Τα παιδιά όμως στα πέταλα, αλλά κι ολόκληρο το γήπεδο, τις Εθνικές με το «Ελλάς! Ελλάς!» τις εμψυχώνουν. Κανένας, ποτέ, κανένα ξενέρωτο «Ελλάδα, Ελλάδα!» δεν φωνάζει.

Τα παιδιά όμως στα πέταλα, αλλά κι ολόκληρο το γήπεδο, τις Εθνικές με το «Ελλάς! Ελλάς!» τις εμψυχώνουν. Κανένας, ποτέ, κανένα ξενέρωτο «Ελλάδα, Ελλάδα!» δεν φωνάζει.

Το πόσο πρόθυμοι είναι όλοι εδώ γύρω να υιοθετούν ψευτο-απλοποιήσεις και δήθεν αποκαταστάσεις της γλώσσας και της ορθογραφίας μας, δεν λέγεται ούτε γράφεται. Το πόσο εύκολα το κτίριο έγινε εν ριπή οφθαλμού κτήριο από τις αιώνιες εξυπνάδες των φιλολόγων, κι ο ορθοπεδικός ξαφνικά ορθοπαιδικός, το ξέρει πια κι η κουτσή Μαρία, και τα μικρά παιδιά. Μην πούμε για τον νεόκοπο αυτόν κι άχαρο προβλήτα: τόσοι και τόσοι επιδειξιομανείς άχρηστων γνώσεων έτσι αναφέρονται πια, μηδενός εξαιρουμένου, στη μαγευτική κάποτε, θηλυκότατη προβλήτα των νεανικών μας χρόνων. Μην πούμε, μην τα ξαναλέμε.

Έτσι, άλλωστε, διορθώθηκε κι ο παραμυθένιος μας Γκιούλιβερ σ’ αυτόν τον άγνωστό μας Γκάλιβερ, κι ο (εντάξει, λάθος) πληθωρικός Όρσον Γουέλες στον σωστό, αλλά χωρίς ψαχνό καθόλου Γουέλς. Μην ξεχνάμε, βέβαια, κι εκείνη την τελευταία χρονιά της καριέρας του γνωστού τερματοφύλακα του ΠΑΟΚ μετά από τόσα χρόνια στην Ελλάδα, που εκείνος ο πατομπούκαλος κουλτουριάρης της εποχής τον έκανε από Φορτούλα που τον ξέραμε, Φούρτουλα, για ν’ αποκατασταθεί κι εκείνο το εγκληματικό παρόραμα.

Μιλάμε, όσον αφορά και στ’ αθλητικά, για ανθρώπους που δεν κλίνουν πια τον λέοντα (του Πανταλέων γράφουν και ξαναγράφουν…), που εκτίθενται πανευτυχείς με κάτι αρειμάνια «του διευθύνων σύμβουλου», που καθιέρωσαν «του πατήρ» ή «του πάτερ», αντί «του πατέρα», για τον κάθε παπά. Μιλάμε για τα ίδια παιδιά, που στα θρασύτατα αθλητικά μας έντυπα ακόμα δεν μπορούν να χωνέψουν πως ο Έτορε Μεσίνα είναι Έκτορας κι ελληνοπρεπέστατος, και μια στις δύο Ετόρε τον ανεβάζουν και σ’ Ετόρε τον υποβιβάζουν. Μην πούμε και για το κορυφαίο τους  (κορφαίο πήγα να γράψω…) εν μία νυκτί αντί μιά, μιας και θέλουν να χρησιμοποιούν στον ρέοντα και χυμώδη λόγο τους κι εκφράσεις που να δείχνουν βαθιά γνώση της ελληνικής, μιας κι όποια ημιμάθεια τούς βρίσκεται την επιστρατεύουν απτόητοι.

Φοβόμαστε και τη σκιά μας, μη γράψουμε πια κάνα ύψιλον της προκοπής εκεί που το ’χουν κάνει γιώτα (έτσι η μπύρα έχασε την κούπα της, το ξύδι το βαζάκι του…)

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, με διαταγές και φιρμάνια ταυτόχρονα ανόητων απλοποιήσεων, που κάνουν τη γλώσσα μας ακόμη πιο δύσκολη στο χειρισμό της, από Ράλληδες κι άλλους μακριά νυχτωμένους εκσυγχρονιστές, με αρχοντοχωριατισμό πάντοτε τερατώδη, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε: να ντρεπόμαστε σχεδόν για το παρελθόν αυτής της υπέροχης παγκόσμιας περιπέτειας των ελληνικών, να φοβόμαστε και τη σκιά μας, μη γράψουμε πια κάνα ύψιλον της προκοπής εκεί που το ’χουν κάνει γιώτα (έτσι η μπύρα έχασε την κούπα της, το ξύδι το βαζάκι του…), μην κάνουμε και το παραμικρό λάθος στην προφορά ονομάτων ξένων γεμάτων σύμφωνα από γλώσσες τεχνολογίας τελείως άλλης, μη και προφέρουμε τους Ζντβτς ή τους Κρστιτς ανακριβώς.

Αρχοντοχωριατισμός και ξενομανία σ’ όλα μας. Πού η άφοβη αρχαία ελληνική, που κάτι Ασουρμπανιμπάλ δυσπρόφερτους ωραία, πολύ ωραία, πολύ απλά, σε Σαρδανάπαλους τους μεταποιούσε, κατέτασσε σε μια κλίση Ξέρξες και Μαρδόνιους κι ησύχαζε, τιμώντας τους μάλιστα έτσι και καλύτερα, με την ένταξή τους στην ελληνική με τρόπο ευθύ, ούτε δουλικό, ούτε υπερόπτη.

Το κορυφαίο (κορφαίο πήγα να γράψω…) πάντως για μένα παράδειγμα όλης αυτής της ιστορίας είναι αυτό που ξεκίνησε από την ΕΡΤ βέβαια προ πολλού, να γράφεται στα ματς το όνομα της χώρας μας στην ονομαστική, Ελλάδα κι όχι Ελλάς όπως είναι. Ελλάδα-Γαλλία, Ελλάδα-Γερμανία, και δεν συμμαζεύεται. Μα Ελλάδα στην ονομαστική, στην κλητική, είναι μόνο η προσωπική σχέση του καθενός μας με την πατρίδα του, μια στιγμή τρυφερότητας και μόνο. Όχι όταν ακούγεται ο Ύμνος επίσημα, όχι όταν με τους παίκτες της Εθνικής κι όλους εμάς μαζί στα ματς στέκονται όρθιοι και προσοχή από πάνω μας αόρατες γενιές ολόκληρες πολύ πιο σημαντικών εποχών και κατορθωμάτων.

Αλλά, όποιος δεν καταλαβαίνει πού πατά και πού πηγαίνει, την πατάει, τη βρίσκει, τελικά, κι από ’κεί που δεν το περιμένει: τα παιδιά στα πέταλα, αλλά κι ολόκληρο το γήπεδο, τις Εθνικές με το «Ελλάς! Ελλάς!» τις εμψυχώνουν, τις συγκινούν, τις αποθεώνουν. Κανένας, ποτέ, «Ελλάδα!» δεν φωνάζει, κανένα ξενέρωτο «Ελλάδα, Ελλάδα!» δεν διανοείται τέτοιες ώρες να ξεστομίσει. Γιατί, όσο και να προσπαθούν οι καημένοι και μεγαλομανείς φιλόλογοι με τους αγράμματους νεωτεριστές ακολουθητές τους, η χώρα αυτή κι η γλώσσα της από πάρα πολύ παλιά πολύ μες στο μέλλον τραβάει.

Ακόμα και χωρίς βοήθεια. Ακόμα και χωρίς τόνους. Ακόμα και χωρίς καθόλου πνεύματα. 

Ο Σωτήρης Κακίσης είναι ποιητής.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top