giannouris1

«Όταν έχεις ένα όραμα, αυτό σε κινεί συνέχεια και σε παρακινεί, οπότε τις δυσκολίες ούτε τις υπολογίζεις ούτε τις σκέφτεσαι».

Ποιος ήξερε τη Βουλιαγμένη πριν από τον Γιαννουρή; Ας έκανε πρωταθλητισμό ο ΝΟΒ στο σκι και στο κολύμπι από παλιά, αν δεν υπήρχε ο κολυμβητής τότε, πρωταθλητής Ελλάδας στο πρόσθιο Γιάννης Γιαννουρής να οραματιστεί πράγματα αδιανόητα για το μικρόκοσμο του ελληνικού πόλο, κανένα παγκόσμιο παράδειγμα δεν θα είχε προκύψει, ούτε πρωταθλήματα παντού ούτε Κύπελλα Ευρώπης.

Όταν ο Γιαννουρής, τερματοφύλακας της Εθνικής ακόμα, αποφάσιζε μια φορά κι έναν καιρό, τριάντα χρόνια πριν, να πάρει μια ομάδα που παρέπαιε στην Τρίτη Εθνική και με αλλεπάλληλες γενιές «Μπέμπηδων» –παιδιών από τότε και σχεδόν πάντα από τα σπλάχνα της– να την οδηγήσει μέσα σε είκοσι μόλις χρόνια στην κορυφή της Ευρώπης, κανείς δεν θα μπορούσε, όσο υποψιασμένος και να ήταν, να προβλέψει μια τέτοια χρυσή πορεία.

Τα καταφέραμε και με τους Ολυμπιακούς, κύριε Γιαννουρή, τελικά…
Όταν είμαστε ενωμένοι οι Έλληνες, έχουμε ένα στόχο συγκεκριμένο και πίεση για να πετύχουμε, τα καταφέρνουμε, δεν τα καταφέρνουμε;

Δεν ήταν και μικρό project οι Ολυμπιακοί Αγώνες, βέβαια.
Αντίθετα. Ήταν πολύ μεγάλο, το μεγαλύτερο που έχει αναλάβει η Ελλάδα από…

Τον… Πόλεμο, από το Σαράντα και μετά, φαντάζομαι!
Ίσως. Η αλήθεια είναι πως δούλεψαν πάρα πολλοί άνθρωποι, με σχέδιο, και το αποτέλεσμα πράγματι δικαίωσε τις προσπάθειες όλων. Και της ηγεσίας, αλλά και των χιλιάδων άλλων που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους επ’ αμοιβή κι εθελοντικά.

Η αλήθεια είναι πως… κοψοχολιάσαμε. Πως φοβόμασταν ένα σωρό πράγματα, που θα μπορούσαν να μην είχαν πάει καλά. Πώς δεν έγινε «μπάχαλο»; Εντάξει το «ενωμένοι». Φτάνει όμως αυτό;
Εμείς οι από μέσα το ξέραμε πως δεν θα γίνει το μπάχαλο που είπατε.

Δεν μας το… σφυρίζατε κι εμάς, να μην πηγαινοέρχεται η ψυχή μας στην Κούλουρη;
Είχαμε προετοιμαστεί για ένα σωρό εναλλακτικά σενάρια, ανάλογα με τις δυσκολίες που θα συναντούσαμε. Πιο πολύ λόγω κάποιων καθυστερήσεων στο τελείωμα των εγκαταστάσεων δημιουργήθηκε κάποια γενική ανησυχία. Παρόλο που οι εγκαταστάσεις στο μεγαλύτερό τους ποσοστό ήσαν έτοιμες. Μένανε, βέβαια, τα τελειώματα, οι περιβάλλοντες χώροι, η στέγη του Καλατράβα…

Τι όνομα κι αυτό… σημαδιακό των δεινών μας!
Πάντως, νομίζω πως αποζημιώθηκε, τελικά, ο κόσμος με τη μοναδικότητα των Αγώνων αυτών και την τρομερή επιτυχία τους.

Τι λέτε τώρα! Εδώ μας λείπει το… ζέπελιν, που δεν το θέλαμε στην αρχή ούτε ζωγραφιστό. Εσείς κάνατε φίνις ως διευθυντής εγκαταστάσεων, αν δεν κάνω λάθος, αν και ξεκινήσατε ως… ο μάνατζερ-of-all-μάνατζερς.
Ναι. Τα πρώτα δύο χρόνια ήμουν διευθυντής αγωνιστικού προγράμματος, είχα δηλαδή την ευθύνη του συντονισμού όλων των επιμέρους διευθυντών, όλων των αθλημάτων. Ύστερα, μεταπήδησα στον τομέα διεύθυνσης των εγκαταστάσεων.

Κι είχατε και τον Καλατράβα να… τραβήξετε;
Όχι. Στη δικιά μας ορολογία, όταν μιλάμε για εγκαταστάσεις δεν εννοούμε τις κατασκευές, αλλά την ενσωμάτωση μέσα σ’ όλους αυτούς τους χώρους 100.000 περίπου ανθρώπων και πώς θα συνυπάρξει, θα συλλειτουργήσει όλος αυτός ο κόσμος αρμονικά, προσφέροντας τις υπηρεσίες του από διαφορετικά πόστα σε διαφορετικούς «πελάτες», θεατές ή αθλητές ή χορηγούς, δημοσιογράφους, κανάλια, που ο καθένας έχει τις δικές του απαιτήσεις και ανάγκες, ιδιαίτερα αυξημένες στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Μιλάμε πάλι για κολοσσιαίο έργο, δηλαδή.
Η προσπάθεια για το συντονισμό των πάντων ήταν έργο πάρα πολύ μεγάλο, γιατί δεν έπρεπε να σημειωθούν ελλείψεις και προβλήματα την τελευταία στιγμή.

giannouris2

«Το γεμάτο ΟΑΚΑ του Τελικού: μια πόλη σαν τη Βουλιαγμένη των τριών χιλιάδων κατοίκων έγινε ξαφνικά… πάμπλουτη σε κόσμο».

Μάλιστα. Ευτυχώς που υπήρχε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: Πώς ξεκίνησε να δουλεύει προς όλες αυτές τις κατευθύνσεις το τόσο οργανωτικό μυαλό σας; Πώς ο Γιαννουρής πρωτομπήκε στον κόπο να επινοήσει τρόπους και συστήματα, ν’ ακολουθήσει πρωτόγνωρες μεθόδους για την Ελλάδα, να πρωτοφτιάξει ομάδες στον τόπο αυτόν του «ετσιθελισμού» και του «ωχαδερφισμού»;
Ε, αυτό πώς να το εξηγήσει κάποιος εκ των υστέρων; Ούτε προφήτης ήμουνα να τα ξέρω όλα απ’ τα πριν. Ίσως είναι κι ένα ταλέντο του χαρακτήρα ενός ανθρώπου, που ή τό ’χεις ή δεν τό ’χεις τελικά. Εγώ προσωπικά θυμάμαι να έχω μια έμφυτη διάθεση από τον καιρό του σχολείου παρόμοια: είχα καημό από τότε να φτιάξω μια ομάδα με τους συμμαθητές μου στο ποδόσφαιρο, οργανωμένη όμως, να μην παίζουμε έτσι τυχαία μπάλα.

Σας είχε εμπνεύσει ήδη ο Τάκης ο Οικονομόπουλος, ο μεγάλος τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού, κι είχατε από το σχολείο ζωγραφίσει στον τοίχο του δωματίου σας δοκάρια και… πλονζάρατε;
Αυτά είναι άλλα. Στο σχολείο ήμασταν… υπεράνω ομάδων και προσώπων. Ήμασταν, όπως έπρεπε άλλωστε, της πλάκας.

Πλάκα είχε κι αυτή η ιστορία της προσωπικής σας ζωής που διηγήθηκα… εγώ, δεν μπορείτε να πείτε!
Ας πούμε. Πάντως, από τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου ως αθλητή κι ιδιαίτερα από τότε που είχα την τύχη ν’ αγωνίζομαι με τις Εθνικές Ομάδες, έβλεπα τους ξένους πώς δουλεύανε, και μέσα μου γεννιόταν το ερώτημα «Γιατί όχι κι εμείς»;


Διαβάστε ακόμα: Ο Σωτήρης Κακίσης θυμάται τη (νυχτερινή) θάλασσα της Καλαμάτας του 1975, ως πολίστας τότε κι ο ίδιος της Βουλιαγμένης


Ζηλεύατε, όπως όλοι μας, κι εσείς. Εσείς όμως αποφασίσατε να κάνετε κάτι γι’ αυτό…
Στεναχωριόμουνα όταν χάναμε, κι ας είχε το πόλο πάντα μια ξεχωριστή θέση στον ελληνικό αθλητισμό, κι ας ήταν ίσως το πιο επιτυχημένο από τα ομαδικά μας αθλήματα.

Συγκριτικά λέμε πάντα…
Συγκριτικά. Την εποχή τη δικιά μας, που δεν είναι και τόσο μακρινή, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι Εθνικές Ομάδες Νέων κι Εφήβων δεν αγωνίζονταν στα πανευρωπαϊκά πρωταθλήματα, λόγω και οικονομικών αδυναμιών. Κι ας είχε τις συμμετοχές της στους Ολυμπιακούς Αγώνες η Εθνική Ανδρών, χωρίς, βέβαια, επιτυχίες σαν τις τελευταίες, αλλά χωρίς να είναι και ουραγός.

«Από τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου ως αθλητή έβλεπα τους ξένους πώς δουλεύανε, και μέσα μου γεννιόταν το ερώτημα: “Γιατί όχι κι εμείς;”».

Τη… γυαλίζαμε τη δέκατη θέση, πάντως, επί χρόνια.
Θυμάμαι τα χρόνια εκείνα, το ’77, ’78, όταν αντιμετωπίζαμε τις μεγάλες σχολές, τους Ούγγρους, τους Γιουγκοσλάβους, τους Ρώσους, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους κοιτάζαμε με κάποιο δέος, και δεν τολμούσαμε να σκεφτούμε πως μπορούμε να τους νικήσουμε. Εγώ, λοιπόν, αυτό έβλεπα τότε: πως όλοι αυτοί δουλεύανε με πρόγραμμα, με σύστημα, με μεθοδικότητα.

Αλλά δεν ξεκινήσατε με την Εθνική. Τη Βουλιαγμένη επινοήσατε.
Δεν είναι πια μυστικό, αλλά την εποχή που ξεκινήσαμε με τη Βουλιαγμένη, το σύνθημά μας ήταν «Πάμε με τα μικρά παιδιά». Και το λέγαμε από στόμα σε στόμα, κι εξελίχτηκε πολύ το πράγμα, κι αποτέλεσε ένα μοντέλο διαφορετικό πολύ από το μοντέλο της αγοράς έτοιμων παικτών «Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός», του τόσο γνωστού στην Ελλάδα που όλοι σπεύδανε να μιμηθούν. Και θέλω να πιστεύω πως δείξαμε και το δρόμο σε αρκετές ομάδες της περιφέρειας, οι οποίες δεν είχαν τα μέσα να συναγωνιστούν τις μεγάλες στις μεταγραφές.

Χανιά, Χίος…
Όλοι, λοιπόν, μαζί, με τη δουλειά που κάναμε, δώσαμε στο ελληνικό πόλο τη δυνατότητα νά ’χει μια καλύτερη θέση στην παγκόσμια σκηνή του αθλήματος. Να μην είμαστε πια ουραγοί.

Νά ’χουμε σταθερότητα, παρά τις αιώνιες εσωτερικές μας παλινδρομήσεις, Πρωταθλήματα και Κύπελλα Ευρώπης, μετάλλιο Ολυμπιακό στις Γυναίκες και Παγκόσμια Πρωταθλήματα στις Νεάνιδες και στους Νέους. Όπως μας τα λέτε, βγαίνει πως, αν και η δουλειά ξεκινάει από τη Βουλιαγμένη, το όραμά σας ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο… Εγώ, ως αρχαίος συμπαίκτης σας, ομολογώ πως ελάχιστα είχα καταλάβει: ακόμα στη θάλασσα παίζαμε!
Όταν έχεις ένα όραμα που λέτε, αυτό σε κινεί συνέχεια και σε παρακινεί, οπότε τις δυσκολίες ούτε τις υπολογίζεις ούτε τις σκέφτεσαι. Κατ’ αρχάς, δεν το βλέπεις ως  επάγγελμα, ως χόμπι μάλλον το βλέπεις.

Γι’ αυτό και τελειώνεις και κάνα… Πολυτεχνείο, καλού-κακού. Μιλάμε όμως για πολύ σκληρό χόμπι, γιατί ο Γιαννουρής κοιμότανε και τη νύχτα στην πισίνα δίπλα, σαν τσιγγάνος!
Αυτό όμως, και πολλά άλλα, εγώ ποτέ δεν τα θυμάμαι ως θυσίες. Ούτε όσα τράβηξα ως αθλητής ή παίκτης. Το ξέρετε άλλωστε κι εσείς… από μέσα, πως οι απέξω τα βλέπουν όλ’ αυτά σαν θυσίες. Αλλά για τους μέσα είναι τρόπος ζωής που τους αρέσει. Βρίσκονται σ’ ένα χώρο που τους ανήκει και του ανήκουν, όπου διακρίνονται. Μιλάμε για βασικά στοιχεία σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη ύπαρξη, για βασικές απαιτήσεις του κάθε κοινωνικού όντος. Κι ύστερα, πρόκειται για χώρους σχετικά υγιείς.

Σχετικά…
Κρατάμε πάντα τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Είναι αδύνατο οπουδήποτε να ’ναι όλα ρόδινα. Όπως παντού, έτσι και στους χώρους της πισίνας υπάρχουν και οι καλές και οι κακές στιγμές. Όταν μιλάς, όπως εγώ τώρα, από μια σχετική απόσταση κι έχοντας διανύσει μια πορεία που ξεπερνάει τα εικοσιπέντε χρόνια, κάνεις μια αναδρομή κι έναν απολογισμό κι είσαι σε θέση να συγκρίνεις πενταετίες και δεκαετίες. Κάτι που εν θερμώ είναι δύσκολο να το κάνεις. Η πρόοδος μόνον… κατόπιν εορτής φαίνεται.

Ωραία. Αυτό δεν είναι παγκόσμιο φαινόμενο; Μια ομάδα που βρίσκεται στην Τρίτη Εθνική το 1975, σε είκοσι σχεδόν χρόνια, με δικά της παιδιά αποκλειστικά, να φτάνει να πάρει Κύπελλο Ευρώπης;
Δεν μ’ αρέσει να επικαλούμαι συνέχεια το παράδειγμα της Βουλιαγμένης, παρότι νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση για τα όσα πετύχαμε εκεί. Γιατί το ’81 η Βουλιαγμένη ανέβηκε στην Πρώτη Εθνική, και, ενώ τη χρονιά εκείνη έχασε από τον Εθνικό, τον αιώνιο ώς τότε Πρωταθλητή με 23–0, μέσα σε δέκα χρόνια, το ’91, πήραμε το Πρωτάθλημα. Τον Εθνικό τον πρωτοκερδίσαμε το ’86 μες στον Πειραιά, σ’ ένα παιχνίδι ορόσημο για όλο το ελληνικό πόλο.

«Την εποχή που ξεκινήσαμε με τη Βουλιαγμένη το σύνθημά μας ήταν “Πάμε με τα μικρά παιδιά”».
giannouris3

Η Βουλιαγμένη πρώτη Κυπελλούχος Ευρώπης από κάθε άλλη ελληνική ομάδα στο πόλο.

Που έδωσε και το τίτλο τότε στη Γλυφάδα το παιχνίδι αυτό…
Ναι. Πήρε το Πρωτάθλημα η Γλυφάδα, που είχε την καλή της πενταετία τότε σε ό,τι αφορά τους Άνδρες. Δεν γυρνάω τόσο πίσω πια. Αν και θυμάμαι όλους τους παίκτες, τα δεκάδες παιδιά, που όλοι βάλανε το δικό τους λιθαράκι.

Κι έχει παραχθεί κι ένα σημαντικότατο προπονητικό know-how, άγνωστο κι αυτό πριν για το πόλο μας.
Γιατί σε πολλά από τα παιδιά, της πρώτης γενιάς, του ’80, τους δόθηκε η ευκαιρία να πάνε στη Γυμναστική Ακαδημία και στα ΤΕΕΦΑ και όχι μόνο, συνδυάζοντας την ανωτέρας βαθμίδας κατάρτιση με την εμπειρική τεχνογνωσία, τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απέκτησαν στη Βουλιαγμένη. Κι αρκετοί από αυτούς κάνουν και καριέρες τώρα προπονητικές.

Ένδοξες και σημαντικές επίσης.
Κι αυτό είναι πηγή για μένα ικανοποίησης, αφού αποτελέσαμε και προπονητικό, εκτός από φυτώριο παικτών, όλα αυτά τα χρόνια. Θέλω να πιστεύω πως ένας προπονητής που θήτευσε στο σχολείο της Βουλιαγμένης πήρε κάτι από ’κει, και θα συμπληρώσει με τη δική του πείρα για να κάνει τις αντιλήψεις του ακόμα καλύτερες. Επανέρχομαι όμως και σας ξαναλέω πως, αν και τη θεωρώ πολύ παραγωγική εκείνη τη φάση της ζωής μου, ξέρω πως τα πράγματα προχωράνε, εξελίσσονται, κι είμαστε πια αλλού.

Επίσης έχει ενδιαφέρον εδώ να πούμε πως ο Γιαννουρής ξεκίνησε ως προπονητής, όχι του ΝΟΒ, αλλά του… Παναθηναϊκού! Και προτού φτάσει με τη Βουλιαγμένη στο Κύπελλο Ευρώπης, πέρασε από την Εθνική, τον Εθνικό, τη Μαρσέιγ, και πήρε και Κύπελλο Ιταλίας με την Πεσκάρα.
Και προπονητικά ξεκίνησα στη Βουλιαγμένη, εγώ επιμένω. Το ’76, ’77, δεκαεννιά χρόνων, παίκτης της Εθνικής, πήρα τη σκυτάλη από τον Ηλία τον Λακουμέντα, κι άρχισα να στήνω τις υποδομές μας. Ο Βαγγέλης ο Ρούπακας ήταν τότε δώδεκα χρόνων.

Μπέμπης.
Ναι. Ο Διονύσης ο Μαυρωτάς ήταν δεκατριών. Ο Διονύσης ο Δάρρας δεκαπέντε, κι ο Γιώργος ο Μαυρωτάς δεν είχε αρχίσει ακόμα. Επί μία πενταετία πάλευα με την υποδομή. Που το ’82, τη χρονιά που πρωτόφυγα για τον Παναθηναϊκό, πήρε το πρωτάθλημα Παίδων. Κι έλειψα μόνο για δύο χρόνια τότε, στη μεγάλη ομάδα του Παναθηναϊκού, που ήταν ήδη στην Πρώτη Εθνική.

Διαβάστε ακόμα: Ο μεγάλος ΦΟΥ-ΝΤΑ-ΡΙ-ΣΤΟΣ του ελληνικού πόλο

 

Στην επόμενη σελίδα: Ο πρώτος Έλληνας προπονητής, σ’ οποιοδήποτε σπορ που πάει σε μεγάλο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα κι επιτυγχάνει.

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top