Το ότι μετά από μια δεκαετία –πάνω-κάτω– ζωής παραμένει εν πολλοίς άγνωστο εκτός Ιαπωνίας, αποτελεί αψευδή μαρτυρία ότι το σχέδιο-πρωτοβουλία «Cool Japan» απέτυχε. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι; Είναι γεγονός ότι η ιδέα πρωτοπαρουσιάστηκε το 2002 στο «Foreign Policy» από τον Αμερικανό δημοσιογράφο Ντάγκλας Μακ Γκρέι, όμως στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ενιαία πολιτική αξιοποίησής της παρά πολύ αργότερα. Μια ματιά στο σάιτ του ιαπωνικού Υπουργείου Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, κάνει φανερό ότι το πρόβλημα δεν είναι στο ίδιο το concept αλλά, κυρίως, στο πώς δεν έχει καταφέρει να την υλοποιήσει το ιαπωνικό κράτος, τουλάχιστον ως τώρα.
Το «Cool Japan» είναι μια έκφανση της «ήπιας δύναμης» που εισηγήθηκε ο πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής του Χάρβαρντ Τζόζεφ Νάι, πρώτα το 1990 στο βιβλίο «Bound to Lead: The Changing Nature of American Power» και αργότερα, το 2004, στο ομότιτλο «Soft Power: The Means to Success in World Politics». «Ήπια δύναμη» («soft power») είναι ο τρίτος τρόπος να πετύχει κανείς αυτό που θέλει –στην πολιτική, στις επιχειρήσεις κ.λπ. –, όπου ο πρώτος είναι ο καταναγκασμός και ο δεύτερος η εξαγορά. Στην περίπτωση του «Cool Japan», η πρόταση είναι: Δίπλα στη βαριά βιομηχανία των αυτοκινήτων και των ηλεκτρονικών ας αρχίσουμε να προωθούμε μια πιο ελαφριά βιομηχανία μόδας, κουζίνας, κόμικς μάνγκα και οποιουδήποτε άλλου κλάδου και έκφανσης του πολιτισμού μπορεί να μπει κάτω από την ομπρέλα «ιαπωνική δημιουργικότητα».
Όπως αποδείχτηκε δεν ήταν εύκολο. Η συγκεκριμένη βιομηχανία στην Ιαπωνία είναι διασπασμένη, με ένα μεγάλο τμήμα της να απαρτίζεται από πολύ μικρούς δημιουργούς –το street fashion του Τόκιο είναι όντως πολύ πιο πρωτοποριακό από οποιοδήποτε άλλο στον κόσμο, όμως σε μεγάλο βαθμό είναι αυτοσχεδιαστικό ή δημιουργείται από δεκάδες ομάδες των δύο ή των τριών ατόμων. Η ιαπωνική κουζίνα είναι πραγματικά εξαιρετική, όμως ένας σεφ (του σούσι και όχι μόνο) εκπαιδεύεται επί τουλάχιστον μια δεκαετία και όταν τελικά καταφέρει να γίνει «ιταμάε» συνήθως ανοίγει ένα μικρό εστιατόριο που μπορεί να σερβίρει το πολύ είκοσι πελάτες. Και η βιομηχανία μάνγκα και άνιμε πάσχει από κακές μεταφράσεις, μικρά ποσοστά κέρδους και απάνθρωπους όρους δουλειάς για τους σχεδιαστές.
Τα παραπάνω, και πολλά ακόμα (με κυρίαρχη ίσως τη σχεδόν παραδοσιακή ιαπωνική αργοπορία στη λήψη αποφάσεων), έχουν κάνει το «Cool Japan» δυσκίνητο, τουλάχιστον ως ενιαία στρατηγική. Το κράτος, ωστόσο, δεν έχει πάψει να προσπαθεί να το κινήσει, εξακολουθώντας να θεωρεί ρεαλιστικό το στόχο ενός μεριδίου 61,8-83,6 δις ευρώ στα 6,8 τρις που αναμένεται να φτάσει παγκόσμια η δημιουργική αγορά ως το 2020. Ακόμα περισσότερο, πολλά μικρότερα μεγέθη αυτονομούνται από το κράτος, αυτενεργούν και, χρησιμοποιώντας το «Cool Japan» απλώς σαν ρουμπρίκα (η οποία στην Ασία, αλλά και στις ΗΠΑ, εξακολουθεί να έχει κάποιο σημαντικό βάρος), εξάγουν προϊόντα και υπηρεσίες τους με αρκετή επιτυχία. Και βεβαίως, κάθε τέτοια επιτυχία εξαργυρώνεται και στα ιαπωνικά νησιά –η ατομική πρωτοβουλία ήταν ούτως ή άλλως μια από τις βάσεις της ιαπωνικής συλλογικής επιτυχίας.
ΥΓ: Θα ήμουν, άραγε, ονειροπαρμένος αν έβλεπα το «Cool Japan» ως ένα παράδειγμα δράσης για μια μετά-την-κρίση Ελλάδα; Τα τελευταία δύο χρόνια βλέπω –και δεν είμαι ο μόνος– μια έκρηξη δημιουργικότητας η οποία, αν συνδυαστεί με την επίσης καταγεγραμμένη αντίστοιχη αύξηση της διαδικτυακής δραστηριότητας (τομέας στον οποίο, παραδόξως, η Ελλάδα πλεονεκτεί έναντι της Ιαπωνίας), θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κίνηση «Cool Greece», ενδεχομένως μάλιστα και με πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Το να παρακαμφθεί το κράτος και οι μηχανισμοί του σε περίπτωση δυστοκίας είναι, υποθέτω, το μόνο εύκολο, αν και προσωπικά θα εστίαζα στην αξιοποίηση της Ευρώπης, θεσμικής και μη.
Ο Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής, και παρεμπιπτόντως μοναχός Ζεν.