Ωνάσης, Παπαθανασίου, Ελύτης, Γκάλης, Χατζιδάκις. Το κοινό τους στοιχείο είναι η παγκόσμια φήμη τους.

Πρόσφατα βρέθηκα σε μια παρέα νέων (wannabe) αβάντ-γκαρντ ποιητών. Οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν νέοι, με στυλ που τρυγούσε πάθος από τη μεγαλαυχία της ηλικίας τους και με ιδέες που ο εξτρεμισμός τους -καίτοι χτυπούσε εκ του συστάδην- στην ουσία έμοιαζε με άσφαιρα πυρά.

Κάποια στιγμή πήρε τον Οδυσσέα Ελύτη η «μπάλα». Τους φαινόταν μπανάλ, πολύ συναισθηματικός ή όπως το είπε ένας της ομήγυρης «ο κατάλληλος ποιητής για τις κυρίες του Facebook». Μπορώ να δεχθώ να ρίχνεις μια μικρή πέτρα σε ένα θεόρατο άγαλμα. Ένας καλλιτέχνης οφείλει να «σκοτώσει» τον πατέρα του μέσα του για να προχωρήσει. Να τον «σκοτώσει», ναι, αλλά να τον ρίξει και στην πυρά;

Η πρώτη σκέψη που σου έρχεται στο μυαλό είναι ότι όσο πάμε φτωχαίνουμε, χάνουμε τα πρόσωπα αιχμής που διαθέτουν πανανθρώπινο εκτόπισμα.

Όποια κρίση κι αν κάνεις εκ των υστέρων για τους «μεγάλους» αυτού του τόπου, όση επιθετική διάθεση αποδόμησης κι αν διαθέτεις, στο τέλος καταλαβαίνεις πως κανένα λάκτισμα δεν θα τους πονέσει. Βρίσκονται πολύ μακριά μας, έχουν ξεφύγει από την ημεδαπή. Το ότι είναι Έλληνες είναι ένας γεωγραφικός προσδιορισμός (όχι αμελητέος), την ίδια στιγμή που έχουν αποκτήσει τον χαρακτήρα του παγκόσμιου.

Ο θάνατος του Βαγγέλη Παπαθανασίου (Vangelis για τους ξένους) πέρασε ως είδηση από όλα τα ξένα ΜΜΕ. Τα αφιερώματα προς τιμή του είναι πολλά και εμβριθή. Αίφνης, καταλαβαίνεις πως ο χαρακτηρισμός «οικουμενικός» που του προσέδωσαν ενόσω ζούσε δεν ήταν ένα μαξιμαλιστικό σχήμα λόγου. Ίσχυε μέχρι κεραίας. Αλήθεια, ο θάνατος πόσων σύγχρονων Ελλήνων θα απασχολήσει την κοινή γνώμη στο εξωτερικό;

Η προηγούμενη περίπτωση ήταν -αναφανδόν- αυτή του Μίκη Θεοδωράκη. Η είδηση του θανάτου του σκόρπισε συγκίνηση ακόμη και στα νησιά Γκαλαπάγκος. Η πρώτη σκέψη που σου έρχεται στο μυαλό είναι ότι όσο πάμε φτωχαίνουμε, χάνουμε τα πρόσωπα αιχμής που διαθέτουν πανανθρώπινο εκτόπισμα. Καταλήγεις να συλλογίζεται με όρους άγονης παρελθοντολογίας. Πότε θα έρθει ο επόμενος Σεφέρης; Πότε θα γεννηθεί ο νέος Χατζιδάκις;

Δεν γεννιέται κάθε μέρα ένας Παπανικολάου ή μια Κάλλας. Το μέτρο των πραγμάτων, όμως, πάντα το δίνει το εξαιρετικό ταλέντο.

Όπως κάθε ωραιοποίηση, έτσι και η παρελθοντολαγνεία είναι μια ιδανική συνθήκη που περισσότερο γεννιέται στο μυαλό μας παρά υπήρξε εκεί στο βάθος του χρόνου. Από την άλλη, ισχύει η γνωστή κινέζικη κατάρα: «Είθε να ζεις σε ενδιαφέροντες καιρούς».

Αν σκεφτεί κανείς το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι τελευταίοι των «μεγάλων» αντιλαμβάνεσαι πως οι καιροί τους ήταν αρκούντως ενδιαφέροντες. Όχι απαραίτητα καλοί, αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους ηρεμίας. Μεγάλωσαν σε μια Ελλάδα που κουβαλούσε ακόμη τα τραύματα του Εμφυλίου, ήταν χωμένοι στη λάσπη αλλά κοιτούσαν τ’ άστρα, έζησαν την επταετία και τις διώξεις. Γενικώς, βίωσαν πολλά και με έντονο τρόπο κι αυτή η εμπειρία μεταπλάστηκε στο έργο τους.

Όχι, δεν ήταν όλα τα έργα εκείνης της εποχής σπουδαία και τρανά. Δεν γεννιέται κάθε μέρα ένας Παπανικολάου ή μια Κάλλας. Το μέτρο των πραγμάτων, όμως, πάντα το δίνει το εξαιρετικό ταλέντο, εκείνη η ιδιοφυΐα που σπάει τα στεγανά, που δημιουργεί τη δική της φωνή – ακόμη κι αν αυτή πηγαίνει κόντρα στο πλειοψηφικό ρεύμα. Κάθε εποχή γεννάει τους σημαντικούς της εκπροσώπους.

Φταίμε εμείς που σήμερα δεν έχουμε τέτοιους Έλληνες ή η άγονη εποχή; Η απάντηση είναι το αντίστοιχο της γνωστής σοφιστείας «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα». Καταρχάς, ακόμη και στις μέρες μας έχουμε παγκόσμιους Έλληνες. Ο Λάνθιμος, ο Δασκαλάκης και ο Αντετοκούνμπο είναι οι πιο χαρακτηριστικές και πολυδιαφημισμένες περιπτώσεις. Υπάρχουν διαπρεπείς επιστήμονες που μιλούν την ελληνική, αλλά πράττουν με διεθνές πνεύμα. Ιδού ο σωστός διεθνισμός και όχι η συμπαράσταση στους αγωνιστές της Νικαράγουα (!) όπως πιστεύαμε εκεί πίσω στα 90’s.

Δεν χρειάζεται να μας πιάνει νοσταλγία για το ένδοξο παρελθόν μας. Δεν έχει νόημα να θεωρούμε πως μετά τον Κολοκοτρώνη ουδείς άλλος θα καταφέρει να γίνει ήρωας.

Αυτό που έχει αλλάξει στις μέρες μας είναι η πολυμέρεια των πηγών πληροφόρησης, η ανάδυση (και ανάδειξη) του ευτελούς ως κυρίαρχη τάση, καθώς και μια επικίνδυνη ευκολία να ρίχνουμε από το βάθρο τον οποιονδήποτε με χαρακτηριστική ευκολία. Τρέμω στην ιδέα τι θα συνέβαινε αν ζούσε ο Χατζιδάκις και είχε λογαριασμό στο Facebook (δεν θα είχε, αλλά λέμε τώρα…). Πόσο απίθανο θεωρείτε να έβλεπε κάτω από μια ανάρτησή του κάποιον να του γράφει σε άπταιστα ελληνικά «Για τι Μαρέβα δεν λες κάτη».

Μπορεί πλέον να έχουμε άμεση πρόσβαση σε κάθε πληροφορία, όμως το φίλτρο που ξεχωρίζει ποια είδηση είναι ουσιαστική και ποια όχι, έχει εδώ και καιρό χαλάσει. Από τις τρύπες του περνούν τα πάντα. Όλα πέφτουν σε μια χοάνη που καταπίνει πολτό και χρυσάφι με την ίδια ευκολία.

Δεν χρειάζεται να μας πιάνει νοσταλγία για το ένδοξο παρελθόν μας. Δεν έχει νόημα να θεωρούμε πως μετά τον Κολοκοτρώνη ουδείς άλλος θα καταφέρει να γίνει ήρωας και σημείο αναφοράς. Ας αφήσουμε το χρόνο να δουλέψει όπως εκείνος ξέρει καλύτερα. Είναι βέβαιο πως αυτός αποδίδει πάντα την ουσιαστικότερη δικαιοσύνη επί της γης. Εξαφανίζει τους ουτιδανούς και διατηρεί αναλλοίωτους τους σημαντικούς.

Δεν ξέρω τι θα καταφέρουν οι νέοι ποιητές της παρέας που αναφέρθηκα στην αρχή. Ούτε αν κάποιος από αυτούς θα προταθεί ποτέ για Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μπορώ να φανταστώ, όμως, βάσιμα πως στο μέλλον θα υπάρξουν αντίστοιχοι νέοι που δεν θα μιλούν γι’ αυτούς. Πολύ πιθανό δεν θα τους έχουν ακούσει ή διαβάσει ποτέ.

Για να αποδειχθεί ότι είναι προτιμότερο να μιλούν ακόμη κι άσχημα για σένα από το να μην σε ξέρουν καθόλου ή να λένε λάθος το επώνυμό σου. Θυμίζω το προφανές: όλη η υφήλιος ξέρει τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Γκάλη ή τον Ωνάση με τα ονόματά τους. Δεν τους μπέρδεψε ποτέ και ούτε πρόκειται να το κάνει ποτέ.

 

Διαβάστε ακόμα: Μήπως ψάχνουμε την ελληνικότητα σε λάθος δρόμο;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top