Χούντα είναι, θα περάσει. Κι ας μην είναι χούντα (Sooc).

Οι νεότεροι έμαθαν τι σημαίνει μέσα από στρεβλές διηγήσεις των παλαιότερων. Άλλοτε κατάφωρα μεροληπτικές ως προς την ηρωοποίηση των πρωταγωνιστών κι άλλοτε δηκτικές για το πόσο λούφαξαν. Οι παλαιότεροι, προφανώς, την βίωσαν, αλλά επειδή σε κάθε φωλιά υπάρχει μια ακαθαρσία δεν θέλουν και να πολυσυζητούν γι’ αυτήν.

Η «χούντα» είναι λέξη ταμπού στην Ελλάδα. Το παράδοξο: χρησιμοποιείται διαρκώς και για ψύλλου πήδημα. Οσοι γαλουχηθήκαμε τη δεκαετία του ’80, με το ΠΑΣΟΚ να έχει πάρει τα «φυλάκια» του κράτους, ακούγαμε για το χουντικό κράτος της Δεξιάς που ήρθε ο μέγιστος (sic) Ανδρέας να διαλύσει εν μια νυκτί.

Το ακούσαμε επί μακρόν την περίοδο των Μνημονίων όταν οι γυρολόγοι της πλατείας Συντάγματος έκαναν λόγο για την Χούντα των Βρυξελλών που έχει καταφέρει με χαρακτηριστική ευκολία να καθυποτάξει τη χώρα μας. Ακόμη και σήμερα, εξαιτίας του ιού, δεν χάνονται οι φωνές που κάνουν λόγο για την αόρατη χούντα των νεοταξικών, του Γκέιτς και του 5G που με όχημα τον κορωνοϊό σκοπούν να καθυποτάξουν την παγκόσμια κοινότητα σε μια σκοτεινή χούντα του σατανά.

Το να αναγορεύεις τα πάντα ως «χούντα» αποτελεί κλασική περίπτωση υπερβολής χωρίς φρένα.

Με αφορμή το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις ακούστηκε εκ νέου ο χαρακτηρισμός «χούντα». Προφανώς και ο καθείς έχει το δικαίωμα να εκφέρει άποψη επί του νομοσχεδίου (να διαφωνήσει ή να συμφωνήσει), αρκεί να κατανοεί τη λεπτή ισορροπία μεταξύ της αλλαγής του πλαισίου με το οποίο θα διεξάγονται οι διαδηλώσεις έως την πλήρη κατάργησή τους.

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την παρούσα κυβέρνηση που επιθυμεί -σύμφωνα με το δικό της ιδεολογικό πρόσημο- να ορίσει το καθεστώς των διαδηλώσεων (και των «παρερμηνειών» τους στην πράξη) και στην άλλη, αν ίσχυε η καθολική απαγόρευση, θα είχαμε να κάνουμε με ένα πρόδηλα αντιδημοκρατικό μέτρο.

Οι λεκτικές και νοηματικές ακροβασίες δεν βοηθούν. Το να αναγορεύεις τα πάντα ως «χούντα», να τους προσδίδεις τέτοιο βαρύ χαρακτηρισμό, να εξομοιώνεις αποφάσεις και νομοθετήματα που διαλαμβάνονται μέσα σε μια ευνομούμενη κοινωνία με εγκληματικές πράξεις που θα μπορούσαν να συμβαίνουν στη Χιλή του Πινοσέτ (επί παραδείγματι), αποτελεί κλασική περίπτωση υπερβολής χωρίς φρένα.

Θα άξιζε να ακούμε την ιστορία εκείνων των πραγματικών αγωνιστών που έφαγαν ξύλο στην Μπουμπουλίνας για να καταλάβουμε τι θα πει χούντα.

Για καθένα «εύκολο» επαναστάτη (ορισμένοι είναι πρωταθλητές του είδους) που καμώνεται πως έχει πέσει θύμα μιας απηνούς και φαύλης δικτατορίας, θα άξιζε να ακούμε την ιστορία εκείνων των πραγματικών αγωνιστών που έφαγαν ξύλο στην Μπουμπουλίνας, που έκαναν μήνες να δουν τους δικούς τους καθώς βρίσκονταν στη Γυάρο, για εκείνους που υπέστησαν ηλεκτροσόκ, εικονικούς θανάτους και βιασμούς. Για να κατανοήσουμε την ουσία και τo μέγεθος των όποιων συγκρίσεων.

Μπορεί κανείς να τάσσεται με το ένα κόμμα ή το άλλο. Εχει κάθε λόγο να προβάλλει την ιδεολογική του ταυτότητα στη μεγάλη διαδικτυακή «Εκκλησία του Δήμου» που έχει μετατραπεί η ελληνική εκδοχή του Facebook, όλα αυτά είναι συγγνωστά, ακόμη κι αν καμιά φορά καταντούν γραφικά.

Το να φτάνεις, όμως, στο άλλο άκρο της επαναστατικής γυμναστικής, άρα της ανακάλυψης (διότι περί ανακάλυψης πρόκειται) «εχθρού» μόνο και μόνο για να νοηματοδοτήσεις τη μικρή σου επανάσταση, αυτό δεν συνιστά λογική σκέψη. Αντιθέτως, πρόκειται για κλασική περίπτωση ιδεολογικής παράκρουσης.

Το να πει ένας αντικαθεστωτικός (αληθινός όχι μπαχαλάκιας) ότι το αστικό κράτος είναι συλλήβδην δικτατορικό, επομένως πρέπει να καταλυθεί για να έρθει στην εξουσία ο λαός (που θα γίνει κι αυτός καθεστώς, αλλά τούτο είναι άλλης τάξης συζήτηση), είναι, τουλάχιστον, κατανοητό και συμβατό με τον πυρήνα της σκέψης του.

Όταν, όμως, ακούς αστούς -τουτέστιν με αστικές, καλοβαλμένες συνήθειες- να κάνουν λόγο για «χούντα», τότε οφείλεις να ανασκουμπώνεσαι. Ακόμη και να γελάς…

 

Διαβάστε ακόμα: Βρέθηκε η πιο βλακώδης «αναρχική» αφίσα στην Αθήνα.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top