Οι εμπειρίες, όπως και οι αναμνήσεις που δημιουργούν, είναι αυτές που κάνουν τα ταξίδια μοναδικά, ανεπανάληπτα.

Η Ολλανδία είναι μια μικρή χώρα που στερείται σχεδόν όλων εκείνων των πόρων που είναι απαραίτητοι για την ανάπτυξη μιας γεωργίας ευρείας κλίμακας. Όμως, είναι επίσης ο δεύτερος εξαγωγέας (ανά αξία) τροφίμων στον πλανήτη μετά τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν 270 φορές μεγαλύτερη έκταση. Πώς αλήθεια το κατάφερε αυτό;

Η μικρή δυτικοευρωπαϊκή χώρα εδώ και 20 χρόνια έχει στραφεί προς τη βιώσιμη γεωργία, περιόρισε την εξάρτησή της από το νερό, κατάργησε τη χρήση χημικών στα θερμοκήπια, μείωσε τα αντιβιοτικά στην κτηνοτροφία, ενώ αξιοποίησε κάθε τετραγωνικό μέτρο για την ανάπτυξη σύγχρονων γεωργικών μονάδων. Σύνθημά της στο οραματικό αυτό εγχείρημα ήταν: «Δύο φορές περισσότερα τρόφιμα με τους μισούς πόρους».

Την ευθύνη για την εντυπωσιακή αυτή πρωτιά φέρουν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του WUR. Του κορυφαίου ιδρύματος γεωπονικών ερευνών στον κόσμο, το οποίο αποτελεί τη βάση της αποκαλούμενης “Food Valley”, μιας φιλόδοξης ομάδας πειραματικών αγροκτημάτων και νεοφυών επιχειρήσεων με ειδίκευση στις αγροτικές τεχνολογίες. Στις ημέρες μας, τρέχουν με επιτυχία περισσότερα από 1.000 προγράμματα του WUR, όχι μόνο στην Ολλανδία, αλλά σε 140 χώρες σε όλο τον κόσμο.

Στις ημέρες μας, τον ταξιδιώτη έλκουν οι απροσδόκητες συναντήσεις, επιζητά μια νέα φαντασία, ένα νέο μοντέλο να βρεθεί μπροστά του.

Αν η γεωργία ευρείας κλίμακας ήταν, και είναι, το προνομιακό πεδίο της μικρής αυτής χώρας της δυτικής Ευρώπης, ο τουρισμός θα έπρεπε να αποτελεί αντίστοιχα το δικό μας προνομιακό πεδίο στην αναπτυξιακή μας προσπάθεια. Οι λόγοι είναι προφανείς.

Η νέα τάση που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια στην παγκόσμια τουριστική αγορά είναι ο βιωματικός τουρισμός, ο οποίος έχει στόχο να εξασφαλίζει εκείνες τις εμπειρίες στους ταξιδιώτες που θα τους επιτρέψουν να γνωρίσουν σε βάθος και με συμμετοχικό τρόπο τον πολιτισμό, την κουλτούρα, την ιστορία και τη γλώσσα του προορισμού που επισκέπτονται, αλλά και τη λαογραφία του, τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμά τους.

Στο πλαίσιο του ελληνικού ιδιώματος πρέπει επομένως να επανεξεταστεί η έννοια της “Hospitality”, προκειμένου ο σχεδιασμός στην τυπολογία των τουριστικών καταλυμάτων να αναλάβει μια καίρια επανόρθωση.

Οι εμπειρίες, όπως και οι αναμνήσεις που δημιουργούν, είναι αυτές που κάνουν τα ταξίδια μοναδικά, ανεπανάληπτα. Ο σημερινός ταξιδιώτης αναζητά το βιωματικό στοιχείο περισσότερο και από τις ανέσεις και τις παροχές, περισσότερο από τα κλασικά αξιοθέατα και την ψυχαγωγία, από όλα όσα κοινότοπα ή λιγότερο κοινότοπα προβάλλονται στους τουριστικούς οδηγούς.

Η αναζήτηση αυτή προσδιορίζεται ως “Experiential Tourism” και δηλώνει ένα ιδιαίτερα ευρύ και σύγχρονο πεδίο που περιλαμβάνει διάφορες μορφές τουρισμού, όπως: τον πολιτιστικό τουρισμό, τον οικοτουρισμό, το διερευνητικό τουρισμό, τις δράσεις στη φύση. Επίσης, το γαστρονομικό τουρισμό, τα εκπαιδευτικά ταξίδια, τον εναλλακτικό τουρισμό κ.λπ. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε δραστηριότητες πέρα από τις συνηθισμένες, φιλικές προς το περιβάλλον, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σεβασμό προς τον πολιτισμό, την κουλτούρα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου.

Στο ελληνικό φυσικό και αστικό τοπίο, το νέο ξενοδοχείο οφείλει να αναλάβει μια επανόρθωση από την “μολυσμένη” φύση, από την αισθητική παραφωνία, από την χαοτική και αδιάφορη εικόνα της πόλης, από τον αστικό θόρυβο.

Είναι αλήθεια ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί ένα οικουμενικό σύστημα προδιαγραφών, με καθολική εφαρμογή, στη σύγχρονη αρχιτεκτονική της Φιλοξενίας, από τη στιγμή που οι περιορισμοί και οι ευκαιρίες διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο, τον πολιτισμό του, τη φύση του, το κλίμα, τους διαθέσιμους πόρους κ.λπ.


Διαβάστε ακόμα: Ελληνικός πολιτισμός χωρίς αναμνηστικό


Στο πλαίσιο του ελληνικού ιδιώματος πρέπει επομένως να επανεξεταστεί η έννοια της “Hospitality”, προκειμένου ο σχεδιασμός στην τυπολογία των τουριστικών καταλυμάτων να αναλάβει μια καίρια επανόρθωση, αναθεωρώντας βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις. Ποιος τύπος ξενοδοχείου προσφέρει μια νέα εμπειρία, κάτι διαφορετικό, συνυφασμένο με τον τόπο μας; Τι είναι εκείνο που θα έκανε το «ελληνικό ξενοδοχείο» να αναδειχθεί στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη ως κάτι ξεχωριστό; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν.

Το αίτημα της “ελληνικότητας” των Δημήτρη Πικιώνη και Άρη Κωνσταντινίδη πρέπει να επανερμηνευτεί. Ανάμεσα στην επιδέξια αυθεντικότητα και τις εξωαρχιτεκτονικές λέξεις – την “ελιά, το αμπέλι και το καράβι” από τη μία πλευρά, και τα media, την μόδα και το lifestyle από την άλλη – πρέπει εκ των πραγμάτων να βρεθεί μια νέα ισορροπία.

Επίσης, ο πειραματισμός –στη βάση της αναζήτησης προς μια νέα σχεδιαστική προσέγγιση–, είτε είναι προγραμματικός είτε συνθετικός είτε ακόμη και «αισθητικός», είναι σημαντικός για έναν πρόσθετο λόγο. Το ξενοδοχείο, το οποίο είναι ένα είδος εφήμερης κατοικίας, διατηρεί ένα διακεκριμένο ρόλο: το ίδιο αποτελεί από μόνο του ένα πείραμα γύρω από τις συνήθειές μας, μια συνολική έκφραση της κουλτούρας μας και του γεωγραφικού μας τόπου, καθώς εξετάζει τα όρια του αρχιτεκτονικού χώρου, «δοκιμάζοντας» τις «αντοχές» τους, σε μια επιδίωξη διαφορετικών από τους συμβατικούς τρόπων κατοίκησης. Και ως τέτοιο πρέπει να διερευνηθεί.

Πλέον, τα media και η αρχιτεκτονική μοιράζονται εργαλεία, οι Rem Koolhaas και Bernard Tschumi πρώτοι μίλησαν για το σχεδιασμό τους με όρους μοντάζ – για την αρχιτεκτονική και τον κινηματογράφο μαζί.

Στις μέρες μας, τον ταξιδιώτη έλκουν οι απροσδόκητες συναντήσεις, επιζητά μια νέα φαντασία, ένα νέο μοντέλο να βρεθεί μπροστά του. Το ελληνικό τοπίο λειτουργεί από μόνο του ως ένας πολύτιμος καμβάς, περιμένοντας να προβληθεί πάνω του η νέα αυτή εικόνα – εδώ τα πράγματα είναι πιο βατά, διευκολύνονται από την ομορφιά και την αυθεντικότητα (όπου αυτή υπάρχει ακόμη) της ελληνικής φύσης.

Όμως, το αφήγημα διαφοροποιείται, δυσχεραίνεται, στο αστικό περιβάλλον. Η ελληνική πόλη, η Αθήνα πρωτίστως, έχει αποβάλει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν, να προσφέρουν υπεραξία – τα ιστορικά κτίρια και σύνολα, τα κτίρια-τοπόσημα κ.ο.κ.

Ο σημερινός ταξιδιώτης αναζητά το βιωματικό στοιχείο περισσότερο και από τις ανέσεις και τις παροχές, περισσότερο από τα κλασικά αξιοθέατα και την ψυχαγωγία, από όλα όσα κοινότοπα ή λιγότερο κοινότοπα προβάλλονται στους τουριστικούς οδηγούς.

Έχει μείνει λοιπόν το ερώτημα της «αναθεώρησης», της «ανατροπής» σε εκκρεμότητα να βασανίζει τους σύγχρονους Έλληνες αρχιτέκτονες. Η ατελείωτη κυριαρχία του «αδιάφορου», «ακαλαίσθητου» και «γκρι» στα κτίρια των ελληνικών πόλεων, και όχι μόνο, έχει αφήσει τον πρωτότυπο αλλά και τον αυθεντικό σχεδιασμό να υπάρχουν ως εξαίρεση.

Σήμερα, τα media και το μάρκετινγκ, καλώς ή κακώς, είναι από τα βασικά εργαλεία του κόσμου μας – το internet, η τηλεόραση, το logo, η διαφήμιση, η βιτρίνα. Με τα οποία η αρχιτεκτονική φρόντιζε να διατηρεί για πολλά χρόνια μια ανεξαρτησία, σε αντίθεση με το τι γίνεται τώρα, όπου όλα αυτά έχουν γίνει σχεδόν το «απόλυτο» αντικείμενό της. Πλέον, τα media και η αρχιτεκτονική μοιράζονται εργαλεία, οι Rem Koolhaas και Bernard Tschumi πρώτοι μίλησαν για το σχεδιασμό τους με όρους μοντάζ – για την αρχιτεκτονική και τον κινηματογράφο μαζί.

Ο ταξιδιώτης επιδιώκει να γνωρίσει τον προορισμό που επέλεξε μέσα από αυθεντικές εμπειρίες ζωής, συμμετέχοντας ουσιαστικά, με όλες τις αισθήσεις και τα συναισθήματά του, και όχι μέσα από αποστασιοποιημένη παρατήρηση.

Στο ελληνικό φυσικό και αστικό τοπίο, το νέο ξενοδοχείο οφείλει να αναλάβει μια επανόρθωση από τη «μολυσμένη» φύση, από την αισθητική παραφωνία, από τη χαοτική και αδιάφορη εικόνα της πόλης, από τον αστικό θόρυβο. Το αίτημα της «ελληνικότητας» των Δημήτρη Πικιώνη και Άρη Κωνσταντινίδη πρέπει να επανερμηνευτεί. Ανάμεσα στην επιδέξια αυθεντικότητα και τις εξωαρχιτεκτονικές λέξεις –την «ελιά, το αμπέλι και το καράβι» από τη μία πλευρά, και τα media, τη μόδα και το lifestyle από την άλλη– πρέπει εκ των πραγμάτων να βρεθεί μια νέα ισορροπία. Αυτή της ελληνικής Φιλοξενίας του μέλλοντος.

Αριστερά: Η ατελείωτη κυριαρχία του “αδιάφορου”, “ακαλαίσθητου” και “γκρι” στα κτίρια των ελληνικών πόλεων, και όχι μόνον, έχει αφήσει τον πρωτότυπο αλλά και τον αυθεντικό σχεδιασμό να υπάρχουν ως εξαίρεση. Δεξιά: Το ξενοδοχείο, που είναι ένα είδος εφήμερης κατοικίας, διατηρεί έναν διακεκριμένο ρόλο: το ίδιο αποτελεί από μόνο του ένα πείραμα γύρω από τις συνήθειές μας, μια συνολική έκφραση της κουλτούρας μας και του γεωγραφικού μας τόπου, καθώς εξετάζει τα βιομορφικά όρια του αρχιτεκτονικού χώρου, “δοκιμάζοντας” τις “αντοχές” τους, σε μια επιδίωξη διαφορετικών, από τους συμβατικούς, τρόπων κατοίκησης.

 

Διαβάστε ακόμα: Το «κιτς» ως νεοελληνική φιλοσοφία ζωής

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top