Δυστυχώς, οι σημερινές εφημερίδες δεν μπορούν να σε προστατεύσουν. Μην σας ξεγελάει η ξένη εφημερίδα. Η φωτογραφία είναι από αθηναϊκό δρόμο (George Vitsaras / SOOC).

Αδέλφια, το χάσαμε το τρένο. Το χάσαμε εδώ και πολλά χρόνια, ας το παραδεχθούμε. Το πράγμα με τη δημοσιογραφία άρχισε να χαλάει άσχημα από την εποχή του Αυριανισμού (καλά τα έλεγε τότε ο Μάνος Χατζιδάκις, αλλά ποιος το άκουγε;). Τότε που αναδύθηκε ένας χύδην λαϊκισμός που ομοίαζε με βρόμικο μπιντέ όπου οι μικροαστοί που ήρθαν στα πράγματα ξέπλεναν τα αχαμνά των ιδεολογημάτων τους σε στάσιμα νερά.

Το πράγμα συνέχισε να χαλάει τη δεκαετία του ’90 με τα ευφάνταστα περιοδικά που άρχισαν να καλύπτουν ένα άγνωστο ως εκείνη τη στιγμή horror vacui: έναν κενό χώρο στην κοινωνία και την οικονομική τάξη των πραγμάτων. Πρώην αγρότες που έγιναν εισοδηματίες. Αεριτζήδες που έγιναν ομοτράπεζοι σε λαϊκές πίστες. Η επανάσταση των μη προνομιούχων που έκαναν την πρότερη ταπείνωσή τους παντιέρα κοινωνιοπάθειας. Τα περιοδικά εκείνης της εποχής πρόσφεραν εύκολο ακκισμό, λειτούργησαν σαν ψυχότροπα μιας αδιαπραγμάτευτης joie de vivre που, Κύριος οίδε, αν ήξεραν τι σήμαινε και πού θα κατέληγε.

Αν κοιτάξει κανείς το καθημερινό δελτίο πώλησης των εφημερίδων θα βιώσει μια βαθιά θλίψη.

Την ίδια στιγμή, το δημοσιογραφικό απαράτ των εφημεριδάδων μπλέχτηκε για τα καλά στην πολιτική. Όχι μόνο συνέπλευσε μαζί της, αλλά παρήγαγε περισσότερη πολιτική από τους επαγγελματίες του είδους. Ο κόσμος βοούσε ότι οι δημοσιογράφοι τα «πιάνουν» από κόμματα, πολιτικούς, επιχειρηματίες. Εκδότες έπαιρναν δημόσια έργα (ας θυμηθούμε το πάρτι του 20ο4), πολιτικοί αναφέρονταν σε μεγαλοδημοσιογράφους ωσάν να ήταν Συγκλητικοί. Ο κόσμος άρχισε να χάνει την αξιοπιστία του στις τυπωμένες λέξεις.

Για τους παραδοσιακούς δημοσιογράφους ο δαίμονας ήταν η τηλεόραση που τους κατέλαβε τον ζωτικό τους χώρο. Στη συνέχεια, οι τηλεοπτικοί άρχισαν να δαιμονοποιούν τα σάιτ (ομού κι εκείνοι των εφημερίδων) και τώρα τα σάιτ κατηγορούν τα social media ότι τους κλέβουν το ψωμί μέσα από το στόμα. Η εκδίκηση του Ζάκερμπεργκ είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.

Αν κοιτάξει κανείς το καθημερινό δελτίο πώλησης των εφημερίδων θα βιώσει μια βαθιά θλίψη (αν αγαπούσε κάποτε τις εφημερίδες) ή ύψιστη ικανοποίηση (αν θεωρεί πως η ύβρις φέρνει την τίσι). Τα φύλλα πωλούνται με το σταγονόμετρο. Ακόμη και στα μεγάλα γεγονότα οι αναγνώστες προτιμούν άλλες μορφές ενημέρωσης και σίγουρα όχι τις εφημερίδες. Δυστυχώς, μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά.

Αν εξηγήσεις πως ο μέσος μισθός ενός δημοσιογράφου είναι 700-800 ευρώ θα σε κοιτάξουν σαν παράξενο ον που έπεσε από τον πλανήτη Αφροδίτη.

Ο πολύς κόσμος πιστεύει πως οι δημοσιογράφοι είναι κάτι τυφλοπόντικες που απεργάζονται καθημερινά -υπό το σκότος- την καθυπόταξη της κοινωνίας με ειδήσεις κατασκευασμένες, πληρωμένες, στοχευμένες. Πιστεύουν πως οι αμοιβές των δημοσιογράφων είναι υψηλές σε περιόδους δύσκολες για τους υπόλοιπους εργαζόμενους και ότι, τέλος πάντων, είναι οι τιμωροί των πάντων και οι νταβατζήδες των άλλων εξουσιών.

Αν εξηγήσεις πως ο μέσος μισθός ενός δημοσιογράφου είναι 700-800 ευρώ (σε πολλές περιπτώσεις πολύ πιο κάτω και σε άλλες έχουμε να κάνουμε με απλήρωτη εργασία), θα σε κοιτάξουν σαν παράξενο ον που έπεσε από τον πλανήτη Αφροδίτη. Αν τους πεις πως όλοι οι δημοσιογράφοι δεν είναι ίδιοι, ότι δεν συναγελάζονται όλοι με κόμματα, δεν έχουν μακριές τσέπες και δεν έχουν σκοπό να θολώσουν κανένα τοπίο, τότε -αυτοί οι κριτές των πάντων- θα θεωρήσουν πως προσπαθείς να σώσεις την τιμή του σιναφιού σου.

Τα νέα παιδιά που μπαίνουν στο επάγγελμα τώρα δεν θα καταλάβουν ποτέ πώς ήταν τα πράγματα παλιά. Τότε που δεν υπήρχε το copy-paste.

Το σινάφι έχει χάσει προ πολλού την τιμή του. Ελάχιστοι δημοσιογράφοι πιστεύουν πως η ΕΣΗΕΑ (το συνδικαλιστικό όργανο) έχει δύναμη επιρροής. Χάθηκε πολύ εύκολα το θέμα των συλλογικών συμβάσεων κάτι που εκμεταλλεύτηκαν δεόντως οι εκδότες αναγκάζοντας τους εργαζόμενούς τους να υπογράψουν στανικά και με τον φόβο της απόλυσης τις ατομικές τους συμβάσεις.

Δημοσιογράφοι να αποκαλύπτουν ένα ακόμη Watergate; Ναι, μπορεί να συμβεί και σήμερα. Αν και ο γενικότερος κανόνας λέει πως δεν είναι πια τόσο εύκολο (σκηνή από την ταινία «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» σε σκηνοθεσία του Άλαν Πάκουλα).

Μπήκα στη δημοσιογραφία αρχές του ’90. Επισήμως είδα το πρώτο μου κείμενο να δημοσιεύεται επωνύμως το 1995. Χρειάστηκε να μείνω απλήρωτος ένα χρόνο έως τη στιγμή που απέδειξα πως αξίζω να λέγομαι δημοσιογράφους. Υπήρξαν άνθρωποι που έκαναν δύο και τρία χρόνια να πάρουν τον πρώτο τους μισθό (σε ποιο άλλο επάγγελμα ισχύει, άραγε, αυτός ο όρος;).

Γνώρισα τα καλά χρόνια της δημοσιογραφίας, τότε που υπήρχαν δουλειές, προτάσεις, έρευνα, ρεπορτάζ, μάχη για την είδηση, καλές αμοιβές, επιβεβαίωση της δουλειάς σου. Χάρη στη δημοσιογραφία γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, έκανα ταξίδια στο εξωτερικό, άμβλυνα τις γωνίες της όποιας άγνοιάς μου, διεύρυνα το πνεύμα μου, αγάπησα τις λέξεις, έμαθα να σκέφτομαι γρήγορα και άμεσα. Έγινα, θεωρώ, κάτι καλύτερο από αυτό που προοριζόμουν να γίνω αν ακολουθούσα την (άσχετη με τη δημοσιογραφία) σχολή μου και έκανα κάποιο άλλο επάγγελμα. Δεν έχω παράπονο: είχα μια γεμάτη δημοσιογραφική ζωή ακόμη κι αν ολοκληρωνόταν τώρα, αυτή τη στιγμή.

Όμως, η δημοσιογραφία που έμαθα και αγάπησα δεν υπάρχει πια. Κι αυτό δεν είναι μια φτηνή παρελθοντολογία από την οποία πάσχουν  πάντα οι μεγαλύτεροι. Είναι μια αλήθεια πικρή, ωστόσο αλήθεια. Τα νέα παιδιά που μπαίνουν τώρα στο επάγγελμα δεν θα καταλάβουν ποτέ πώς ήταν τα πράγματα παλιά. Τότε που δεν υπήρχε το copy-paste και έπεφταν τα μαλλιά σου από το άγχος μην και ο άλλος δημοσιογράφος έχει καλύτερο ρεπορτάζ από εσένα. Ω, οι ευτυχισμένες μέρες.

Τότε ακόμη ο κόσμος διάβαζε με προσήλωση αυτό που έγραφες, άκουγε τις εκπομπές σου στο ραδιόφωνο, παρακολουθούσε πιστά τις ειδήσεις. Τώρα όλα έχουν αλλάξει και σ’ αυτό δεν φταίει -μόνο- ο κόσμος, οι πελάτες μας. Φταίμε κι εμείς. Πάλι τα ξερά θα συμπαρασύρουν τα χλωρά, αλλά τι να κάνουμε; Γι’ αυτό αρκετοί δημοσιογράφοι που δεν πνίγηκαν ποτέ στο μέλι της εξουσίας ντρέπονται να δηλώνουν δημόσια την επαγγελματική τους ιδιότητα.

Τα social media έχουν εκδημοκρατίσει την πληροφορία. Ο κάθε χρήστης γίνεται αυτόκλητος σχολιαστής της καθημερινότητας.

Τα νέα δημοσιογραφικά τζάκια επέβαλλαν μια άλλου είδους επικοινωνία, αφαίρεσαν εντελώς τη μαγεία της πληροφόρησης, την έκαναν ένα εργαλείο φτηνής χρήσης. Πολλοί δημοσιογράφοι, πλέον, δεν δηλώνονται ως τέτοιοι, αλλά ως διαχειριστές ή υπάλληλοι γραφείου. Ενδέχεται να είναι και η εξέλιξη των πραγμάτων αυτή. Στο κάτω κάτω, πόσες εφημερίδες σαν τον Guardian μπορεί να αντέξει αυτός ο ντουνιάς;

Στο μεταξύ, τα social media έχουν εκδημοκρατίσει την πληροφορία. Ο κάθε χρήστης γίνεται αυτόκλητος σχολιαστής της καθημερινότητας. Γράφει την άποψή του, κερδίζει like και υποστήριξη, επιβεβαιώνει τον εαυτό του και θεωρεί πως κατέχει όλη τη γνώση. Από γεωπολιτική έως μαγειρική. Παλαιότερα λέγαμε για τους λιγότερο καλούς δημοσιογράφους πως δεν μπορούν να πετύχουν ούτε πουλί βαλσαμωμένο. Οτι κι από μπροστά τους να περνούσε η είδηση δεν θα έπαιρναν χαμπάρι. Φοβάμαι πως πλέον οι ειδήσεις είναι όσες και οι γνώμες των ανθρώπων. Όλες είναι επινοημένες και καμία δεν διατηρεί το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό της αυθεντική.

Η χειρότερη «πυρά» για έναν δημοσιογράφο είναι η αδιαφορία του κοινού, ο υποβιβασμός του σε παρατηρητή των γεγονότων.

Τύποι όπως ο Τραμπ πάτησαν πάνω σ’ αυτή την έωλη κατάσταση και παρουσίασαν τους δημοσιογράφους σαν το κατεστημένο που επιβουλεύεται το καλό του απλού λαού (λες και υπάρχει και σύνθετος λαός). Οι λαϊκιστές έγιναν οι νέοι αυθέντες, τη στιγμή που οι δημοσιογράφοι μετατράπηκαν σε κακές μάγισσες που πρέπει να καούν στην πυρά. Η χειρότερη «πυρά» για έναν δημοσιογράφο είναι η αδιαφορία του κοινού, ο υποβιβασμός του σε παρατηρητή των γεγονότων.

Δεν περιμένω ανάσταση νεκρών. Τα πράγματα δεν πρόκειται να γίνουν καλύτερα, αν δεν γίνουν χειρότερα. Πόσο χειρότερα; Κι όμως, στη ζωή υπάρχουν πηγάδια χωρίς πάτο, όπως και κάθετες πτώσεις που δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Άρα, ας πέσουμε δίχως αλεξίπτωτο και όπου μας βγάλει.

Ίσως στο μέλλον βρεθεί κάποιος να καταγράψει την πτώση με άρτιο δημοσιογραφικό λόγο που θα γίνει πιστευτός από το κοινό του.

 

Διαβάστε ακόμα: Τζο Μπάιντεν – ευχόμαστε να γιατρέψει την Αμερική. 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top