The game is played. Not talked.
Giannis Antetokounmpo
Το 1950, μια Ελληνίδα σοπράνο γεννημένη στην Αμερική εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Σκάλα του Μιλάνου, που επρόκειτο να αναγεννηθεί, όπως και η σοπράνο, χάρη στον μεγαλοφυή σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η σοπράνο έγινε τότε η απόλυτη ντίβα της όπερας και σφράγισε την ανατροπή του ιταλικού ακαδημαϊσμού εισάγοντας στη σκηνή τη χάρη και τη χαρά της απλότητας. Ασφαλώς, ήταν η Μαρία Κάλλας, ή La Divina, η Θεϊκή. Μια Επίσημη Αγαπημένη.
Στις μέρες μας, στο σπίτι της Κάλλας, η ομάδα του μεγαλοφυούς σκηνοθέτη Δημήτρη Ιτούδη ίσως έχει σφραγίσει την ανατροπή του “σκεπτόμενου” λεγόμενου μπάσκετ, σηματοδοτώντας μιαν αλλαγή παραδείγματος, όχι τόσο ως προς το παιχνίδι καθαυτό, παρά ως προς τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβανόμαστε – το παιχνίδι.
Κι επειδή το μπάσκετ είναι μια πρώτης τάξεως μεταφορά για τον καθημερινό βίο, αυτή η (δυνητική) αλλαγή παραδείγματος δεν πρέπει να θεωρείται ασήμαντη.
Τώρα που τελείωσε, λοιπόν, η φάση των ομίλων, θα πω τι διδάχθηκα κι εγώ από την ομάδα του Ιτούδη, και θα το εντάξω στον ευρύτερο προβληματισμό για το “σκεπτόμενο” μπάσκετ, κρυφοκοιτάζοντας την καθημερινή ζωή εν Ελλάδι. Ο όρος “σκεπτόμενο”, πέρα από τις προθέσεις των εισηγητών του, θυμίζω ότι έχει ταυτιστεί πια με την “ελληνική σχολή”, που παθιάζεται με την άμυνα και καλά κάνει, αν και ενίοτε το παρακάνει λίγο και ξεχνά ότι το γήπεδο έχει δύο πλευρές, σαν τα κέρματα.
Είναι αλήθεια (σκληρή και γυμνή) ότι όλα στο μπάσκετ ξεκινούν απ’ την άμυνα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά έχουν κι έναν προορισμό, που είναι το καλάθι του αντιπάλου. Εκεί η αλήθεια φορά το καλά της.
Η ομάδα του Ιτούδη, χωρίς σκόντο στην άμυνα (αντιθέτως!), δεν παίζει όμως “σκεπτόμενο” ή “ελληνικό” μπάσκετ, κάτι που με κάνει να χαίρομαι (είτε κερδίσουμε είτε χάσουμε), ίσως επειδή το μπάσκετ δεν είναι ελληνικό παιχνίδι, και μ’ αρέσει που βλέπω ότι μαθητεύουμε, τηρουμένων των αναλογιών και δυνάμεων, στους πρώτους διδάξαντες Αμερικανούς φίλους. Αν κάτι θα ήθελα να διδαχθούμε απ’ αυτούς γενικά, είναι το γεγονός ότι η ομορφιά του μπάσκετ βρίσκεται στην απλότητα, και όχι στις αλγεβρικές αλχημείες του “σκεπτόμενου” δόγματος. Πείτε ότι μου έχει μείνει παιδικό τραύμα από τότε που ο Μπόζα Μάλκοβιτς κοουτσάριζε τον Ντομινίκ Γουίλκινς.
Ο κόουτς Ιτούδης, από την άλλη, δεν διστάζει να απλοποιήσει τα πράγματα, και να μας θυμίσει ότι και τα μαθηματικά είναι ωραία, επειδή είναι ουσιωδώς απλά. Άλλο οι περιπλέξεις στο πινακάκι του προπονητή, και άλλο η μπερδεμένη φλυαρία στο παρκέ. Η απλότητα κατορθώνεται με πλήθος περιπλοκές, που καμιά δεν φαίνεται όταν αρχίζει το σόου. Έτσι παίζει φέτος η εθνική: όπως έπαιζε η Κάλλας στη Σκάλα.
Μετά το ματς με την Ιταλία ο Ιτούδης ρωτήθηκε αν έχει δώσει στους παίκτες του το ελεύθερο να σουτάρουν νωρίς στην επίθεση και η απάντησή του πιστεύω ότι ξεκαθαρίζει τη διαφορά ανάμεσα στο απλοϊκό και το απλό, όπως και ανάμεσα στην απλότητα και την εκζήτηση: «Δεν είναι θέμα ελευθερίας», είπε ο κόουτς, «αλλά καλού spacing. Πρέπει να βρίσκουμε τρόπους για να δημιουργήσουμε καλύτερο spacing.
Ο Γιάννης το κάνει, ο Καλάθης και ο Ντόρσεϊ το κάνουν. Θα ήμουν τουλάχιστον ανόητος αν τους κρατούσα πίσω όταν μπορούν να το κάνουν. Μπορούμε να έχουμε καλύτερες επιλογές στο σουτ, σε κάποιες στιγμές που πρέπει να στοχεύσουμε κάποιον αντίπαλο, αλλά χρειαζόμαστε αυτοματισμούς. Όταν ερχόμαστε από το ματς με την Κροατία, με 28 πόντους στο transition, θα ήμασταν ανόητοι να αλλάξουμε το στιλ μας. Δεν είναι θέμα ελευθερίας, είναι θέμα αποστάσεων».
Αυτές οι αποστάσεις είναι βέβαια ο συντελεστής για την ελευθερία, η οποία εξασφαλίζει την απλότητα στο στιλ παιχνιδιού, όχι μόνο με το transition αλλά και με ευφυείς επιλογές στο σετ παιχνίδι, όπως στο δεύτερο ημίχρονο με την Ουκρανία, με τα p’n’r και με τα σκριν του Παπαγιάννη για τις εφορμήσεις του Γιάννη. Ασφαλώς, απλό ήταν το παιχνίδι της Εθνική Ελλάδος και στο παρελθόν, φέρ’ ειπείν το 1987.
Αν επανερχόμαστε τις ημέρες αυτές στην περίπτωση Γκάλη, δεν είναι επειδή προεξοφλεί κανείς ότι η ομάδα του Ιτούδη θα κατακτήσει ένα μετάλλιο, αλλά επειδή η Εθνική Ελλάδος διαθέτει για πρώτη φορά μετά το 1987 έναν παρόμοια κυριαρχικό παίκτη, που είναι πια αρκετά ώριμος ώστε να κάνει τους συμπαίκτες του καλύτερους και να γίνεται καλύτερος χάρη σε εκείνους. Η εθνική δεν είναι μια one-man-band, επειδή ποτέ δεν υπήρξε τέτοια, ούτε επί Γκάλη. Θα έλεγα ότι είναι θέμα παράδοσης.
Ο Γκάλης, παρεμπιπτόντως, μας ήρθε συστημένος από την πρώτη διδάξασα Αμερική, κι έτσι γέμισε ο τόπος με γκάνγκστερς, οπότε η κατοπινή συμμορία έδωσε ένα μάθημα στην Αμερική, στη μακρινή Ιαπωνία. Οι θρίαμβοι εκείνης της εθνικής σκέφτομαι ότι συνέβαλαν στην άνωθεν επιβολή του “σκεπτόμενου”, επειδή η ομάδα συνδύαζε τη σκληρή άμυνα με ένα συνήθως αργό τέμπο στην επίθεση – και λοιπόν;
Εδώ βρίσκεται το σημείο-κλειδί του παρόντος κειμένου, που δεν αρνείται το αργό τέμπο, ούτε (προς Θεού) την άμυνα, αλλά την αναγωγή τους σε θέσφατο για την “ελληνική σχολή” – που την ίδρυσε ένας από τους κορυφαίους σκόρερ του κόσμου. Ο καημός μου, δηλαδή, είναι μάλλον σημειολογικής τάξεως, διότι αυτή η μονομερής ανάγνωση των αγώνων, που συχνά απαξιώνει την επίθεση και τους επιθετικογενείς παίκτες, νομίζω ότι βλάπτει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το παιχνίδι.
Τις προάλλες ο Λούκα Ντόνσιτς έβαλε 47 πόντους (ξεπερνώντας και τον ίδιο τον Γκάλη), και ένας καλός φίλος έσπευσε να μου επισημάνει: «Ναι, αλλά δεν παίζει άμυνα». Λυπάμαι που το λέω αλλά έτσι αντιδρούμε, ως κοινωνία (και πρώτος εγώ), σε ό,τι συμβαίνει: με μιζέρια και γκρίνια. Για να την ξορκίσω, θέλω να εκφράσω εδώ την αγάπη για το παιχνίδι, που χωρίς αυτήν δεν νοείται ούτε επαγγελματισμός ούτε τίτλοι. Το μπάσκετ για μένα υπήρξε ανέκαθεν διασκέδαση, απόλαυση και (με μιαν αδόκιμη λέξη) ανοιχτωσιά. Η σκληρή άμυνα είναι οπωσδήποτε αιτία ενθουσιασμού, αλλά δεν θα γίνει ποτέ αιτία χαράς αν δεν ακολουθήσει ένα καλάθι. Το παιχνίδι το κερδίζει όποιος βάζει περισσότερους πόντους – όχι όποιος δέχεται τους λιγότερους.
Προφανώς και τα δύο αυτά πάνε μαζί, αλλά έχει σημασία να τα διαβάζουμε κιόλας μαζί, και να μη γιορτάζουμε μόνο τις άμυνες που πνίγουν τον αντίπαλο, ειδικά εφόσον ξέρουμε ομάδες που έπνιγαν τον αντίπαλο και μετά έπνιγαν και τους θεατές, αγκομαχώντας ώσπου να σκοράρουν μισό πόντο. Δεν πάει έτσι, απόδειξη η Κάλλας που ξελαρυγγιάζεται χωρίς να ιδρώνει το αυτί της – ούτε (προ παντός) το δικό μας.
Το ξέρω ότι μας αρέσει να λέμε ΟΧΙ, όμως τις νίκες τις δίνει η κατάφαση. Η μονομανία με την άμυνα, και η αντίστοιχη ανάγνωση του παιχνιδιού, θυμίζει κάποιον που κοιτάζει ένα ρόδο αλλά αγορεύει για τον σπόρο και την κοπριά. Εγώ θα ήθελα να μεθούσαμε με το άρωμα, αποδίδοντας τα εύσημα και στον σπόρο. Τόσο κακό είναι;
Ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν ένας από τους κορυφαίους αμυντικούς του ΝΒΑ, αλλά όταν τον βλέπω στον ύπνο μου έχει ήδη κλέψει την μπάλα και καρφώνει, ή χορεύει με ένα fade away, σαν τον Νιζίνσκι. Το ίδιο και ο μακαρίτης ο Κόμπι.
Καίτοι άσχετος (εννοώ: άμπαλος) πιστεύω ότι χρειαζόμαστε μια διαφορετική θεωρία πρόσληψης για το μπάσκετ, και η ομάδα του Ιτούδη, που τρώει σίδερα στην άμυνα και αμέσως μετά τρέχει, πασάρει, σουτάρει και σκοράρει με υπέροχο ρυθμό, ίσως είναι ο καταλύτης γι’ αυτή την αλλαγή, ασχέτως του τι θα συμβεί στη συνέχεια.
Κι επειδή οι ειδήμονες ταυτίζουν τη σκληρή άμυνα με την “ελληνική σχολή”, προτείνω έναν άλλον όρο, που πιστεύω να ικανοποιήσει όλους: ελληνοαμερικάνικη σχολή – τι λέτε; Προτού απαντήσετε, διαβάστε το όνομα στο Hall of Fame: Nick Galis. Δίπλα του υπάρχει μία θέση κενή, που περιμένει. Και ο Giannis τρέχει, τρέχει.
Η πρόσληψη του (ελληνικού) μπάσκετ ως ελληνοαμερικάνικου σκέφτομαι ότι ίσως επιτρέψει να δοξάσουμε τη σκυλίσια άμυνα αλλά να χαρούμε χωρίς κόμπλεξ και την επίθεση, και να καταργήσουμε επιτέλους τον όρο “σκεπτόμενο”, ειδικά τώρα που το μπάσκετ έχει γίνει ακόμα πιο απλό, ακόμα πιο όμορφο. Το μόνο περιεχόμενο που εντοπίζω πλέον στο “σκεπτόμενο” μπάσκετ είναι οι τακτικισμοί αλλοτινών εποχών, τότε που οι αδύναμες ομάδες πάσχιζαν να καταστρέψουν το παιχνίδι του αντιπάλου, καταστρέφοντας τη χαρά του παιχνιδιού για χάρη της νίκης.
Επειδή όμως αυτό το παιχνίδι δεν είναι ποδόσφαιρο, σπανίως δικαιώθηκαν τέτοιες επιλογές. Έπειτα, και για να μη νομίζουμε ότι η απλότητα είναι προνόμιο του ισχυρού, θυμίζω ότι μετά που ο Γολιάθ έκανε διάφορα τσαλίμια, ο Δαβίδ τού πέταξε μια πέτρα and that’s all folks.
Τη σκληρή άμυνα και το αργό τέμπο νομίζω ότι μάθαμε να τα αποδίδουμε σε ένα κάποιο “σκεπτόμενο” μπάσκετ όταν δεν συνοδεύονταν από έφεση στην επίθεση. Ωστόσο, όποτε θριάμβευσε, η Εθνική Ελλάδος τη διέθετε κι αυτή, μαζί με τανάλιες στην άμυνα. Η αλήθεια είναι ότι οι πραγματικά σπουδαίες ομάδες έπαιζαν ανέκαθεν απλά, είτε ήταν εκείνες του Φιλ Τζάκσον είτε ήταν εκείνες του Γκρεγκ Πόποβιτς.
Το όντως σκεπτόμενο (εκτός εισαγωγικών) μπάσκετ είναι αυτό που γράφεται στο πινακάκι και δουλεύεται στην προπόνηση. Και όταν η ομάδα είναι μεγάλη και οι παίκτες ευφυείς, το εκτελούν σαν χορογραφία με μάτια κλειστά, “απερίσκεπτα”, όταν ανάβουν τα φώτα στη σάλα – ή στη Σκάλα, στην ουρανοδρόμο κλίμακα. Γι’ αυτό τον χορό έχει στηθεί και το κοινό στην κερκίδα. Και είναι κρίμα, νομίζω, να χαραμίζεται η φράση «υψηλό μπασκετικό IQ» για οτιδήποτε άλλο πέρα από την κατορθωμένη απλότητα, τη σκέψη που έχει μετατραπεί σε σωματικό, σύγκορμο αντανακλαστικό.
Ο συγγραφέας Κλάιστ σοφά έλεγε ότι οι μαριονέτες, τα αυτόματα, χορεύουν απείρως καλύτερα από τους ανθρώπους, επειδή δεν σκέφτονται. Να πώς ξεκίνησαν οι αυτοματισμοί και στο μπάσκετ. Γι’ αυτό μην το σκέφτεστε και ακούστε τον άμπαλο φίλο σας: ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν. Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα.
Διαβάστε ακόμα: Γκάλης, ένα ελληνικό ποίημα.