει στην Εθνική είναι ότι χάρη στην ομορφιά της μονιάζουμε, ας είναι και για δεκαπέντε μέρες κάθε δυο τρία χρόνια. Δεν είναι λίγο.
Πίσω στο ματς με την Κροατία, στο τέταρτο δεκάλεπτο, όταν άρχισαν πια να ζορίζουν τα πράγματα, άρχισα κι εγώ ν’ αναρωτιέμαι αν ήταν τελικά τόσο καλή ιδέα να επιχειρήσω να γράψω μιαν ιστορία αγάπης για την Επίσημη Αγαπημένη.
Όχι ότι έκανα δεύτερες σκέψεις για την αγάπη – προς Θεού δηλαδή. Απλώς, θυμήθηκα ότι είμαι άσχετος, και έπαψα να εμπιστεύομαι τα πιθανά κείμενα, όσα θα έπρεπε να αφηγηθούν τόσα απίθανα πράγματα, τουτέστιν πρόσωπα, ειδικότερα ένα παράξενο παιδί από τα Σεπόλια και (μην ξεχνιόμαστε) του Ζωγράφου.
Η ανησυχία μου εντάθηκε σήμερα, όταν ο Διονύσης και ο Κίμων έδωσαν το σύνθημα και πρότειναν να αρχίσω την ιστορία από το ματς με την Ιταλία, που τώρα μόλις τελείωσε, με ίδιο όπως το χθεσινό καρδιοχτύπι κατά το τελευταίο δεκάλεπτο, εξαιτίας ορισμένης ολιγωρίας, αλλά και αυτού του επικίνδυνου τύπου, του Σιμόνε Φοντέκιο. Ωστόσο, νικήσαμε: δύο στα δύο, κι εκτός απροόπτου πρώτοι στον όμιλο.
Να ’μαι λοιπόν στο κομπιούτερ, στα μαύρα μεσάνυχτα, να ψάχνω τα χαμένα λόγια και χρόνια μου, για να πω τη δόξα λίγων παιδιών από την αρχή του πολέμου.
Το 1987, όταν ο Αργύρης Καμπούρης στάθηκε (ή στήθηκε) στη γραμμή των ελευθέρων βολών, ο μακαριστός Φίλιππος Συρίγος θυμόμαστε ότι μπερδεύτηκε και είπε (με εκείνη την υπέροχη, ανεξίτηλή του φωνή) ότι στα χέρια του τίμιου γίγαντα βρίσκεται, όχι η νίκη στον τελικό του Ευρωμπάσκετ, αλλά η πρόκριση.
Το 1996, όταν ο Στόικο Βράνκοβιτς διέσχιζε το παρκέ του Παλέ ντε Μπερσί σαν να περπατούσε στα νερά της Γεννησαρέτ, ο σπίκερ του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, ή ΡΙΚ, πνίγηκε από τη συγκίνηση και δεν κατάφερε να περιγράψει την τάπα στον κακούργο Μοντέρο, αυτό το άφραστο θαύμα που χάρισε στην Ελλάδα το πρώτο ευρωπαϊκό της πρωτάθλημα (η ΑΕΚ είχε πάρει το κύπελλο) σε συλλογικό επίπεδο.
Ότι η τάπα ήταν όντως θαύμα νομίζω αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ήταν αντικανονική: τα θαύματα αψηφούν τους κανόνες, και τους ανθρώπινους κι εκείνους της φύσεως. Θα φτάσουμε κι εκεί. Προς το παρόν, τη δυσκολία να περιγράψει κανείς το απερίγραπτο, που την παρουσίασα με δύο μπασκετικά παραδείγματα, τη συνοψίζει απαράμιλλα ένα τρίτο παράδειγμα, αυτή τη φορά από την ανεπίσημη αγαπημένη, ας πούμε την ερωμένη μας, την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου του έτους 2004, τότε που πλάνταξε ο έξοχος Γιώργος Χελάκης και σοφά (και ωμά) μας το ξεκαθάρισε: «Δεν περιγράφω άλλο!».
Θα μπορούσε επίσης να πει: Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη… Αυτή είναι βέβαια παντού, ειδικά in the air, την ώρα που ο Γιάννης σηκώνεται αψηφώντας (ήτοι: υπερβαίνοντας) φυσικά και ανθρώπινα μέτρα, κανόνες, όρια κτλ., και αλλοιώνει το σουτ του Τζαλίν Σμιθ, αναγκάζοντας τον προαναφερθέντα Διονύση Μαρίνο να αναφωνήσει στο σχετικό κείμενό του: «Πού σηκώθηκες, βρε άνθρωπε;».
Με δάνειο από ένα αμερικάνικο σήριαλ της δεκαετίας του ’80, θα έλεγα ότι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο σηκώθηκε εκεί όπου no cartoon hero has ever been before, και αδίστακτα θα πρόσθετα ότι ακριβώς εκεί χρειάζεται να σηκωθούμε κι εμείς, για να δούμε τι κάνει και να του πούμε ένα γεια – δηλαδή: Εθνική Ελλάδος, γεια σου!
Επιπλέον, με άλλο ένα δάνειο, από τον ασύγκριτα γλαφυρό σπίκερ της ΕΡΤ, Βαγγέλη Ιωάννου, σκέφτομαι ότι χρειάζεται να μοιάσουμε στον Γιάννη την ώρα που απλώνει το χέρι στο πρώτο ημίχρονο με την Ιταλία και υψώνεται, κατά Ιωάννου, σαν θαυμαστικό – και όντως έτσι είναι: πώς αλλιώς θα δούμε και θα πούμε τα θαύματα;
Δεν μιλώ για περασμένα, λέει (εντελώς ξαφνικά) και ο Γιώργος Σεφέρης, και αμέσως προσθέτει: μιλώ για την αγάπη. Έτσι με διδάσκει πώς να γράψω την ιστορία χωρίς να σκοντάψω στην άγνοια επί τεχνικών ζητημάτων, μιας και το μόνο που θέλω να πω είναι ο πόνος μου γι’ αυτή την ομάδα, το θάμβος και ο καημός, που (ξέρω ότι) είναι ίδιος με τον δικό σας.
Οι ερωτευμένοι μπερδεύονται, υπερβάλλουν, πνίγονται, ενίοτε τα παρατάνε κιόλας, σαν τον Αρχάγγελο, που εκστατικός απορεί, και δεν ξέρει πώς να ονομάσει την Αγαπημένη. Τελικά δεν θα πει τίποτα – απλώς θα τη χαιρετήσει. Μα δεν αρκεί; Εγώ ισχυρίζομαι ότι μπορεί και να περισσεύει. Να γιατί κι ο Γιάννης μίλησε χθες για την αγάπη στο τουίτερ, μ’ ανήκουστο κελαηδισμό και με κανέναν ήχο: «The first step of the journey – giannis_an34».
Αυτό το βήμα μπορεί και να αρκεί, μπορεί να είναι το ταξίδι ολόκληρο. Δεν αποκλείεται να υπαινίσσομαι το πιο μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα. Και μιλάω σοβαρά! Έτσι θα εξηγείται που δεν θυμάμαι ούτε πώς τέλειωσαν αυτά τα δυο ματς. Εδώ που τα λέμε, κι ο Θουκυδίδης το τέλος του πολέμου δεν πρόλαβε να το γράψει, που ίσως ήταν για καλό, καθότι η αγαπημένη του Αθήνα ηττήθηκε. Ναι∙ αλλά από τον νικητή δεν έμεινε τίποτα, επειδή ο νικητής τα είχε όλα – εκτός από την αγάπη.
Μη με παρεξηγείτε: δεν πάω να πω ότι το μόνο που μετρά είναι η προσπάθεια. Αντιθέτως, πιστεύω κι εγώ, πολύ δυνατά, ότι το μόνο που μετρά είναι η νίκη. Εξίσου δυνατά πιστεύω ότι η νίκη σπανίως είναι αυτό που νομίζουμε. Σε δυο βδομάδες, λοιπόν, το τέλος της ιστορίας μου θα το πει κάποιος άλλος, ίσως ο στρατηγός Ξενοφών, μια ξένη και φίλη φωνή, που θα μάθει και σε μένα τα άρρητα ρήματα. Στο μεταξύ, ζητώ να μ’ εμπιστευτείτε: η ομάδα του Δημήτρη Ιτούδη παρουσιάζει ξανά, ήδη από τώρα, και για πρώτη φορά ύστερα από μια δεκαετία λίγο απογοητευτική, εκείνη την παραφορά της αγάπης που της χάρισε το προσωνύμιό της, που δεν είναι φτιαγμένο από χρυσό, ασήμι ή χαλκό, αλλά από το υλικό των ονείρων.
Τούτων δοθέντων, πώς θα μπορούσα να κοιμηθώ; Αδύνατον: Μες στην καρδιά μου σε καλοδέχτηκα, αγαπημένη, / μεγάλη επίσημη, που τόσα χρόνια ήσουν χαμένη. Θα ήμουν ασφαλώς απέραντα ευγνώμων αν αγρυπνούσαμε και τις επόμενες μέρες παρέα, φέρ’ ειπείν προσευχόμενοι: Ας ήτανε αληθινό το όνειρο τ’ αποψινό… Ποτέ δεν ξέρεις.
Τον Μάιο του 2017, μάλιστα την αποφράδα 29η του μήνα, έγινε στον Πειραιά μια γιορτή για τα τριάντα χρόνια από τον θρίαμβο του 1987, και εκεί ήταν πολλοί από τους πρωταγωνιστές, εξ ων και ο Παναγιώτης Γιαννάκης, που δήλωσε: «Ήταν σαν να πατήσαμε το φεγγάρι!». Εγώ πιστεύω ότι το πάτησαν, ότι άλωσαν για μας τη Σελήνη.
Σε αυτό το σημείο, παρακαλώ να με φανταστείτε σε μια γωνία της κερκίδας του Μιλάνου, υπό τη μορφή του μακαριστού ηθοποιού Αντώνη Παπαδόπουλου, να φωνάζω: «Πυ-Πυ-Πύραυλος!».
Σήμερα που γράφω (3 Σεπτεμβρίου 2022) η ΝΑΣΑ αναγκάστηκε να αναβάλει για δεύτερη φορά την εκτόξευση του πυραύλου Artemis 1, εξαιτίας ενός μηχανικού προβλήματος, σαν τους τραυματισμούς των παικτών μας. Αλλά θα δοκιμάσουν ξανά. Η αποστολή, καίτοι δεν θα είναι επανδρωμένη, έχει ιστορική σημασία, εφόσον έτσι θα επιστρέψουμε στο φεγγάρι (εμείς, οι ενωμένοι άνθρωποι) για πρώτη φορά ύστερα από μισόν αιώνα, από το έτος 1972, τότε που άνοιξε στο Παγκράτι η παμπ Red Lion.
Εκεί γιόρτασα τη νίκη επί της Κροατίας, και θα πήγαινα πάλι απόψε, αν δεν παίζαμε αργά. Ίσως πάω λοιπόν τη Δευτέρα, μετά το ματς με τη Βρετανία, στο οποίο πιστεύω όλα να εξελιχθούν κατ’ ευχήν, δι’ ευχών όλων μας: Fly me to the moon / Let me play among the stars / Let me see what spring is like / On a-Jupiter and Mars…
Την Παρασκευή, μετά τον αγώνα με την Κροατία, ο Τζέρεμι Πάρσονς, αναπληρωτής διευθυντής συστημάτων γείωσης στο Διαστημικό Κέντρο Κένεντι, είπε τα εξής: «Η ομάδα μας είναι έτοιμη. Γίνονται καλύτεροι με κάθε προσπάθεια […]. Νομίζω ότι αν ευθυγραμμιστούν οι συνθήκες με τον καιρό, θα πάμε οπωσδήποτε».
Μα φυσικά και θα πάμε («Στον έβδομο ουρανό όλοι, αδέρφια!»), και μάλιστα ανεξαρτήτως κάθε συμβατικού αποτελέσματος. Εύχομαι να μη διαβάζετε την ιστορία μου με στενά κυριολεκτικούς όρους. Εύχομαι επίσης να μην αμφιβάλλετε: οι στίχοι που ακούσαμε με τη φωνή του Σινάτρα, δηλαδή τη Φωνή, ανεξίτηλη σαν του Συρίγου, ξέρουμε ότι τίποτε άλλο δεν σημαίνουν παρά, in other words, να μου κρατάς το χέρι και να με φιλάς. Επειδή I love you – αλήθεια σας λέω! Και να σκεφτείς ότι μιλώ τόσην ώρα για κάτι μαντράχαλους.
Διαβάστε ακόμα: Πού σηκώθηκες, βρε άνθρωπε;