1. O Μπράσκο Κατά, ο δικός μας «Πέπε». (φωτογραφία Ραλλού Κυριακοπούλου)

    O Μπράσκο Κατά, ο δικός μας «Πέπε». (φωτογραφία Ραλλού Κυριακοπούλου)

    Από πού ν’ αρχίσει κάποιος; Σχεδόν ολόκληρη η ιστορία του ευρωπαϊκού πόλο ταξίδεψε όλ’ αυτά τα χρόνια μαζί του, κι αν όχι όλων των χωρών, σίγουρα της Ισπανίας –της Καταλονίας, για να συνεννοούμαστε– και της Ελλάδας από κοντά, επί τόσο μεγάλο διάστημα. Ο για μας Μπράσκο Κατά, ο συγκινητικός «Πέπε» για τους φίλους του, ο εθνικός προπονητής, ο πραγματικός δάσκαλος, είναι αυτός που τόλμησε, σπάζοντας αντιλήψεις και προκαταλήψεις άλλων καιρών, να στηριχτεί πάντα στις νέες γενιές, όλο και πιο καινούργια πρόσωπα να στηρίζει.

    «Πατέρας» λοιπόν στο διεθνή χώρο ενός Εστιάρτε κι ενός Μαυρωτά, ο Πέπε, είτε στις Εθνικές ήτανε είτε στη Χίο είτε στη Βουλιαγμένη, πάντα την ίδια νοοτροπία ακολούθησε, πάντα τον ίδιο τρόπο επέβαλε: με την αξία τους όλοι, κανένας σε «καρέκλα», κανείς χωρίς δύναμη, δουλειά και κολύμπι.

    Ξαναβρεθήκαμε κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Είναι τιμή μεγάλη η παρουσία του κοντά μας, η «εφ’ όλης της ύλης» συνέντευξή του, που ακολουθεί. Κι ας λειτουργήσει ίσως, αυτή η συνέντευξη, και λίγο ως «κάθαρση» για τη μεγάλη ντροπή κάποτε, που κόκκινοι κάφροι έριξαν τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα στου Παπαστράτειου μέσα τα νερά, με τα ρούχα…

    Μπράσκο Κατά: Η Ισπανία σε Ολυμπιακούς Αγώνες πρωτοπήγε με το πόλο το 1920. Αλλά πόλο, ούτε καν κολύμπι, δεν υπήρχαν στην περιοχή της Βαρκελώνης που έμενα εγώ. Βέβαια, το πόλο όλο της Ισπανίας στη Βαρκελώνη είχε ξεκινήσει. Εμείς, όμως, κολυμβητήριο δεν είχαμε. Και βρήκαμε ένα παλιό, κλειστό πια, εργοστάσιο ρούχων, με μια μεγάλη στέρνα για τα ρούχα. Πισίνα αυτό το πράγμα δεν ήτανε, αλλά είχε μήκος 29 μ. και πλάτος 8,5 μ.. Εκεί κάναμε μια πισίνα, 3,5 μ. βάθος, μια εικοσπεντάρα δηλαδή, εκ των ενόντων. Εκεί ξεκινήσανε όλα…

    – Μιλάμε για;…

    – Μιλάμε για το 1944. Τότε πήγαμε κάποια παιδιά ν’ αρχίσουμε κολύμπι, να γίνουμε μέλη. Και πληρώναμε κάθε μήνα. Εγώ τότε δεν ήξερα ούτε κολύμπι. Δεκαπέντε χροόνων ήμουνα, και κολύμπι δεν ήξερα. Πήγαινα στον πάτο! Εκεί έμαθα, μέσα σε δυο βδομάδες, κολύμπι, και πάνω στο μήνα, σ’ ένα μήνα–ενάμισι, έπεσα και σε αγώνες… Ως κολυμβητής. Ύπτιο, κι ελεύθερο. Σε πάρα πολύ δύσκολες μέρες, με φτώχεια μεγάλη ολόγυρα, με τις οικογένειες όλες πολύ δυσκολεμένες.

    «Στο πόλο ακολούθησα κι εγώ στο δρόμο του Ζολουόμι. Που έλεγε: ‘’Εγώ ποτέ δεν είπα πως είμαι προπονητής. Πέρλες μόνο αναζητάω, μαργαριτάρια’’»…

    – Εσάς, όμως, σας κέρδισε το νερό.

    – Με το που το πλησίασα. Με πήρε η αύρα, ο αέρας του νερού, κι από τότε δεν μ’ έχει αφήσει… Και σ’ ένα χρόνο μέσα, ο τότε προπονητής ξεκίνησε να φτιάχνει ομάδα με μικρά παιδιά, γιατί οι μεγάλοι που υπήρχαν, τριαντάρηδες, τριανταπεντάρηδες, ούτε για προπόνηση ήταν ούτε για πολλά–πολλά. Και στο πρωτάθλημα του ’45 κατεβήκαμε οι μικροί. Γιατί μας έβαλε και παίξαμε με τους μεγάλους και, όποιος κέρδιζε, αυτός θα κατέβαινε στο πρωτάθλημα.

    – Και;

    – Και κερδίσαμε οι μικροί 5–0. Γιατί εμείς τουλάχιστον κολυμπούσαμε. Αλλά στο πόλο, γενικότερα τότε, πρόγραμμα δεν υπήρχε. Ο καθένας έκανε ό,τι του ερχόταν. Στην Ισπανία, το μοναδικό σωματείο τότε που ήταν κάπως οργανωμένο ήταν η Μπαρτσελόνα. Γιατί αυτοί είχανε κλειστό κολυμβητήριο, κάνανε προπόνηση όλο το χρόνο και κερδίζανε συνέχεια τα πρωταθλήματα, μια κι αντίπαλος δεν υπήρχε. Κερδίζανε τα ματς όλα με δεκαπέντε, είκοσι γκολ διαφορά. Να σκεφτείτε πως στην αρχή εμείς, όταν παίζαμε με την Μπαρτσελόνα, είχαμε στόχο να βάλουμε… ένα γκολ!

    Διαβάστε ακόμα: Τα κάστρα από μέσα πέφτουνε… Μια συνοπτική ιστορία του νεότερου ελληνικού πόλο 1975–2011.

    2. Προπονητής της Εθνικής Ελλάδος στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες το 1984

    Προπονητής της Εθνικής Ελλάδος στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες το 1984.

    – Βουλιαγμένη της αρχής μου φαίνεται πως ήταν κι η Μεντιτεράνι σας. Τι θέση όμως παίζατε, Πέπε;

    –Μη γελάσετε τώρα: φουνταριστός! Στη Μεντιτέρανι, ως παίκτης και κολυμβητής, έμεινα ως το ’51. Και μετά πήγα στη Μονζουίκ. Όπου όρεξη περισσότερη υπήρχε, πρόγραμμα πάλι μηδέν. Θα σας πω κάτι τρομερό: εγώ, η πρώτη φορά που άκουσα λίγη πραγματική «μουσική για πόλο» ήταν το 1966! Ως τότε, προπονητής να μας πει «Τώρα θα κάνουμε αυτό, τώρα θα παίξουμε μ’ αυτό το σύστημα, τα πόδια θα τα βάζετε έτσι κ.λπ., κ.λπ…» δεν υπήρχε. Δεν–ήξερε–κανείς–τίποτα. Μα τί–πο–τα! Βάζανε για προπονητή συνήθως τον πιο… μεγάλο σε ηλικία παίκτη. «Μεγάλωσες τώρα», του λέγανε. «Αναλαμβάνεις προπονητής!»…

    – Αφού γινόντουσαν αυτά στην Ισπανία, φαντάζομαι τι θα γινόταν σ’ εμάς αντίστοιχα.

    – Κάποτε, ένας προπονητής καλός της κολύμβησης και του πόλο επίσης, μού ’πε μια μεγάλη κουβέντα. Μια πραγματικά μεγάλη κουβέντα. Κάπου καθίσαμε μαζί σε μια εκδήλωση κι αυτός γύρισε και μου είπε, εμπιστευτικά: «Πέπε, οι προπονητές δεν ξέρουν τίποτα. Μα τίποτα! Ο μόνος που ξέρει κάτι είναι ο προπονητής της Μπαρτσελόνα στο κολύμπι, που, όταν ξεκινάει το πρωτάθλημα, τα παιδιά του δεν είναι… κρυωμένα»! Εδώ, ούτε ζέσταμα δεν κάναμε πριν από τους αγώνες, δεν ξέραμε ούτε καν το ζέσταμα… Πηδάγαμε μέσα στο νερό, στηνόμασταν και περιμέναμε το σφύριγμα της αρχής του διαιτητή. Με τους πρώτους Ολλανδούς προπονητές που ήρθανε σ’ εμάς για το κολύμπι κάπως αρχίσαμε να ξε–τυφλωνόμαστε. Και στο πόλο μας, όταν ήρθε ο Ζολουόμι από την Ιταλία. Ο Ούγγρος. Ο μεγάλος ο παίκτης και προπονητής της Ράρι Νάντες Νάπολι. Της πιο σπουδαίας τότε ομάδας στην Ιταλία. Αυτός, το ’60 ήταν στους Ολυμπιακούς της Ρώμης προπονητής τους και τους οδήγησε στο χρυσό. Εμάς μας είχε το ’48 και το ’52 στο Λονδίνο και στο Ελσίνκι. Αυτός κάτι πήγε να μας φτιάξει. Μιλάμε για τον μόνο άνθρωπο του πόλο που έχει πάει σε επτά Ολυμπιακούς Αγώνες ως προπονητής. Γιατί το ’68 και το ’72 ήταν πάλι μαζί μας.

    – Εσείς;

    – Εγώ μόνο δύο. Μία με την Ισπανία, αλλά ως δεύτερος, και μία με την Ελλάδα πρώτος, στο Λος Άντζελες το ’84. Ο Όρλιτς ο μεγάλος Γιουγκοσλάβος προπονητής…

    – Ο πατέρας και του Μιλάνοβιτς, όπως μου έχει πει ο ίδιος…

    – Τον λάτρευε τον Ζολουόμι. Ο Ζολουόμι πέθανε το ’92, πριν από τη Βαρκελώνη. Κι ο Στάμενιτς τον είχε περί πολλού.

    – Κι εσείς όμως κάνατε τόσα για το πόλο, το ισπανικό και το δικό μας.

    – Πείτε πως ακολούθησα κι εγώ στο δρόμο του Ζολουόμι. Που έλεγε: «Εγώ ποτέ δεν είπα πως είμαι προπονητής. Πέρλες μόνο αναζητάω, μαργαριτάρια»…

    – «Αλιείς Μαργαριταριών», Μπιζέ…

    – Ανοίγεις το στρείδι και κοιτάς. Και λες: «Α! Αυτός καλός είναι. Τον παίρνουμε να τον φτιάξουμε. Αυτό το στρείδι άδειο είναι. Δεν μας κάνει». Περίεργη, δηλαδή, φιλοσοφία. Ο Ζολουόμι τους κοίταγε και στα μάτια. Από το βλέμμα τους αποφάσιζε αν κάνουνε ή δεν κάνουνε…

    – Μονζουίκ, λοιπόν, 1966:

    – Κι εγώ ήμουνα πια προπονητής, κι εγώ χωρίς να έχω ιδέα. Πού να ξέρω, άλλωστε; Όταν οι δικοί μου προπονητές μας στέλνανε πάνω–κάτω στην πισίνα λίγο, κι αυτό ήταν όλο. Αλλά ξεκίνησα. Χωρίς να κοιτάω τα παιδιά στα βλέμματα, γιατί τόσο μεγάλος φιλόσοφος σαν τον Ζολουόμι δεν ήμουνα. Πάντως, τακτικές σε επίπεδο συστήματος ήταν ακόμα άγνωστο πράγμα. Ξεκινήσαμε με προσωπικές τακτικές. «Εσύ παίρνεις τον 6, εσύ παίρνεις τον 7, εσύ τον 8»…

    «Πάντα θεωρώ πως, όχι μόνο το πόλο, αλλά όλα τα σπορ προχωράνε. Πάνε πάντα παρακάτω. Δεν είμαι άνθρωπος να μένω προσκολλημένος σε κανένα παρελθόν, να λέω “Παλιά ήταν καλύτερα’’».
    3. Με τον Γιάννη Γιαννουρή στη Βαρκελώνη

    Με τον Γιάννη Γιαννουρή στη Βαρκελώνη.

    – Ο παράδεισος του μαν–του–μαν. Των «μαντουμαδόρων» του… Αλέφαντου!

    – Από τον Ζολουόμι εγώ είχα ξεσηκώσει κι αυτό: ποτέ δεν χαλάλιζα τον καλύτερό μου παίκτη πάνω στον καλύτερό τους. Τον χειρότερό μου έβαζα πάνω του. Ώστε, αν τον βγάλει έξω γρήγορα, πολύ μικρό το κακό. Αν, όμως, ο δικός μου ο χειρότερος βρεθεί σε καλή μέρα και, παρ’ ελπίδα, τον σταματήσει, το κέρδος μας είναι τότε τεράστιο. Άσε που ο δικός μας ο καλύτερος έμενε έτσι ελεύθερος, να κάνει ό,τι κάνει. Ούτε ζώνη είχαμε τότε ούτε πρέσινγκ ούτε άλλο σύστημα στην άμυνα, άλλο στην επίθεση. Έβαζες στον πιο νευρικό αντίπαλο πάνω τον πιο ενοχλητικό δικό σου και τον έβγαζες έξω, … βγάζοντάς τον από τα ρούχα του. Θα σας πω και μια ιστορία, αστεία λίγο εδώ: Παίζαμε, εγώ με την Ισπανία προπονητής, το ’78, σ’ ένα τουρνουά με την Ελλάδα στη Γερμανία. Τον Γιαννουρή τότε δεν τον είχα ακόμα γνωρίσει, αλλά ήταν μαζί, αναπληρωματικός του Κώνστα, νομίζω. Κι αυτό το ’μαθα το ’93, δεκαπέντε χρόνια μετά… Πριν από το παιχνίδι, οι Έλληνες μοιράζανε τους παίκτες, «Εγώ θα πάρω αυτόν», «Εγώ τον άλλο». Κι ένας, λέει: «Εγώ θα πάρω τον… μικρό». Ξέρετε ποιος ήτανε «μικρός», ο εύκολος;

    – Ο Εστιάρτε;

    – Ακριβώς! Στην πρώτη του διεθνή εμφάνιση. Δεκαέξι χρόνων. Και δεν τον ήξερε κανείς. Ο «μικρός» έσκισε, κέρδισε η Ισπανία με πέντ’–έξι γκολ διαφορά. Αυτά είχανε οι προσωπικές τακτικές, σ’ Ελλάδα κι Ισπανία, σε χώρες που δεν ήσαν στο επίπεδο της Ιταλίας ή των Ανατολικών τότε Χωρών. Για να ξαναπώ και κάτι για μένα, εγώ στην αρχή ήμουνα ερασιτέχνης του χώρου. Φωτογράφος ήμουνα, με μαγαζί, και τις ελεύθερές μου ώρες έκανα το χόμπι μου. Από το ’66 αντιμετώπισα πια τα πράγματα με την απαιτούμενη σοβαρότητα. Πήρα τη Μονζουίκ από την… 34η κατηγορία…

    Διαβάστε ακόμα: Σωτήρης Κακίσης –Οι Έλληνες τερματοφύλακες του πόλο που ξεχώρισε

    – Όπως τη Βουλιαγμένη ο Γιαννουρής…

    – Χάναμε από την Μπαρτσελόνα με τριάντα γκολ διαφορά. Και το ’69 ήμασταν στην πρώτη Εθνική. Και βγήκαμε και τρίτοι στο πρωτάθλημα τον πρώτο χρόνο εκείνο. Το ’72 πήραμε το πρωτάθλημα.

    – Βίοι παράλληλοι με τον μαθητή σας. Αν και η Βουλιαγμένη έκανε δέκα χρόνια στην πρώτη Εθνική για να πάρει το πρώτο πρωτάθλημα.

    –Από το ’69 έπαιρνα και κάποια… οδοιπορικά ως προπονητής. Αλλά από το ’72 αλλάξανε, πολύ προς το καλύτερο, τα πράγματα. Κι έγινε πια η φωτογραφία το χόμπι μου… Και το ’74 έγινα ομοσπονδιακός, πρώτος μάλιστα, γιατί αρρώστησε ο Ζολουόμι. Πρώτα ανεπίσημα και, λίγο μετά, επίσημα. Μετά το Μόναχο. Αλλά ως το ’79 που έμεινα, τις μεγαλύτερες επιτυχίες η Ισπανία τις είχε στους εφήβους. Και όλες τις ομάδες τις είχα εγώ, Άνδρες, Νέους, Εφήβους, όλους.

    – Ούτε αυτό ήταν όπως σήμερα.

    – Είχα βάλει πολύ νέα παιδιά. Ο Ζανέ κι ο Σανς ήσαν οι μεγαλύτεροι, στα… εικοσιδύο τους. Και στους Άνδρες, πάλι οι Νέοι παίζανε.

    – Να η δική σας φιλοσοφία, λοιπόν: Τόπο στα νιάτα!…

    – Καλύτερα να έχεις στον πάγκο μικρούς παρά μεγάλους. Γιατί οι μικροί είναι «κεριά αναμμένα». Ενώ οι μεγάλοι τον πάγκο δεν θέλουν να τον βλέπουν ούτε ζωγραφιστό. Βαριεστημένοι κάθονται, βαριεστημένοι μπαίνουν και μέσα μόλις τους πεις. Ο μικρός, δεν προλαβαίνεις να του πεις να μπει, κι είναι ήδη στο νερό.

    «Η ποιότητα του Γιάννη Γιαννουρή και του Όμηρου Πολυχρονόπουλου με οδήγησε να τους κάνω φίλους μου για μια ζωή».
    4. Καμπάνια για το Παγκόσμιο του Πόλο το 2013. Συμμετέχει κι ο αγέραστος «Πέπε»

    Καμπάνια για το Παγκόσμιο του Πόλο το 2013. Συμμετέχει κι ο αγέραστος «Πέπε».

    – Έτσι έγινε και με Εστιάρτε και με Μαυρωτά και με πολλά νέα παιδιά μαζί σας, νομίζω.

    – Γιατί, στη Χίο το ’87; Δεν πήγα, και ρωτάω για την ομάδα και μου λένε και για δυο παίκτες φτασμένους που τους πληρώνανε να πηγαινοέρχονται από την Αθήνα. Και λέω, «Εδώ υπάρχουν ένα σωρό παιδιά. Θα πληρώνουμε νά ’ρχονται με… μετάκληση καλλιτέχνες»; Ε, άλλο που δεν θέλανε κι οι Χιώτες, και σε λίγο εγώ είχα γεμίσει την ομάδα με νέα παιδιά. Κάποια από αυτά ακόμα παίζουνε…

    – Προτού πάμε στη Χίο: Στην Ελλάδα, στην Εθνική Ελλάδος πώς
    ήρθατε;

    – Παράξενα. Απρόσμενα. Με βρήκανε στη… Σαουδική Αραβία. Κι ήρθε μια πρόταση από την Ελλάδα. Νομίζω πως ο Γαρύφαλλος κι ο Πατλάκας είχαν συμβουλευτεί τον Λότζι, ο οποίος ήταν ακόμα τότε προπονητής κι όχι παράγοντας μεγάλος, κι αυτός μάλλον με πρότεινε. Λέγοντάς τους διάφορα, καλά φαντάζομαι, για μένα. Και με πήρε κι αυτός στο τηλέφωνο, κι από την Ελληνική Ομοσπονδία μετά. Το ’83. Κι ήρθα στην Αθήνα και συμφωνήσαμε. Φθινόπωρο, θυμάμαι, πριν από τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες.

    – Βρήκατε τότε εδώ μια γενιά μεγάλων παικτών.

    – Ναι. Πολύ καλούς παίκτες είχε κι η Ελλάδα. Μεγάλους. Αλλά δεν ήταν μόνον ο Εστιάρτε. Εδώ ήταν κι ο Μαυρωτάς. Ο «Γάτος». Ο Σελετόπουλος. Ο Ρούπακας, με όλες τις ατυχίες του. Νέα παιδιά, που δεν τά ’φτιαξα εγώ βέβαια. Που τα βρήκα έτοιμα να βοηθήσουν. Μάλιστα, ερχόμενος, μου είπαν: «Αυτοί είναι οι παίκτες σου. Μ’ αυτούς θα δουλέψεις. Αυτοί οι 20»… Και μέσα σ’ αυτούς ούτε ο Μαυρωτάς ήταν, αλλά κι ούτε ο Χαραλαμπίδης, ο αριστερόχειρας του Ολυμπιακού…

    – Ο Μπάμπης, ο συμπαίκτης μου, μια φορά κι έναν καιρό…

    – «Και πού είναι οι άλλοι, οι άλλες ομάδες;» ρωτούσα εγώ. «Έναν αριστερόχειρα δεν έχει ολόκληρη Ελλάδα;» Κι ο Μικέδης ήταν κιόλας είκοσι χρόνων. Και δεν υπήρχε πουθενά στο χάρτη τους. Από τη Χίο μόνον ο Χριστοφορίδης, ο τερματοφύλακας, υπήρχε. Μόνον Ολυμπιακούς κι Εθνικούς και Παναθηναϊκούς είχαμε. Κι από αυτούς, όχι όλους. Α, είχε κι η Γλυφάδα «Γάτο», Γιαννόπουλο, και τον αδερφό του τον τερματοφύλακα. Και Πάτερο. Και δεν υπήρχε και Πρωτάθλημα, να δω, να διαλέξω κι εγώ, με το δικό μου μάτι. Δεν ήξερα καν πού υπήρχε πόλο. Στη Χίο, στην Πάτρα, πού; «Πού είναι οι Πατρινοί έστω;» ρώταγα, γιατί κάποτε είχα παίξει διαιτητής στην Πάτρα. «Αυτοί εδώ είναι», μου λέγανε. «Μ’ αυτούς προχωράς».

    – «Τι θες τώρα και ρωτάς;»

    – Κι έγινε, ευτυχώς, μια τελική φάση των Εφήβων στα Ιλίσια. Τότε εγώ πρωτοβλέπω τη Βουλιαγμένη. Με Μαυρωτά, Κακαρνάκη, Ρούπακα, με όλα τα παιδιά. Και δεν μ’ αφήνανε να καλέσω τον Μαυρωτά. Τότε όμως πέρασε το δικό μου, αλλά -το ήξερα- στο μέλλον δεν θα μπορούσα πια να σταθώ. Έφυγα μετά το Λος Άντζελες και πήγα στη Χίο, όπου μ’ αφήσανε κάπως να κάνω τη δουλειά μου. Κι ας τους σταμάτησα τον Δουρέκα και τον Πολίτη κι εκεί…

    «Στο Παπαστράτειο δεν θα ξαναπάω ποτέ. Αυτό που έγινε εκεί δεν μπορώ να το ξεχάσω. Να μου επιτίθενται άγρια ζώα, να μου σκίζουνε τα ρούχα, να με πετάνε στο νερό, να κινδυνεύω ξαφνικά να πνιγώ».

    – Με τον Γιαννουρή η φιλία σας πόσο παλιά πάει;

    – Από το ’84. Τότε ο Γιαννουρής ήταν προπονητής στον Παναθηναϊκό. Από τότε κόκκινο πανί για κάποιους. Με τον Γιαννουρή και τον Όμηρο τον Πολυχρονόπουλο, στη Βουλιαγμένη τότε προπονητή, δεν θέλανε εγώ νά ’χω πολλά-πολλά. Αλλά ήρθε και με βρήκε ο ίδιος ο Γιαννουρής. Σε μια προπόνηση στην εικοσπεντάρα της Γυμναστικής Ακαδημίας. Κι ήρθε κι ο Πολυχρονόπουλος εκείνο το βράδυ, θυμάμαι, και φάγαμε μετά μαζί. Και η ποιότητα αυτών των ανθρώπων με οδήγησε να τους κάνω φίλους μου για μια ζωή.

    – Και με τον Γιαννουρή καθίσατε και στον πάγκο μαζί, παίρνοντας κι αυτό το περίφημο ευρωπαϊκό Κύπελλο του ’97. Αλλά βρέθηκαν άνθρωποι που σας έριξαν στο νερό μέσα, όχι για πανηγυρισμό, άνανδρα, από χυδαία κακία κάποτε στον Πειραιά…

    – Έχω πει: το Παπαστράτειο είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο δεν θα ξαναπάω στη ζωή μου ποτέ. Αυτό που έγινε εκεί, χωρίς πρόκληση, χωρίς τίποτα, δεν μπορώ, δεν θα μπορέσω ποτέ να το ξεχάσω. Στην ηλικία μου, ενώ πήγαινα στη γραμματεία για το φύλλο αγώνος, ενώ η Βουλιαγμένη έχει φύγει κανονικά, να μου επιτίθενται άγρια ζώα, να μου σκίζουνε τα ρούχα, να με πετάνε στο νερό, να κινδυνεύω ξαφνικά να πνιγώ. Κι ο μόνος που ξύπνησε, και οφείλω να το πω, κι έσπευσε να με βοηθήσει τότε, ήταν ο Βολτυράκης. Γιατί εγώ ήδη είχα το πρόβλημα με τα πόδια μου, και, πέφτοντας με τα ρούχα στο νερό, έχασα τον προσανατολισμό μου, και πραγματικά πήγα, χτυπημένος, να πνιγώ. Δεν ήξερα πού ήταν η επιφάνεια και πού ο βυθός.

    Διαβάστε ακόμα: Όσα μας έμαθε ο Μίμης Παπαϊωάννου

    – Πέπε, πού βρίσκεται το πόλο σήμερα;

    – Εγώ πάντα θεωρώ πως, όχι μόνο το πόλο, αλλά όλα τα σπορ προχωράνε. Πάνε πάντα παρακάτω. Δεν είμαι άνθρωπος να μένω προσκολλημένος σε κανένα παρελθόν, να λέω «Παλιά ήταν καλύτερα». Όχι. Πάντα υπάρχει βελτίωση. Στη φυσική κατάσταση, στην τακτική, σε όλα. Κι ο κάθε προπονητής κάθε μέρα που περνάει είναι όλο και πιο έτοιμος για τη δουλειά του, με όλο και περισσότερα «όπλα». Με βίντεο σήμερα, κομπιούτερς, με γιατρούς, μασέρ, βοηθούς, συνθήκες οικονομικά καλύτερες. Γι’ αυτό εγώ τα μάτια μου δεν τα κλείνω, δεν μένω στα παλιά. Αλλά…

    – Αλλά;

    – Αλλά, είμαστε όπως ήμασταν 70-75 χρόνια πριν: δεν «πουλάει» το πόλο. Δεν έχουμε βρει τρόπο να το «πουλήσουμε» το τόσο συναρπαστικό άθλημα αυτό. Δεν έχει βρεθεί ούτε ο τηλεοπτικός ούτε ο διαφημιστικός τρόπος να πουληθεί το προϊόν της υδατοσφαίρισης σωστά. Πόσα σπορ που ήταν πίσω μας, σαν το βόλεϊ, σαν το χάντμπολ, σαν το μπάσκετ ακόμα, είναι τώρα τόσο μπροστά; Και μας περάσανε με τους σπόνσορες, με τη διαφήμιση, με τα λεφτά. Κι εμείς μένουμε πάντα στη χρυσή μετριότητα. Δεν ξέρω, αλλάζουνε και τους κανονισμούς συνέχεια. Θα δούμε πώς θα πάνε και με τους καινούργιους, τους φετινούς. Αλλά το πρόβλημα του πόλο δεν είναι στους κανονισμούς. Το πρόβλημα του πόλο είναι στο πώς θα «πουληθεί» ως σπορ σωστά, καλύτερα. Κι ύστερα, ένα τόσο καλοκαιρινό άθλημα, άθλημα που ξεκίνησε από τη θάλασσα, από τις παραλίες, γιατί να έχει γίνει τόσο χειμερινό, τόσο κλεισμένο στα κλειστά κολυμβητήρια, με το κρύο; Εμένα αυτό μου μοιάζει σαν να θέλει κάποιος να κάνει χιονοδρομίες μες στο καλοκαίρι. Γίνεται κι αυτό: με χιόνι τεχνητό. Αλλά δεν το κάνει κανείς…

    «Το πόλο δεν “πουλάει’’. Δεν έχουμε βρει τρόπο να το “πουλήσουμε’’ σωστά το τόσο συναρπαστικό άθλημα αυτό».
    5

    Εκτός πισίνας για μια φορά… Από δεξιά, Γιάννης Γιαννουρής, Τζίνα Ρούπακα, Τέρρυ Ρούπακα, ο «Πέπε», Αλεξία Καμμένου και Σωτήρης Κακίσης. (Φωτογραφία: Τζένη Σκούντζου).

    – Το κάνουνε λίγο, είδα, με χώμα και γκαζόν στα βουνά!

    – Πουλάμε το χειμώνα ένα σπορ τόσο καλοκαιρινό. Κι αυτό είναι μια παράμετρος αρνητική. Όσα και Παγκόσμια και World Leagues να γίνονται το καλοκαίρι, κάποιες χώρες αναγκαστικά περνάνε χωρίς πόλο πολύ –και ωραίο– καιρό.

    – Σε τι διέφεραν ένας Ντε Ματζίστρις, ένας Φάραγκο, ένας Απανασένκο, ένας Μιλάνοβιτς, από τους σημερινούς παίκτες;

    – Αυτό το νόμισμα έχει δύο όψεις. Εσείς αναφέρατε πολύ μεγάλα αστέρια τώρα. Αυτοί θα υπήρχαν άνετα και σήμερα, … αν υπήρχαν. Σήμερα, όμως, η φιλοσοφία, ο τρόπος του παιχνιδιού, οδηγεί αλλού. Σήμερα, ο βασιλιάς είναι το σύστημα. Βέβαια, παίκτες σαν τον Βουγιασίνοβιτς, τον Κάσας, τον Πέρεζ, εκείνον τον μικρό φουνταριστό τώρα της Ποσίλιπο, αν τους δινόταν μεγαλύτερη ελευθερία, θα κάνανε κι αυτοί γοητευτικές ενέργειες. Σαν τους παλιούς. Όμως, έτσι είναι σήμερα τα πράγματα. Οι ομάδες ορχήστρες χωρίς τους σολίστ τους συνέχεια επί σκηνής. Εκτός κι αν φτάσουν κάπου τα πράγματα.

    – Πού;

    – Να ένα εύκολο παράδειγμα… καλοκαιρινό: Ελλάδα-Κροατία, μικρός τελικός, Παγκόσμιο του Μόντρεαλ. Το νικητήριο γκολ: ο Χρήστος Αφρουδάκης κι ο Γιώργος Αφρουδάκης. Πάσα κι αμέσως γυριστό. Γιατί; Γιατί, αν δεν το κάνει τότε, δεν θα το κάνει ποτέ! Μένανε μόνο 11΄΄. Ήταν υ–πο–χρε–ω–μέ–νοι, δεν γινόταν αλλιώς. Γιατί, αν υπήρχε καιρός, η μπάλα μπορεί να μην περνούσε, ο Γιώργος να μην έκανε σουτ, αλλά να κέρδιζε αποβολή, και να χανόντουσαν όλα στο… σύστημα. Γιατί καλό το σύστημα, αλλά κι η ελευθερία, όταν ξέρεις πότε και πώς να τη χρησιμοποιήσεις, επίσης καλή.

    // Σημ.: Η συνέντευξη του Μπράσκο Κατά επρόκειτο να δημοσιευθεί στο 12ο τεύχος του περιοδικού WATERSPORTS, ένα τεύχος που δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Εδώ δημοσιεύεται προς τιμήν του μεγάλου αυτού ανθρώπου και προπονητή.

    Διαβάστε ακόμα: «Εγώ είμαι, και κανένας άλλος!»

    Josep Brasco: The distinguished Catalan

    1974, Vienna: The Spanish team of Josep Brasco

    Water Polo legends: Josep Brasco

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top