Θα θέλαμε να ήμασταν στη θέση των Ισπανών, αλλά δεν τα καταφέραμε. Την επόμενη φορά (φωτογραφία: fiba.com).

Μόνο το τέλος των πραγμάτων είναι σημαντικό.
Yasuda Ukyo

 

Αυτή η μίνι σειρά για την Επίσημη Αγαπημένη στο Andro ήθελα να φτάσει μέχρι τον μαγικό αριθμό των Εννέα κειμένων και να κλείσει με ένα πρωτάθλημα, αλλά έγινε τ’ όνειρο καπνός και η αγάπη σκόνη, και όλα έμειναν μάταια, για παράδειγμα τα εφτά προηγούμενα κείμενά μου, που ίσως να υπομνηματίζουν το Επταήμερο των Παθών.

Έτσι ξημέρωσε η Κυριακή, η Όγδοη Ημέρα, η Ημέρα των Ημερών, που μου επιβάλλει ένα όγδοο και τελευταίο κεφάλαιο, για να πω ένα αντίο (μέχρι νεωτέρας) και να εξηγηθώ σε μερικούς φίλους που ρώτησαν τι μ’ έπιασε και μιλώ ξαφνικά για το μπάσκετ. Μυστήριο.

Το γήπεδο του χωριού μου μας δίδαξε την ιερή αρετή της φιλίας, την άμιλλα, και προ παντός τη θυσία.

Σε μια κινηματογραφική ταινία για το αμερικάνικο φούτμπολ (ή μπέιζμπολ) υπάρχει αυτή η συγκινητική σκηνή, όταν οι παίκτες και οι προπονητές ενώνουν τα χέρια δίνοντας υπόσχεση νίκης, και γύρω τους συσπειρώνεται μια ολόκληρη πόλη, που δίνει την ίδια υπόσχεση, για τον ίδιο αγώνα, μάχη, θυσία κ.ο.κ.

Την ταινία την ξέχασα, αλλά η συγκεκριμένη σκηνή μένει αλησμόνητη, ίσως επειδή αξιώθηκα να τη ζήσω πολλάκις στις μπασκέτες της παιδικής ηλικίας, εκεί που ρίχνει ακόμη σουτάκια η πιο καλή εκδοχή μας, που την αφήσαμε πίσω σαν φάντασμα όταν ήρθε το γήρας – αν και δεν είμαι βέβαιος για το ποια εκδοχή είναι το φάντασμα.

Τον Ιούλιο του 2018 βρέθηκα στην πατρίδα μου για μια μεγάλη γιορτή, που στο τέλος της μάθαμε ότι ένας αγαπημένος μου θείος είχε καρκίνο. Την επαύριον, μετά που ακύρωσα την επιστροφή στην Αθήνα, πήγα και αγόρασα μια μπάλα του μπάσκετ και ένα ζευγάρι αθλητικά Nike, νομίζω για πρώτη, και οπωσδήποτε για τελευταία φορά στον ενήλικο βίο μου. Μέχρι και η κοπέλα στο ταμείο το μάντεψε, και με ρώτησε: «Για ποιον είναι η μπάλα;» Δεν σας κρύβω ότι κοκκίνισα.

Για τις επόμενες σαράντα ημέρες, όσο χρειάστηκε ο καρκίνος να νικήσει τον θείο μου, πήγαινα στο γήπεδο του χωριού μας και έριχνα λίγα σουτάκια επί μία ώρα κάθε πρωί, μάλιστα τρέχοντας, που δεν ήταν τόσο εύκολο, ένεκα οι καταχρήσεις δύο δεκαετιών, όσες είχαν επισπεύσει την παρακμή, τον μαρασμό, την κατάρρευση.

Η μέση ηλικία, διάβασα τυχαία χθες, σημαίνει γκρεμισμένα όνειρα. Εξ ιδίων κρίνοντας, λέω ότι έτσι είναι. Τον Ιούλιο που μας πέρασε έγινα σαράντα χρονών. Η μέση ηλικία είναι μια έκταση από πρόσωπα που έχουν χαθεί. Γι’ αυτό η ίδια ηλικία είναι η υπόσχεση να τα συναντήσω ξανά, πάση θυσία: τα θέλω πίσω – plus interest!

Σε παρακμή ήταν και το γήπεδο του χωριού, απόδειξη το σπασμένο στεφάνι στη μία μπασκέτα, που κανείς δεν το έφτιαξε, καθότι σε κανέναν δεν είχε λείψει. Η γενιά μου φοβάμαι ότι ήμασταν οι τελευταίοι που παίξαμε εκεί, τη δεκαετία του 1990, παριστάνοντας αστέρες του ΝΒΑ που τους είχαμε δει μόνο στα περιοδικά.

O Giannis θα επιστρέψει στην Εθνική. Το όνειρο δεν έχει σβήσει (φωτογραφία: fiba.com).

Ήταν μια κατακόρυφη μυθολογία που μας δίδαξε την ιερή αρετή της φιλίας, την άμιλλα, και προ παντός τη θυσία, επειδή μας μύησε στο αθάνατο σύνθημα του Αλεξάνδρου Δουμά: «Όλοι για έναν και ένας για όλους». Ήταν δηλαδή η γιορτή των ανθρώπων που ενώνονται σε μιαν υπόσχεση νίκης, ξέροντας ότι η υπόσχεση είναι ήδη η νίκη, όταν τη δίνουν αληθινά, κοιτώντας ο ένας τον άλλον στο δόξα Πατρί και όλοι μαζί το στεφάνι – το φωτεινό και το δάφνινο.

Μιλώ για κάτι παιδιά, σαν αυτά που είδα τις προάλλες στην Αλεξάνδρας, στις μπασκέτες πάνω από το σταθμό του μετρό, και κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Πίσω στο 2018, ένα πρωί τ’ Αυγούστου, και ενώ χοροπηδούσα στη σκασμένη άσφαλτο που παριστάνει το παρκέ στο χωριό μας, άκουσα μια κόρνα αυτοκινήτου και είδα ένα χέρι να με χαιρετά, να μου γνέφει, να μου δίνει ένα νόημα. Έτσι αισθάνθηκα λιγότερο μόνος, και η μπασκέτα άνθισε σαν τίμιος σταυρός. Δος μου χέρι να πιαστώ.

Ήταν ένας συμπαίκτης από τα παλιά, ο διπλανός μου στο θρανίο της πέμπτης δημοτικού, ο Π., που εκδήλωσε χαρά και συγκίνηση, όχι μόνο επειδή με συναντούσε ύστερα από χρόνια, αλλά κι επειδή με συναντούσε εκεί, στο γήπεδο, σε έναν τόπο που κάποτε υπήρξε για μας καταφυγή και διάσωσμα, μια οδός διαφυγής απ’ το ψέμα.
Όταν του είπα τον λόγο της παραμονής μου στην Κύπρο, ο Π. χαμήλωσε το βλέμμα, και ήμασταν πάλι στην πέμπτη δημοτικού, όλοι οι φίλοι στο γήπεδο, μόνο που εκείνος έλειπε κι εμείς αναρωτιόμασταν πώς θα τον βοηθούσαμε τώρα που είχε χάσει τον αδελφό του, που ένα αμάξι τον χτύπησε στην πλατεία του χωριού, επειδή το παιδί είχε σφηνώσει την μπάλα στη σέλα του ποδηλάτου και η μπάλα γλίστρησε.

Ορισμένοι αποδίδουν το «ζντο» σε παραφθορά των φράσεων «let’s do it» ή / και «let’s go».

Αυτή ήταν η πρώτη κηδεία της ζωής μας. Η σύναξή μας εκεί (σε έναν τάφο) δεν διαφέρει από τη σκηνή της ταινίας που περιέγραψα, που είναι βέβαια το γνωστό μας «ζντο», όταν οι φίλοι απλώνουν τα χέρια σαν κλεφταρματολοί στο Ευαγγέλιο, και εφορμούν στο παρκέ με το μαχαίρι στα δόντια, ενίοτε και μ’ ένα τριαντάφυλλο.

Επειδή ανέκαθεν με ενθουσίαζε αυτό το οριακό συμβάν, βρήκα παλιά ότι το «ζντο» προκύπτει από παραφθορά του «ζήτω», μόνο που τώρα, προσπαθώντας να το επιβεβαιώσω για τις ανάγκες της παρούσας αφήγησης, έπεσα σε έναν ισχυρισμό (στο ίντερνετ, αλίμονο) που αποδίδει το «ζντο» σε παραφθορά των φράσεων «let’s do it» ή / και «let’s go». Δεν πιστεύω να ισχύει, αλλά θα το υιοθετήσω επειδή με βολεύει.

Μου επιτρέπει, εννοώ, να πάω στο 1996, στο τελευταίο μας τάιμ άουτ, όταν ο Π. με ταρακούνησε λέγοντας: «Πάμε, ρε, πάμε γερά!», διότι νωρίτερα είχα χάσει ένα κρίσιμο σουτ. Επίσης, είχα μάθει ότι είχε καρκίνο μια θεία μου. Μετά ευστόχησα.

Το 2018 ο Π. έπρεπε να πάει στη δουλειά, έτσι αναβάλαμε να παίξουμε μονό για μιαν άλλη φορά, και φυσικά δεν το κάναμε. Μα δεν πειράζει. Από το αυτοκίνητο, λίγο προτού φύγει, ορκίζομαι ότι τον άκουσα να φωνάζει ξανά: πάμε, ρε, πάμε γερά!

Η φράση με οδηγεί τώρα στον θρυλικό Γουάιατ Ερπ, όταν βάζει το σήμα του σερίφη στην τσέπη και μοιράζει τις καραμπίνες στους φίλους του, λίγο πριν από την αυγή, και κηρύσσει την έναρξη της μονομαχίας στο Ο.Κ. Κόραλ με ένα «Let’s go».

Πρόκειται για την πιο κρίσιμη σκηνή στο κλασικό γουέστερν του Τζον Φορντ, «Αγαπημένη μου Κλημεντίνη», του 1946, που σαν να επαναλαμβάνεται, λουσμένη σε ολόμαυρο φως, στο γουέστερν του Σαμ Πέκινπα, «Άγρια συμμορία», του 1969.

Εκεί, ασφαλώς λίγο πριν από την αυγή, η κάμερα εστιάζει στον αρχηγό Πάικ, ο οποίος, λέει ο μακαριστός Σάββας Παύλου, στεφανώνεται από το φως μιας εικόνας που σκέπει κι αυτόν και τη συμμορία του, και είναι η εικόνα του Εσταυρωμένου. Στο αμέσως επόμενο πλάνο, ο Πάικ κοιτάζει τους φίλους και λέει: «Let’s go».

Και πάνε, και σκοτώνονται όλοι για να σώσουν τον αιχμάλωτο φίλο τους, τον Άνχελ ή Άγγελο. Έτσι νομίζω ότι γλυκαίνει η άγρια συμμορία, και γίνεται μια φιλική εταιρεία, ετυμολογώντας το «ζντο» κατά το σύνθημα, ακριβώς, του Δουμά.

Σκηνή από το κλασικό γουέστερν του Τζον Φορντ, «Αγαπημένη μου Κλημεντίνη» (φωτογραφία: britannica.com).

Κάτι τέτοια μου έμαθε η ζωή στις μπασκέτες, μου τα χάρισε σαν κληρονομιά και σαν προίκα, για να τα ακούω και σήμερα, ειδικά όταν δυσκολεύουν τα πράγματα στην καθημερινή περιπέτεια. Τότε, εννοώ, ακούγονται όλοι οι συμπαίκτες από κάπου μακριά, απίστευτα μέσα μας, να χειροκροτούν και να λένε: «Πάμε, πάμε γερά!» Σαν άλλοτε, στο μέλλον, στο νυν και αεί. Κάτι τέτοια μπορεί και να μας κρατούν στη ζωή.

Το ξέρω ότι η ερημιά δεν αλλάζει, ότι η στάχτη είναι συνέχεια κυρίαρχη. Δεν πειράζει. Την έρημο τη διανθίζουν οι φίλοι μας, η φωνή που συνδαυλίζει τη στάχτη. Στο τέλος κάτι θα ανάψει: We mean to go on and on and on and on… Κι αν δεν την ακούτε, ακούστε τουλάχιστον την αντήχηση της μπάλας στο διάστημα, σε ένα κενό.

Η μπάλα κρατά στο παρκέ τον ρυθμό μιας ανάσας. Θα είναι ο μετρονόμος της μουσικής όταν χάνεται.

Ο θείος πέθανε τον Αύγουστο. Η θεία τον Απρίλιο. Ο Δ. το φθινόπωρο. Άλλη θεία τα Χριστούγεννα, ο Σ. τα Φώτα. Ο παππούς καταχείμωνο. Ο Γ. τον Νοέμβρη και ο Χ. τον Δεκέμβριο. Ο Α. καλοκαίρι, στο θέρος. Και άλλοι, όσοι κατά διάνοιαν έχετε.

Η μπάλα κρατά στο παρκέ τον ρυθμό μιας ανάσας. Θα είναι ο μετρονόμος της μουσικής όταν χάνεται. Αν νομίζετε ότι μιλώ για το μπάσκετ, μη με διαβάζετε. Τις προάλλες στο Νέτφλιξ, μιλώντας για τις δικές του περιπέτειες κάτω από τη μπασκέτα, ο συμπαθής κωμικός Τσενγκ Γουάνγκ παρατήρησε ότι ο μόνος λόγος που ταλαιπωρείται με τη σπυριάρα στην ηλικία του (και τη δική μου) είναι ο αγώνας to delay death, υπονοώντας ασφαλώς την υγεία του. Εγώ υπονοώ κάτι τελείως άλλο.

Η φίλη μου η Ν., που τη φωνάζουμε Λ., μου έστειλε προχθές ένα μήνυμα υπό τον τίτλο «Επίλογος ονείρου», για τον αποκλεισμό της Εθνικής Ελλάδος, αλλά και για τα κείμενά μου στο Andro, που αναρωτιόταν πώς θα ολοκληρωθούν, τώρα που πήγαν αδιάβαστα. «Είσαι κι αισιόδοξος», πρόσθετε, φυσικά στ’ αστεία, εφόσον ξέρει ότι τα κείμενά μου δεν είναι παρά λίγα σημειώματα αυτοκτονίας – όλα (κι όλα).

Το μήνυμά της λοιπόν η Ν. θα μπορούσε να το ονομάσει και «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο», σαν τον αποχαιρετισμό του Κίμωνα Φραγκάκη προς τον μακαριστό Γιώργο Κωνσταντινίδη, με τίτλο «Ρέκβιεμ για έναν εστέτ», που κλείνει ως εξής: «Η φανέλα του Γιώργου στο Andro θα αποσυρθεί. Τι νούμερο είχε η φανέλα; Το ζέρο, που κερδίζει μόνο στη ρουλέτα. Το μηδέν και το άπειρο. Άλλωστε ο Γιώργος σιχαίνονταν τα σπορ».

Κι εγώ δεν είμαι ακριβώς φίλαθλος, αλλά με συνεπαίρνουν οι άθλοι, από τον Ηρακλή μέχρι (χονδρικά) τον Χριστό. Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος. Στο ρέκβιεμ ο θρήνος είναι χαρμόσυνος, επειδή η έρημος γυρίζει καθ’ ημέραν σε κήπο.

Πριν από δεκαπέντε χρόνια είχα γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Ρέκβιεμ για τους απόντες». Ακόμα παλιότερα, σε ένα σπαρακτικό καρέ, ο αγέραστος Σνούπι παρελαύνει κατάμονος στο παρκέ, με ένα πανό που γράφει: «Μα πού πήγαν όλοι;»

Το τέλος εκβάλλει στην απαρχή. Λοιπόν: it’s a date!

Το τραγούδι που δίνει ραντεβού στους μπαξέδες, με το οποίο λογοπαίζει και ο τίτλος του παρόντος κειμένου, θυμίζω ότι αναφέρεται στον στρατηγό Μακρυγιάννη – άλλο αν μετά το σφετερίστηκαν άλλοι. Εκείνος, ο ταπεινότατος Γιάννης, ένα πράγμα ονειρεύτηκε, τη γιορτή των ενωμένων ανθρώπων. Τ’ όνομά του έμεινε όμως μισό.
Εγώ το γράφω ακέραιο, σαν τάμα και γράμμα της άνοιξης, και το στέλνω στη Ν. για να μην απελπίζεται: δεν υπάρχει κανένας επίλογος. Το τέλος εκβάλλει στην απαρχή. Λοιπόν: it’s a date! Το λέω ολίγον πανηγυρικά, επειδή είμαι απαρηγόρητος.

Στο γήπεδο έχει νυχτώσει και δεν βλέπω ψυχή – Καρούζος: Βγάλε ψυχή μου τραγούδι / να πολεμήσω την Άνοιξη. / Ξένος είμαι στο σπίτι μου / ξένος στους δρόμους / με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.
Μόνο αυτή την μπάλα που κρατά την ανάσα μου και περιμένει ν’ ακούσει μια κόρνα.

 

Διαβάστε ακόμα: Έχεις δικαίωμα να πέσεις, αλλά όχι να μην σηκωθείς.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top