Πάνω κάτω η Πατησίων. Πριν καν η Κατερίνα Γώγου την περιλούσει με τη μαύρη σκόνη της αστικής περιπέτειας, κάτι σαν τους Απάτσι που τα βάζουν στα ίσια με τους σερίφηδες της πόλης, την Πατησίων την έμαθα από ένα μικρότατο βιβλίο που είχε εκδώσει το 1991 ο άγνωστος στους περισσότερους Μίλτος Πρωτογερέλλης από τις εκδόσεις Ύψιλον και έφερε τον ευκρινή τίτλο «Πατησίων».
Σε εκείνο το τομίδιο, ο νεαρός Μίλτος μαρτυρεί τα πάθη της εποχής, το δράμα του να είσαι νέος στην Αθήνα, το άγριο κάλλος του άστεως. Πού να ήξερε ότι στην καρδιά της Αθήνας, εκεί στην Πατησίων, θα έπεφτε θύμα δυστυχήματος με τη μηχανή του. Οχι, η Πατησίων δεν είναι ένας τυχαίος δρόμος. Είναι βωμός, σύναξη, τόπος συνάντησης.
Χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη συνάντηση γνώρισα την άλλη όψη της Πατησίων, την απολύτως νυχτερινή. Περπάτησα τη λαγαρή ομορφιά ενός δρόμου που υπό το φως του σκότους και των μεθυστικών αντανακλάσεων που σπέρνουν βροχηδόν τα διερχόμενα αυτοκίνητα, μοιάζει αλλότροπη. Άγρια όμορφη.
Εκεί κατάλαβα τι θα πει αλκοολική ευδία πίνοντας το ένα ποτό μετά το άλλο στο μπαρ Au Revoir. Εγώ που έδινα διπλώματα στα γαλλικά με το ζόρι, άρχισα να μιλώ απταίστως την γαλλικήν υπό τους ατμούς του τζιν, της βότκας και των κοκτέιλ.
Για όλους εμάς που μάθαμε την καλή και την ανάποδη του αλκοόλ (φίλτατοι, αυτή είναι η προπαίδεια της εξαλλοσύνης, της αρχοντιάς, της μονόχνωτης φύσης και της πριγκιπικής χαρμολύπης) στο Au Revoir, σήμερα είμαστε θλιμμένοι με τον χαμό του Λύσανδρου Παπαθεοδώρου -σκέτο Λύσανδρος ή κύριος Λύσανδρος- της μιας εκ των δύο ψυχών του εμβληματικού μπαρ.
Το Au Revoir άνοιξε την πόρτα του τον Μάρτιο του 1958 και στέκει ακόμη στη θέση του ως ένα κλασικό τοπόσημο των νυχτόβιων αυτής της πόλης. Τα δύο αδέλφια, Λύσανδρος και Θόδωρος Παπαθεοδώρου υπήρξαν οι οινοπνευματικοί ταγοί για όλους μας.
Πάνω στη μπάρα του μαγαζιού, αλλά και στα μικρά σαν κουκούλι τραπέζια έχουν γραφτεί και ειπωθεί δράματα, χαρές, τραγικωμωδίες μιας ζωής που ολοφύρεται γελώντας. Της δικής μας ζωής.
Το Au Revoir φιλοτεχνήθηκε από τον Αριστομένη Προβελέγγιο, έναν από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της σύγχρονης Ελλάδας σύμφωνα με τα πρότυπα της γαλλικής αισθητικής. Αυτός ο διαπρεπής αρχιτέκτονας παρέδωσε στα δύο αδέλφια έναν τόπο συνάντησης, τέχνης, και βίου έξω από τον περίκλειστο βίο της καθημερινότητας. Η φωτογραφία του δεσπόζει στο εικονοστάσι δίπλα στα μπουκάλια της μπάρας. Να πίνουμε και στην υγειά του, να μην τον ξεχνάμε.
Από το Αu Revoir έχουν περάσει οι πάντες. Οι… πάντες που ξέρουν, όχι οι άλλοι. Εχουν περάσει, δηλαδή, οι Άγιοι Πάντες: ο Κοροβέσης, ο Καρούζος, ο Καραβασίλης, ο Γκόρπας, ο Σταθόπουλος, ο Μπαμπασάκης, ακόμη και ο Σινάρτα το 1962. Εχουμε περάσει όσοι μάθαμε πως η ζωή έχει και ανάποδα βήματα κι αυτά, κάποιες φορές, είναι τα πιο ίσια.
Ο Λύσανδρος ήταν μια ιερατική μορφή που όμως ήταν τόσο προσιτή σαν ένα θείο που δεν είχες και απέκτησες ή σαν έναν πατέρα που σου επέτρεπε από καιρού εις καιρόν κάποιες ατασθαλίες. Ωραίος άνθρωπος, τι να λέμε τώρα. Από αυτούς που η θεά της ευγένειας τους έχει ευλογήσει στο μέτωπο. Με τα γκρίζα του μαλλιά, το ήρεμο βλέμμα, τα χαμογελαστά μάγουλα. Η νύχτα όχι μόνο δεν τον χάλασε, αλλά του προσέδωσε μια αύρα αγιότητας να συμπονά και να στέργει στα ανθρώπινα πάθη.
Οπως είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του στο Γαστρονόμο: «Ήμασταν από τους πρώτους που φέραμε ουίσκι και το μάθαμε στους Αθηναίους. Ξέρεις εμείς δεν πήγαμε να βγάλουμε λεφτά. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τον χώρο μας με πελάτες σοβαρούς και να υπάρχει αξιοπρέπεια. Έρχονταν εδώ δημοσιογράφοι, συγγραφείς, κόσμος που σεβόταν τον χώρο και τους θαμώνες. Έρχονταν και πολλοί ηθοποιοί μετά τις παραστάσεις: Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος, Αυλωνίτης, Κοντού, Καλουτάδες».
Η νέα γενιά του Au Revoir θα συνεχίσει την παράδοση, δεν γίνεται να μην. Ο «ναός» δεν επιτρέπεται να κλείσει. Άλλωστε, ο Λύσανδρος κυκλοφορεί συνεχώς εκεί μέσα και θα συνεχίσει να το κάνει. Έφυγε μεν στα 84 του χρόνια, αλλά τέτοιοι άνθρωποι δεν φεύγουν εύκολα. Δεν μετοικούν. Είναι οινο-πνεύματα. Στην επίσημη σελίδα του Au Revoir στο Facebook υπάρχει το λιτό μήνυμα: «To Au Revoir απόψε θα μείνει κλειστό. Καλό ταξίδι στο φως».
Όσοι ξέρουν, όμως, δεν λένε ποτέ «αντίο» μόνο au revoir. Θα ξαναβρεθούμε κάπου, κάπως, κάποτε.
Διαβάστε ακόμα: Ιn memoriam Θωμά Λιώνη. Καλό ταξίδι, δάσκαλε του Bespoke.