Δεν θέλει και πολύ να καταλήξεις έτσι (Φωτογραφία από την ταινία Once Upon A Time In Hollywood).

Θυμάμαι τον θειό μου, πιτσιρικάς. Να οδηγεί υπερηφάνως το Peugeot 303 του στη Βασιλίσσης Σοφίας. Μη φανταστείτε καμιά κίνηση. Αλλά οι μαλακίες δεν έλειπαν και τότε. Κάποια στραβοτιμονιά έκανε, ο άλλος του την είπε. Οπότε εκστομίζει το αμίμητο: «Ρε συ, όταν εγώ οδηγούσα, εσύ έπαιζες βώλους». Μετά, ξέσπασαν κι οι δυο σε γέλια.

Το αναφέρω γιατί τον τελευταίο καιρό ανησυχούσα. Τώρα που έπεσαν οι μάσκες, στα καφέ, στο μετρό, ακόμα και στις ουρές μια εκπληκτικά φιλική ατμόσφαιρα βασίλευε εκεί «έξω». Ήμασταν τόσο χαρούμενοι που «ξαναβρεθήκαμε», ώστε δεν ήμασταν διατεθειμένοι ξάφνου να τα χαλάσουμε όλα για ένα καπρίτσιο.

Αλλά, διάβολε, είχε αρχίσει να μου τη δίνει! Πολύ χαμόγελο, πολλά «χα, χα και χου, χου», καμιά βρισιά, «παρακαλώ, προηγείστε» στο σουπερμάρκετ, ακόμα και άνθρωποι να μοιράζουν αφειδώς «καλημέρες». Τι κακό επρόκειτο ν’ ακολουθήσει; «Συγγνώμη» και «με συγχωρείτε»;

Ευτυχώς, αυτή η κεχαριτωμένη παρένθεση έληξε προχθές για πάρτη μου. Είχα πάρει το ποδήλατο και πήγα κι έπεσα πάνω σ’ έναν πεζό. Φυσικά, έφταιγα εγώ (έστω κι αν απλώς τον τζαρτζάρισα λιγουλάκι). Και ασφαλώς, δεν υπήρχε περίπτωση να το παραδεχτώ μετά τα γαμοσταυρίδια του.

Γίνεται να πλακωθούμε χωρίς να υπάρχει λόγος; Ναι, γίνεται.

Η όλη υπόθεση έληξε σε λιγότερο από δύο λεπτά, χωρίς να ξέρουμε πραγματικά πώς, παρεκτός ότι έπρεπε να τραβήξει καθένας το δρόμο του. Σε λιγότερο από δύο λεπτά λοιπόν επανασυνδέθηκα με αυτό που μου είχε λείψει τόσο πολύ: τον ασήμαντο διαπληκτισμό άνευ λόγου και αιτίας, έξω, μ’ έναν άγνωστο.

Βέβαια, ακόμα και οι συνεχείς περιορισμοί της πανδημίας δεν είχαν καταφέρει να εξαλείψουν τελείως αυτό το είδος σχέσεων. Ακόμα κι όταν ανησυχούσαμε για την απώλεια κοινωνικότητας, αρκούσε να παρατηρήσεις την αντοχή τους στο χρόνο. Κι αυτό σε καθησύχαζε. Μόνον όταν τα μέτρα χαλάρωσαν το πράγμα πήγε για λίγο να στραβώσει. Ένιωθα μπερδεμένος.

Όχι γιατί είμαι φαν αυτών των μικρών καβγάδων που αποτελούν το αλάτι ή γίνονται το δράμα μιας απλής βόλτας  στην πόλη, αλλά επειδή κάθε φορά που δοκιμάζω την εμπειρία τους γοητεύομαι. Τι συνέβη; Ποιος ήταν αυτός; Σε τι διαφωνήσαμε;

Ο Ηράκλειτος λέει: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς. Και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε, τους δε ελευθέρους». Αλλά και πάλι πρέπει να υπάρχει όντως ένας πόλεμος.

Γιατί το συναρπαστικό ή παράδοξο είναι πως μ’ αυτό το είδος αντέγκλησης, λογομαχίας συμβαίνει κάτι που προσομοιάζει σε διαμάχη, αλλά χωρίς πραγματικά να ξέρουμε προς τι το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός. «Acte manqué» το λένε στην Ηθολογία.

Είμαστε έτοιμοι για όλα ώστε να βρούμε το δίκιο μας, την ώρα που δεν υπάρχει διακύβευμα, που δεν έχουμε κάτι να κερδίσουμε. Θέλουμε να πλακωθούμε με κάποιον που δεν θα ματαδούμε ξανά. Και μετά, όλα τελειώνουν δίχως τέλος …απλώς πρέπει να φύγουμε.

Από τον τσακωμό, το μόνο που απομένει είναι ο μάταιος διαξιφισμός, μια νούλα, ούτε καν πιανόμαστε στα χέρια. Δεν αντλούμε τίποτα, ούτε ευχαρίστηση ούτε δικαίωση, ούτε ελευθερία ούτε έχθρα.

Ναι, με γοητεύουν αυτού του τύπου οι σχέσεις που δεν εντάσσονται σε καμιά κατηγορία, αν όχι στην ασαφή κατηγορία της «σχέσης», και που μοιάζουν να αποτελούν σταθερά του κοινωνικού μας πεδίου σε περιόδους κοινωνικής αποστασιοποίησης ή εικονικά.

Τι θα γινόμασταν αν δεν είχαμε αυτούς τους καθημερινούς τσακωμούς; Ένα φαντασματάκι ελευθερίας θα μας έλειπε.

Όμως, από τι είναι καμωμένες αυτά τα αλισβερίσια, που ωστόσο δεν έχουν διάρκεια, που δεν δεσμεύουν κανέναν παρά μόνο με τρόπο ανώνυμο κι εφήμερο, και δεν παράγουν το παραμικρό; Καθώς δεν πρόκειται για ανεστραμμένες κοσμικότητες, ούτε για τυπικά ούτε για αποδείξεις βίαιου μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Όχι. Κι αυτό είναι το πρόβλημα όλων εκείνων των σχέσεων που δεν είναι τέτοιες: δεν είναι τίποτα και δεν παράγουν τίποτα, αλλά όχι εντελώς. Αποτελούν έναν ουσιαστικό, αλλά διάχυτο και απρόβλεπτο τρόπο της κοινωνικότητάς μας, μιας κοινωνικότητας που υφίσταται και αναγεννάται, μια αόρατη κοινωνικότητα που μας ενοχλεί, αλλά έχει και κάτι απόλυτα αποδεκτό και μάλιστα απαραίτητο.

Αυτό είναι εξάλλου το δράμα: κοσκινίζουμε, επανερχόμαστε, μισούμε, αστειευόμαστε μ’ αυτές τις ασήμαντες σχέσεις που δεν είναι σχέσεις, αυτές τις αντι-σχέσεις, αλλά που τις βρίσκουμε επίσης απόλυτα φυσιολογικές, καθημερινές.

Λέγεται πως δεν θα τις συνηθίσουμε ποτέ, αλλά τις έχουμε ήδη συνηθίσει και, χωρίς αυτές, χωρίς τη δυνατότητά τους, ένα φαντασματάκι ελευθερίας θα μας έλειπε.

 

Διαβάστε ακόμα: Δώσ’ μου ένα φιλί.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top