Η εποχή Ιβάν Γιοβάνοβιτς ξεκίνησε νικηφόρα το σαββατόβραδο στο Γ. Καραϊσκάκης. Για την 1η αγωνιστική του Nations League 2024-25, η εθνική μας επικράτησε με 3-0 της αντίστοιχης φινλανδικής και ξεκίνησε με το δεξί την προσπάθειά της να πλασαριστεί όσο το δυνατόν υψηλότερα με σκοπό τη διεκδίκηση μίας θέσης στα μπαράζ για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026.
Αν και η αρχική ενδεκάδα αντιμετωπίστηκε με κάποιο μούδιασμα, κάτι που δικαιολογήθηκε από την εικόνα του πρώτου εικοσαλέπτου, το γκολ του Ιωαννίδη στο 22’ (ευγενική χορηγία του Χραντέτσκι), έδωσε την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση στους διεθνείς. Το σκορ διπλασιάστηκε χάρη σε αυτογκόλ του Κάλμαν στο 37’, ενώ ο δαιμονισμένος Ιωαννίδης (που είχε και δοκάρι) το έκλεισε με κεφαλιά στο 76’.
Ήταν το ξεκίνημα που χρειαζόταν η γαλανόλευκη. Όταν ανακοινώθηκε η συμφωνία ΕΠΟ-Γιοβάνοβιτς, την 1η Αυγούστου, οι περισσότεροι φίλοι της εθνικής αντέδρασαν θετικά, θεωρώντας πως ο Σέρβος έχει όλα τα εχέγγυα για να μας ξαναστείλει σε τελική φάση έπειτα από μία στείρα δεκαετία. Η συμβολή του στην αναγέννηση του Παναθηναϊκού, το ήθος, η μεθοδικότητα και η εργατικότητα του είναι στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη αυτού του μεγάλου στόχου και δικαιολογούν τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η πρόσληψή του.
Με αφορμή αυτόν τον ενθουσιασμό, ας δούμε μερικά -λιγότερο επιτυχημένα- επίσημα ντεμπούτα ξένων προπονητών, οι οποίοι έτυχαν αντίστοιχης υποδοχής. Κάποιοι δικαιολόγησαν τον ντόρο, άλλοι απέτυχαν παταγωδώς και ένας κατάφερε να γράψει ιστορία, αν και η εμφάνισή του πέρασε μάλλον under the radar.
Η συγκεκριμένη λίστα περιλαμβάνει μόνο τους προηγούμενους προπονητές της Εθνικής ομάδας που έκανε ντεμπούτο με το… αριστερό. Σε αντίθεση με τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς που άφησε με το «καλημέρα» το στίγμα του σε ένα ματς που ενώ φαινόταν εύκολο, τελικά, έκρυβε παγίδες.
Άνχελ Ιορντανέσκου
Το καλοκαίρι του 1998 βρήκε την εθνική σε μία περίεργη κατάσταση. Αποκλεισμένη για δεύτερη σερί τελική φάση λόγω του γονάτου του Σμάιχελ, η ΕΠΟ έψαχνε να βρει τον κατάλληλο προπονητή που θα οδηγούσε την ταλαντούχα φουρνιά εκείνης της εποχής στο Euro 2000. Γι’αυτό απευθύνθηκε στον Άνχελ Ιορντανέσκου.
Ο Ιορντανέσκου δεν ήταν άγνωστος στο ελληνικό ποδοσφαιρικό κοινό. Είχε αγωνιστεί για δεκαπέντε χρόνια στη Στεάουα Βουκουρεστίου, ενώ πέρασε και για μία διετία από την Κρήτη και τον ΟΦΗ. Ως προπονητής κατέκτησε τρία πρωταθλήματα με τη Στεάουα, ωστόσο οι μεγαλύτερες επιτυχίες του ήρθαν με την εθνική Ρουμανίας. Στην πενταετία του ως ομοσπονδιακός (1993-1998) κατάφερε να προκριθεί και στις τρεις διοργανώσεις αυτής της περιόδου με highlights την πορεία ως τα προημιτελικά στο Μουντιάλ του 1994 και την ασορτί ντεκαπάζ των Ρουμάνων διεθνών στο Μουντιάλ του 1998 (όχι της δικής σου τεράστιε Μπόγκνταν Στελέα).
Αντίπαλος στις 6 Σεπτεμβρίου του 1998 η Σλοβενία, αποτελούμενη από ένα καλό σύνολο παικτών με σπουδαιότερο τον πάντα ψύχραιμο Ζλάτκο Ζάχοβιτς, και προπονητή τον -ανίκανο να αντιληφθεί κάποιες ψυχώσεις- Σρέτσκο Κάτανετς. Στην κατάρτιση της ενδεκάδας ο Ρουμάνος προχώρησε σε μία πρωτοφανή στην εβδομηντάχρονη ιστορία της εθνικής επιλογή: δε συμπεριέλαβε κανέναν παίκτη του Ολυμπιακού ή του Παναθηναϊκού! Οι Σλοβένοι προηγήθηκαν νωρίς με το Ζάχοβιτς, με τους Έλληνες να τουμπάρουν το ματς μέσα σε δύο λεπτά (56’-58’) χάρη σε ένα πέναλτι του Μαχλά και μία φαουλάρα του Φραντζέσκου. Το ελληνικό προβάδισμα αποδείχθηκε σύντομο, καθώς ο πάντα ψύχραιμος Σλοβένος αρτίστας ισοφάρισε ένα τέταρτο πριν το φινάλε.
Εν τέλει ο Ιορντανέσκου έκλεισε με το ζόρι επτά μήνες ως ομοσπονδιακός τεχνικός. Την ισοπαλία της πρεμιέρας ακολούθησαν μία νίκη επί της Γεωργίας, μία ισοπαλία στα Τίρανα απέναντι στην Αλβανία και η καταδικαστική ήττα από τους Νορβηγούς το Μάρτιο του 1999 στο βροχερό ΟΑΚΑ. Αυτό ήταν και το τελευταίο ματς του Ρουμάνου στο τιμόνι της εθνικής, με άμεσο διάδοχό του το Βασίλη Δανιήλ. Ο ίδιος συνέχισε την προπονητική του σταδιοδρομία μεταπηδώντας ανάμεσα στη θέση του εκλέκτορα της Ρουμανίας και οποιονδήποτε διαθέσιμο πάγκο της αραβικής χερσονήσου. Μάλιστα, το 2007 κατάφερε να εκλεγεί μέλος της ρουμανικής γερουσίας.
Φερνάντο Σάντος
Εξ ορισμού, το έργο που θα είχε ο διάδοχος του Ότο Ρεχάγκελ ήταν ιστορικής δυσκολίας, κληρονομώντας εννιά χρόνια με συμμετοχές σε Εuro, Μουντιάλ και μία κατάκτηση το 2004. Tελικά, αυτός που πήρε την καυτή πατάτα ήταν ο Φερνάντο Σάντος. Μετά από δύο θητείες στην ΑΕΚ, μία στον ΠΑΟΚ και μία βραχύβια στον Παναθηναϊκό, ο Πορτογάλος τεχνικός γνώριζε τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού ποδοσφαίρου και ανέλαβε τον πάγκο της εθνικής τον Ιούλιο του 2010 με σκοπό να συνεχίσει τις παρουσίες σε τελικές φάσεις.
Το ανεπίσημο ντεμπούτο του Φερνάντο έγινε σε ένα νικηφόρο φιλικό στη Σερβία στα μέσα Αυγούστου. Είκοσι ημέρες αργότερα, στις 3 Σεπτεμβρίου του 2010, η εθνική αντιμετώπισε τη Γεωργία στο γήπεδο Καραϊσκάκη για την πρώτη αγωνιστική των προκριματικών του Euro 2012.
Οι Γεωργιανοί (με τον Τιμούρ Κετσμπάγια στον πάγκο τους) προηγήθηκαν μόλις στο τρίτο λεπτό με τον Ιασβίλι και στη συνέχεια η ελληνική ομάδα πέρασε στην αντεπίθεση χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Περίπου είκοσι λεπτά πριν το τέλος κατόρθωσε να ισοφαρίσει με το πρώτο γκολ στη διεθνή καριέρα του -διόλου δεινού σκόρερ- Νίκου Σπυρόπουλου. Το τελικό 1-1 έμεινε μέχρι το τέλος, αλλά στην τελική σούμα δεν κόστισε. Η γαλανόλευκη κατάφερε να προκριθεί ως πρώτη στα γήπεδα της Ουκρανίας και της Πολωνίας και να φτάσει μέχρι τα προημιτελικά.
Το συμπαγές ποδόσφαιρο του Σάντος αποδείχθηκε αποτελεσματικό και στην επόμενη προκριματική διαδικασία, χαρίζοντας ένα ακόμα εισιτήριο στο Μουντιάλ του 2014. Εκεί, αν και το κλίμα δεν ήταν ιδανικό, οδήγησε την εθνική μέχρι τους 16, όπου και αποκλείστηκε από την Κόστα Ρίκα στα πέναλτι, στον τελευταίο αγώνα της σε τελική φάση μέχρι και σήμερα.
Μετά τον αποκλεισμό ο Σάντος, που γνώριζε εξαρχής ότι θα αποχωρήσει από τον πάγκο της εθνικής, επέστρεψε χώρια από την υπόλοιπη ομάδα, καθώς η ομοσπονδία δε δέχτηκε να του πληρώσει εισιτήριο επιστροφής. Στη συνέχεια της καριέρας του δεν κατάφερε κάτι αξιοσημείωτο, παρά μόνο να κατακτήσει το πρώτο Euro στην ιστορία της Πορτογαλίας, μόλις δύο καλοκαίρια μετά.
Κλαούντιο Ρανιέρι
Και μετά το Σάντος, ο Ρανιέρι. Μη διατεθειμένη να συνεχίσει τη συνεργασία με τον Πορτογάλο, η ΕΠΟ είχε βγει στη γύρα προσπαθώντας να υπογράψει ένα γνωστό όνομα για να συνεχίσει την επιτυχημένη πορεία της περιόδου 2001-2014. Μετά από συζητήσεις, ο τότε πρόεδρος της ομοσπονδίας Γιώργος Σαρρής επιβεβαίωσε τη συμφωνία με το Ρωμαίο προπονητή κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ της Βραζιλίας.
Το βιογραφικό του Ρανιέρι ήταν -αν μη τι άλλο- βαρύ. Με πέρασμα από όλες τις μεγάλες ιταλικές ομάδες, αλλά και σημαντικούς ευρωπαϊκούς πάγκους (Τσέλσι, Βαλένθια) είχε βρεθεί την τελευταία διετία στη Μονακό του Ριμπολόβλεφ, την οποία αφού ανέβασε στη Ligue 1 στην πρώτη του σεζόν, κατάφερε να την βγάλει δεύτερη πίσω από την ασυναγώνιστη Παρί την επόμενη. Με αυτήν την προϋπηρεσία, οι προσδοκίες ήταν -φυσιολογικά- ουρανομήκεις.
Η πραγματικότητα εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά. Δύο μήνες μετά τη Βραζιλία (7 Σεπτεμβρίου 2014), ο Ρανιέρι κάθισε για πρώτη φορά στην άκρη του ελληνικού πάγκου. Αντίπαλος η Ρουμανία στο άδειο Καραϊσκάκη για την πρώτη αγωνιστική των προκριματικών του Euro 2016. Στο χόρτο παρουσιάστηκε μία ασύνδετη και “άδεια” ομάδα, η οποία δεν κατάφερε σε κανένα σημείο να απειλήσει και να ισοφαρίσει το προβάδισμα των Ρουμάνων από το δέκατο λεπτό. Η ήττα δεν ανησύχησε πολλούς (με το νέο σύστημα προκρίνονταν οι δύο πρώτοι κάθε ομίλου), όμως η συνέχεια ήταν εξίσου μεγαλειώδης.
Με αναλαμπή την ισοπαλία στο Ελσίνκι κόντρα στους Φινλανδούς, οι εντός έδρας ήττες απέναντι στη Βόρεια Ιρλανδία και την ποδοσφαιρική υπερδύναμη των νησιών Φερόε αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα του Ιταλού στον ελληνικό πάγκο. Μετά από δύο μήνες, τριάντα οκτώ κληθέντες διεθνείς και τρεις ήττες, ο Ρανιέρι απολύθηκε κατηγορούμενος πως μετέτρεψε την εθνική σε κέντρο διερχομένων και πως βρισκόταν εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Βέβαια, αυτό που κατάφερε στην επόμενη δουλειά του ήταν εκτός κάθε πραγματικότητας…
Ότο Ρεχάγκελ
Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, τότε το δεύτερο μισό της θητείας του Ρεχάγκελ στην εθνική Ελλάδας ίσως είναι το σπουδαιότερο στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Όταν ανέλαβε τα ηνία της ομάδας τον Αύγουστο του 2001, ελάχιστοι ήταν αυτοί που ασχολήθηκαν, παρά το γεγονός ότι είχε σημαντικές επιτυχίες στο παλμαρέ του: για δεκατέσσερα χρόνια θήτευσε ως προπονητής της Βέρντερ Βρέμης κατακτώντας δύο πρωταθλήματα και ένα Κυπελλούχων, ενώ αμέσως πριν την εθνική κατάφερε να προβιβάσει και στη συνέχεια να κατακτήσει την Bundesliga με την Καϊζερσλάουτερν, φτάνοντας και στην οκτάδα του Champions League.
Θέλοντας να προετοιμάσει καλύτερα την εθνική για τα προκριματικά του Euro 2004, o Ρεχάγκελ θα χρησιμοποιούσε για δοκιμές τους δύο τελευταίους αγώνες για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 2002. Πρώτο του ματς στο Ελσίνκι με αντιπάλους τους Φινλανδούς στις 5 Σεπτεμβρίου του 2001. Η εμφάνιση ήταν εφιαλτική. Το κοντέρ είχε γράψει τάλιρο πριν τη συμπλήρωση μίας ώρας και παρέμεινε σε απλά εξευτελιστικά επίπεδα λόγω της διάθεσης των Σκανδιναβών να κατεβάσουν ταχύτητα στα τελευταία λεπτά.
Η ήττα με 5-1 αποτελεί ακόμα και σήμερα τη δεύτερη ευρύτερη σε ντεμπούτο προπονητή στην ιστορία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος. Θορυβημένος από την απόδοση της ομάδας, ο Ρεχάγκελ αποφάσισε να μην ξανακαλέσει κάποιους διεθνείς με κομβικό ρόλο στην ομάδα, ενώ η παρουσία μερικών ακόμη ελαττώθηκε σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Σταδιακά, μετέτρεψε την εθνική σε ένα κλειστό κλαμπ παικτών, που είχε συνοχή και γνώριζε ακριβώς τι χρειάζεται να κυνηγήσει μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Αποτέλεσμα; Στα επόμενα εννιά χρόνια καταγράφηκαν οι μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία της εθνικής και μερικές από τις καλύτερες στιγμές στη ζωή μας.
Διαβάστε ακόμα: Φουρνιέ και Γουίλιαν. Ολυμπιακός και τα μυαλά στα κάγκελα!