Η βόλτα του Δημήτρη Κουφοντίνα στο κέντρο της Αθήνας προκαλεί δικαίως το δημόσιο αίσθημα (Nikos Christofakis / SOOC).

Όλα είναι δρόμος. Κι αυτός που διαβαίνεις και οι άλλοι που ποτέ δεν θα καταφέρεις να περπατήσεις. Και κάπως έτσι, από την οδό της απωλείας περνάς στην οδό της αρετής σε ένα υπαρξιακό rolercoaster που μπορεί να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή. Ο δρόμος πάντα θα είναι ανοιχτός ακόμη κι αν κάποιος πιστεύει πως του ανήκει.

Έχει ιδιοκτησία, άραγε, ο δρόμος; Είναι μέρος της ιδιωτικής περιουσίας κάποιου; Πολλώ δε μάλλον, κάποιου που επιθυμεί να σκορπίσει πάνω του ψεκάδες αθώου αίματος; Ηγετικό μέλος του Ρουβίκωνα ανάρτησε σήμερα (4/1) στο λογαριασμό του στο Facebook (σ.σ.: νέα «επαναστατική» μορφή διάδρασης) μια φωτογραφία του ιδίου μαζί με τον Δημήτρη Κουφοντίνα, καθώς περπατούσαν αμέριμνοι στο κέντρο της Αθήνας. Η υποσημείωση στο φωτογραφικό ενσταντανέ είναι άκρως δηλωτική: «Αυτοί οι δρόμοι φτιάχτηκαν για να περπατάμε εμείς».

Οι δρόμοι ανήκουν στους ζωντανούς. Μόνο αυτοί μπορούν να τους περπατήσουν. Ούτε σε σκιές ούτε σε φαντάσματα. Δυστυχώς, αυτό το δικαίωμα δεν το έχουν τα θύματά του Κουφοντίνα.

Εδώ προφανέστατα υπάρχει ένα άλμα λογικής. Μια επί τούτου διαστρέβλωση της έννοιας της Δημοκρατίας και του δικαιώματος κάθε πολίτη να περπατάει δίχως φόβο τους δρόμους της πόλης του. Κι αν ο εκκολαπτόμενος επαναστάτης δεν βαρύνεται με φόνους παρά μόνο με κάποιες επίμεμπτες (πλην όμως πλημμελείς) πράξεις, ο διπλανός του δεν είναι ένας «κάποιος» παρατυχών. Είναι ο αρχιδολοφόνος της 17 Νοέμβρη. Είναι το χέρι που όπλισε πολλάκις το όπλο, τη βόμβα, τη ρουκέτα της οργάνωσης. Είναι, κοινώς, το μακρύ χέρι του θανάτου. Αδιάφορο αν ο ίδιος βάφτισε τις πράξεις τους μέσα στα θολά νάματα της επανάστασης. Το αποτέλεσμα παραμένει αναλλοίωτο: είναι ένας κοινός -κοινότατος- δολοφόνος.

Κατηγορηματικά όχι: ο δρόμος δεν του ανήκει και σίγουρα δεν φτιάχτηκε για να τον περπατάει ωσάν Καίσαρας την πλατεία Largo di torre Argentina λίγο πριν τον δολοφονήσουν. Τα έργα οδοποιίας είναι αποτέλεσμα επίμοχθης προσπάθειας – κρατικής προσπάθειας, για να μην ξεχνιόμαστε. Αποτελούν βασικές δομές για τη δημιουργία των πόλεων. Κάθε δρόμος είναι ένα πέρασμα, είναι τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου που όλους μας περιβάλλει και μας συνέχει.

Όλους, άραγε; Η θέση του Κουφοντίνα είναι στη φυλακή. Οι ίδιες οι πράξεις του όρισαν την ποινή του. Ναι, η Δημοκρατία οφείλει να είναι μεγάθυμη και να του παρέχει τις άδειες που δικαιούται. Ναι, δεν υπάρχει κανένας νόμος που να του απαγορεύει να βγει από το σπίτι του και να τον κρατάει σιδεροδέσμιο μέσα σε τέσσερις τοίχους. Φευ, από το δικαίωμα έως την επιτέλεσή του (εν τοις πράγμασι) υπάρχει μεγάλη απόσταση, την οποία μόνο αν είσαι (κι εξακολουθείς να είσαι) πωρωμένος μπορείς να την διαβείς.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας μαζί με ηγετικό μέλος του Ρουβίκωνα περπατάει κεντρικό δρόμο της Αθήνας. Η φωτογραφία αναρτήθηκε στον προσωπικό λογαριασμό του δεύτερου στο Facebook.

Ο Κουφοντίνας όλα αυτά τα χρόνια έχει αποκτήσει δημόσιο λόγο. Τα άρθρα του φιλοξενούνται σε μια συγκεκριμένη εφημερίδα. Από καιρού εις καιρόν προβαίνει σε αναλύσεις, επιτιμά την αστική Δημοκρατία, βάλλει κατά των θεσμών του κράτους και ως κλασικός ανυποχώρητος επιμένει στη βία της επανάστασης. Ουδέποτε έχει εμφανιστεί κάποιο ψήγμα μεταμέλειας στα λόγια του. Ουδεμία διάθεση ουσιαστικής κριτικής για τις επονείδιστες πράξεις του. Παραμένει ένας ακραιφνής τιμητής των πάντων. Ένας αυτόκλητος σωτήρας που κουβαλάει πύρινη ρομφαία.

Όχι, λοιπόν, ο δρόμος -και κανένας δρόμος- δεν του ανήκει. Οι δρόμοι ανήκουν στους ζωντανούς. Μόνο αυτοί μπορούν να τους περπατήσουν. Οι σκιές και τα φαντάσματα βγαίνουν στα βουλεβάρτα μόνο στις ταινίες τρόμου. Δυστυχώς, αυτό το δικαίωμα δεν το έχουν τα θύματά του. Δεν έχουν τη δυνατότητα να περπατήσουν καμία οδό, διότι τους την αφαίρεσε με βίαιο και αναίτιο τρόπο. Επομένως, ο ολετήρας δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να κάνει την promenade του εν μέση οδώ λες και βγήκε να τον χτυπήσει ο ήλιος. Πολύ περισσότερο να καυχιέται γι’ αυτό. Ο ίδιος ή οι αντιπρόσωποί του.

Στην Αθήνα υπάρχουν δρόμοι, οδοί, σημεία με σημαντική ιστορική σημασία. Πεζοδρόμια που έχουν πέσει νεκροί πραγματικοί αγωνιστές. Άνθρωποι που έδωσαν τη ζωή τους για κάτι σημαντικό, για μια ιδέα που περιλάμβανε το σύνολο κι όχι την ατομική θεώρηση των πραγμάτων. Υπάρχουν μέρη που συναντιούνται απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Ζουν τις χαρές και τις λύπες τους. Δρόμοι που τα ζευγάρια δίνουν ραντεβού, που συναντιούνται απρόσμενα παλιοί γνωστοί, που χαίρεσαι ή λυπάσαι περπατώντας. Όλα τούτα είναι αναπόσπαστο μέρος της πεζής καθημερινότητας. Είναι, όμως, προφανές της μέρος για όσους ζουν και αναπνέουν. «Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα», που λέει και ο Αναγνωστάκης.

Αυτοί οι δρόμοι, οι δικοί μας δρόμοι, ανήκουν σ’ εμάς που το παλεύουμε όπως μπορούμε. Που δεν κάνουμε παντιέρα τον θάνατο κανενός. Που δεν χρεώνουμε με αίμα τις ιδέες μας. Που δεν πιστεύουμε ότι κουβαλάμε -δίκην προφήτη- καμία απόλυτη αλήθεια την οποία επιθυμούμε να επιβάλλουμε στανικά στην πλειοψηφία. Αυτοί οι δρόμοι ανήκουν στους πολίτες της χώρας. Φτιάχτηκαν γι’ αυτούς κι όχι για δολοφόνους.

 

Διαβάστε ακόμα: Τρομοκρατία, ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top