Το λευκό κοστούμι του Κωνσταντίνου Καραμανλή (με την Άννα Συνοδινού).

Το θέατρο αποτελεί μέρος εκείνων των εκφοβιστικών πολιτιστικών πρακτικών που ανθίστανται σε κάθε είδους πολιτικές επιχορηγήσεων. Από την άλλη, είναι πολύμορφο: άλλο το θεατράκι κι άλλο μια σύγχρονη παράσταση που θα παιχτεί σε μια μεγάλη επιδοτούμενη σκηνή. Κι άλλο ο θεατρόφιλος καθ’ έξιν κι άλλο ο τουρίστας και το επαρχιωτάκι που σπεύδει, επειδή το είδε στο Facebook ή στην τηλεόραση.

Δεν πρέπει να υποτιμάμε την πολιτιστική ανομοιογένεια που διακρίνεται πίσω από τη σχετική ομοιομορφία του κοινού. Υπάρχουν πολλά κοινά: εκείνα που αναζητούν μια διαφορετική αισθητική εμπειρία και άλλα που θέλουν να περάσουν μια διασκεδαστική βραδιά. Υπάρχουν κοινά τελετουργικά και κοινά χαβαλετζίδικα. Πεφωτισμένα και περιστασιακά. Οικογένειες που πάνε να δούνε τους Πέρσες, επειδή τό ‘παν στο σχολείο, και νεολαίοι που γουστάρουν μόνον φάσεις hip hop.

Ωστόσο, ελάχιστες είναι σήμερα οι πολιτιστικές δραστηριότητες που προβάλλουν τόσο βαριές απαιτήσεις προετοιμασίας: έγκαιρη κράτηση θέσεων, υποχρέωση να είσαι στην ώρα σου -και στη θέση σου. Συν την σωματική ασκητική εντός του χώρου: παραμένουμε σιωπηλοί, δεν σηκωνόμαστε όποτε μας καπνίσει, αποδεχόμαστε την τριβή των οπισθίων μας με τα αρχαία μάρμαρα.

Άλλο μανίκι: ποια θα είναι η συνοδός μας; Γιατί δεν πάμε μόνοι μας στην Επίδαυρο. Το διακύβευμα είναι σοβαρό. Πίσω του, αρθρώνεται ένας ολόκληρος ιστός κοινωνικής οργάνωσης που σκηνοθετεί την παρουσία. Οι επαγγελματίες του είδους το έχουν καταλάβει. Γι’ αυτό κι έχουν μεθοδεύσει ένα σωρό διαδικασίες εξοικείωσης, ώστε οι χώροι όπου παρουσιάζεται το έργο τους να είναι τα μέγιστα φιλικοί. Να αποπνέουν αίσθηση καθημερινότητας. Ο σεβασμός έπεται.

Αν δεν είμαστε οι τελευταίοι των φτηνών, οφείλουμε να τιμάμε τους καλλιτέχνες ντυμένοι καταλλήλως.

Ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Αλέν Ντελόν με ανάλογη εμφάνιση στην Επίδαυρο (στη μέση, φυσικά, η Ρόμι Σνάιντερ).

Εδώ σκάει μύτη και το κρίσιμο θέμα του πώς οφείλουμε να ντυθούμε. Παραδόξως, οι τακτικοί πελάτες διάκεινται πιο ευνοϊκά στις ντεκοντρακτέ αμφιέσεις, σε αντίθεση με τους περιστασιακούς, οι οποίοι ενίοτε σκανδαλίζονται. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά συφιλιάζονται μ’ όλους αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται το γεγονός ως γιορτή και θεωρούν πρέπον να δώσουν το «παρών» με τις βερμούδες τους, χάριν εκδημοκρατισμού του τίποτα.

Η θέα όλου αυτού του συρφετού στο Ηρώδειο ή την Επίδαυρο με εξοργίζει. Το πιο λυπηρό είναι πως όλοι αυτοί οι υβριστές στην πραγματικότητα αμφιταλαντεύονται. Από τη μία αντιλαμβάνονται ότι συμμετέχουν σε κάτι ιδιαίτερο, που δεν μπορεί να περιοριστεί σ’ ένα τζηνάκι. Από την άλλη, τρομάζουν στην ιδέα της επισημότητας.

Θα ήταν ευκολάκι ν’ αρχίσω να ειρωνεύομαι χλεχλέδες και χλιμίτζουρες και νεόπλουτους και «μοντέρνους» που κοσμούν αυτούς τους σεπτούς χώρους. Προτίμησα να μην πιάσω το θέμα έτσι και να το δω αποστασιοποιημένα.

Επιμένω ωστόσο ότι, παρά το γεγονός ότι το θέατρο ή η όπερα υπήρξαν κατ’ εξοχήν γιορτές του λαού, τώρα αποτελούν σπάνιες κρυστάλλινες δακρυδόχους που εναποτίθενται σε τόπους ιερούς για τη συλλογική μνήμη.

Προσερχόμενος, υποκλίνεσαι στον βάσανο της ορχήστρας, των αοιδών, των ηθοποιών, των συντελεστών. Η διαφορά σήμερα από μέρους τους είναι η επιδίωξη της τελειότητας. Οπότε, αν δεν είμαστε οι τελευταίοι των φτηνών, οφείλουμε να τους τιμάμε. Και μαζί τον εαυτό μας, ντυμένο καταλλήλως.

Δεν αντέχω να μην κάνω τον παραλληλισμό. Ένας αγώνας στο Roland-Garros Ναδάλ-Τζόκοβιτς θεωρείται πως απαιτεί περισσότερα δράμια κομψότητας από μια συνάντηση κορυφής Πίνα Μπάους-Ίαν Μακέλεν.

 

Διαβάστε ακόμα: Η τέχνη της ειρωνείας. Την αντέχετε;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top