Kι όμως, πολιτικοί τύπου Τραμπ είναι οι αρεστοί στους σημερινούς πολίτες (φωτογραφία: AP).

Υπό τους ήχους ενός βραχνού μπάντζο και τρώγοντας μια λιπαρή ανοστιά που θα έχει πάρει το βαρυσήμαντο όνομα «Texas Burger», ο μέσος «Χίλμπιλη» στην Αριζόνα, στην Πενσυλβάνια στο Ουϊνσκόνσιν ή αλλού, τη στιγμή που όλος ο κόσμος θα προαναγγέλει σκότος, όξος και βροντές, θα πανηγυρίζει για τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, του δικού του ανθρώπου. Αυτό το πολιτισμικό κενό που υπάρχει ανάμεσα στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο και σε εκείνο που διαβιοί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, οφείλουμε να τον αποδεχθούμε ακόμη κι αν δεν μας αρέσει.

Αυτή τη στιγμή μένουν ελάχιστοι εκλέκτορες να έρθουν προς το μέρος του, ώστε να ανακυρηχθεί ο Τραμπ (επισήμως) νέος πρόεδρος των ΗΠΑ και να περάσει για δεύτερη φορά κατώφλι του Λευκού Οίκου. Ήταν μια εκλογή που είχε κριθεί εδώ και καιρό, όσο κι αν η Κάμαλα Χάρις προσπάθησε με ηρωικό τρόπο να καλύψει το έδαφος που είχε αφήσει άσπαρτο ο γηραιός Τζο Μπάιντεν. Πολλοί θα πουν ότι η κλασικά πατριαρχική και συντηρητική Αμερική δεν θα μπορούσε να δώσει ποτέ το χρίσμα σε μια γυναίκα και, δη, από την αφροαμερικανική κοινότητα.

Η «γη της ελευθερίας» τείνει, πλέον, προς μια ανελεύθερη πραγματικότητα, όπου, υπό τους στριγκούς ήχους του υπερκαπιταλισμού και της απελευθέρωσης κάθε αυτενέργειας.

Ωστόσο, σε τούτη τη συγκυρία φαίνεται πως άλλου τύπου σκέψεις, και όχι η έμφυλη ταυτότητα των δύο υποψηφίων, πέρασαν από το μυαλό του μέσου ψηφοφόρου. Οι Ρεπουμπλικάνοι υπό τον Τραμπ κατάφεραν να μασκαρευτούν σε αντικαθεστωτικό κόμμα, σε εναλλακτική που αντιστρατεύεται το «σύστημα» που έχουν οικοδομήσει οι νεοταξικοί (sic) Δημοκρατικοί, μέσω του οποίου θέλουν να περάσουν την woke ατζέντα, την δημοκρατία από τα πάνω προς τα κάτω ή την άνευ όρων αποδοχή των μεναστατευτικών ροών.

Η «γη της ελευθερίας» τείνει, πλέον, προς μια ανελεύθερη πραγματικότητα, όπου, υπό τους στριγκούς ήχους του υπερκαπιταλισμού και της απελευθέρωσης κάθε αυτενέργειας (βλ. κάνω ό,τι μπορώ για τον εαυτό μου, αδιαφορώντας για το σύνολο), θα μετατραπεί σε ένα επικερδές σαλούν που θα προσφέρει άρτο σε τύπους σαν τον Έλον Μασκ και θεάματα στον λαό μέσω ενός λαϊκισμού, που σαν ιός μεταφέρει όλες τις βλαβερές ουσίες του στο μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας.

Τι είχαν, άραγε, να αντιτάξουν σε όλα αυτά οι Δημοκρατικοί; Τις καλές προθέσεις τους; Μια κάποια πιο χρηστή διαχείριση της εξουσίας; Μήπως την επικύρωση της αμερικανικής κυριαρχίας επί του κόσμου; Όλα τούτα είναι παρωχημένα επιχειρήματα που δεν πείθουν τους Αμερικανούς, οι οποίοι φοβούνται περισσότερο για τη τσέπη τους (ποιος να τους κακίσει γι’ αυτό;) και λιγότερο για τι κάνουν αυτοί οι «τρελοί» στη Μέση Ανατολή. Αφήστε που επί των ημερών Μπάιντεν, ουδείς κατάλαβε τι ακριβώς πρέσβευαν οι ΗΠΑ στην εξωτερική τους πολιτική.

H παγίδα του παραβάν (φωτογραφία: AFP).

Κάθε κενό εξουσίας πληρούται, ακόμη κι αν ο αντικαταστάτης φέρει επονείδιστα μαντάτα για το μέλλον. Οι ΗΠΑ εδώ και χρόνια βιώνουν ένα σχίσμα κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και φιλοσοφικό. Είναι μια χώρα διαιρεμένη σε δύο ολότελα διακριτούς πληθυσμιακούς πόλους. Από τη μια οι μορφωμένοι, οι σχετικά ευκατάστατοι, οι άνθρωποι του «πανεπιστήμιου» και της «γνώσης» και από την άλλη οι βιοπαλαιστές, η απλή εργατιά των προαστίων, οι σκληροτράχηλοι του παλαιού Φαρ Ουέστ και οι καθαρογράφοι της «μεγάλης αμερικανικής ιδέας». Οι πρώτοι εμφανίζονται ως μια ελίτ που τάσσεται με τους Δημοκρατικούς και οι δεύτεροι, με μπόλικο θυμωμένο ναρκισσισμό, δεν έχουν πρόβλημα να μπουκάρουν στο Καπιτώλιο για να δείξουν εμπράκτως ότι ο λαός ξέρει να παίρνει την κατάσταση στα χέρια του.

Για μια στιγμή: γιατί ο μέσος πολίτης των ΗΠΑ, που, μέσα στην πολιτική απάθειά του ψηφίζει Τραμπ με την ίδια ελαφρότητα που τρώει πίτσα με το μέτρο στο όρθιο, είναι χειρότερος από τον αντίστοχο Ευρωπαίο που ανεβάζει στην εξουσία τη Μελόνι, φέρνει κοντά στα Ηλύσια Πεδία τη Λεπέν, ευνοεί πολιτικούς σαν τον Ορμπάν να αποκτούν εξουσία και πριμοδοτεί γραφικές φιγούρες σαν τον Βελόπουλο; Η λαϊκίστικη ρητορεία είναι ασύνορη, δεν αφήνει κανέναν εκτός κάδρου. Η επανάσταση των «νοικοκυραίων» έναντι των φαύλων ελίτ του συστήματος, κυριαρχεί ως νέο αφήγημα επανασταστικότητας.

Ο Τραμπ πούλησε καλά την «doer» περσόνα του. Έπεισε τον λαό πως αν δεν βγει αυτός θα τον κυβερνήσει μια πολιτικός με χαμηλό IQ και παντελώς άχρηστη.

Ο Τραμπ πούλησε καλά την «doer» περσόνα του. Έπεισε τον λαό πως αν δεν βγει αυτός θα τον κυβερνήσει μια πολιτικός με χαμηλό IQ και παντελώς άχρηστη (όπως την χαρακτήριζε). Τέτοια επιθετική ρητορική, όσο κι αν νομίζεις πως θα καταστεί από μόνη της αντιπαθής, τελικά αφήνει μπόλικα ιζήματα στο μυαλό του πολίτη. Είναι αυτό που λέμε «ρίξε λάσπη στον ανεμιστήρα και όλο κάτι θα μείνει».

Τα πράγματα δεν πάνε καλά, αλλά και πότε πήγαιναν; Όλα βαίνουν καλώς εις βάρος μας. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Raphael Behr στον Guardian: «Η αμήχανη αλήθεια για όσους από εμάς συσπειρώνονται για την υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας σήμερα είναι ότι δεν έχει υποστεί καμία προφανή ανανέωση από την κορύφωσή της στα τέλη του περασμένου αιώνα. Εμείς, όχι λιγότερο από τους εθνικιστές, είμαστε φυλακισμένοι στη νοσταλγία, ευχόμαστε το μέλλον να μοιάζει περισσότερο με το παρελθόν. Και έτσι βρισκόμαστε να δοκιμάζουμε συνεχώς τα όρια της αναλογικής προστασίας έναντι ενός ιού που μεταδίδεται ψηφιακά».

Ο ψηφιακός Τραμπ, αυτή η ολογραμματική φιγούρα, είναι περισσότερο πειστικός από τον οποιοδήποτε σάρκινο φιλελεύθερο. Σε μια εποχή που ολοένα και περισσότερο οι πολίτες απομακρύνονται από το κέντρο των διεκδικήσεων, πολιτικοί σαν τον Ρεπουμπλικανό μεγιστάνα (μισογύνηδες, ρατσιστές, εκφοβιστικικοί, μπρουτάλ κλπ) θα μοιάζουν άκακα και ζηλευτά θηρία για να προστατεύουν το μαντρί με τα ερίφια. Ποιος θα μας προστατεύσει από τον προστάτη μας; Ας το δείξει η ιστορία.

 

Διαβάστε ακόμα: Είσαι ο Giannis, γιατί να φοβάσαι τον Τραμπ;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top