Φωτογραφίες: Ρήσος Χαραλαμπίδης

Ο Χαραλαμπίδης δεν έχει συνείδηση της μεγαλοφυΐας του. Του είναι αδιανόητο να διακρίνει ότι στο έργο του ολοκληρώνεται το όραμα του Σολωμού για μιαν ποίηση εθνική, δοσμένη προσωπικά. Φωτογραφία: Ρήσος Χαραλαμπίδης

Την πρώτη φορά που τόλμησα να γράψω σε δημιουργό που θαύμαζα, ήμουν έντεκα χρονών. Έστειλα μια επιστολή στον Αμερικανό σχεδιαστή κόμικς Don Rosa ο οποίος μου απάντησε με ένα χορταστικό γράμμα. Η γενναιοδωρία του ήταν ακριβό μάθημα.

Έκτοτε, σπάνια έκανα το ίδιο, γιατί δεν ήθελα να ενοχλώ, και γιατί οι περισσότεροι απ’ όσους θαύμαζα ήταν νεκροί. Στους νεκρούς, ως γνωστόν, γράφουμε κάθε μέρα.

Το 2010 σκάρωσα ένα κείμενο διατριβής, που κατέληξε να γίνει δοκίμιο. Το βάφτισα Νόστιμος Τόπος, έκανα χλιαρές προσπάθειες να εκδοθεί, και το άφησα στο συρτάρι. Έτσι γνώρισα το Έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη.

Μέχρι τότε σνόμπαρα την κυπριακή λογοτεχνία, και καλά έκανα, μιας και τα παραμύθια δεν ξεκινούν με τον πρίγκιπα να φροντίζει τον κήπο του. Προηγείται η ξενιτιά, οι δράκοι, και, κατόπιν, έρχεται ο κήπος. Ο πρίγκιπας είμαι εγώ.

Τύπωσα μερικά κεφάλαια, και τα έστειλα στον Ποιητή. Πέρασαν μήνες, αλλά ήρθε η απάντηση, άκρως γενναιόδωρη. Ο Χαραλαμπίδης ερχόταν στην Αθήνα, και ήθελε να συναντηθούμε.

Ήταν η αρχή μιας ωραίας Φιλίας.

1. Δεκέμβριος 2010: Μεσημέρι Σαββάτου, στο μετρό της Πανεπιστημίου. Υποδέχομαι τον Ποιητή σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μοιάζει με βυζαντινή αγιογραφία και κινούμενο σχέδιο. Πάμε στο Αθηναϊκό Καφενείο και αρχίζουμε μια κουβέντα που θα κρατήσει εφτά ώρες. Ο Θεοδόσης Νικολάου, τα πρώτα ποιήματα στην Αμμόχωστο, ο Παπατσώνης και η γνωριμία τους, η Αθήνα, οι στίχοι, οι περιπέτειες. Η πρώτη εποχή, και ο Γ. Π. Σαββίδης.

Μετά, η αρχή της Ιστορίας: 1974. Η δεύτερη εποχή, που θα τον μεταμορφώσει σε Εθνικό Ποιητή. Του ζητώ να μου υπογράψει τα αγαπημένα μου: Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Θόλος, Μεθιστορία. Ξεθαρρεύω, ο Ποιητής είναι συντοπίτης, μιλάμε κυπριακά, τον λένε Κυριάκο (δηλαδή Αναχωρητή).

Αρχίζω τις ερωτήσεις. Για τη μέθοδο, τη σύνθεση, την επιλογή. Δεν έχω διαβάσει τον Ολισθηρό Ιστό, ό,τι πιο υψηλό έχει γραφτεί από ποιητή μας σε επίπεδο στοχασμού, μαζί με τα δοκίμια του Σεφέρη και τα πεζά του Καρούζου.

Ο Χαραλαμπίδης δεν τσιγκουνεύεται. Μιλάμε για τη μετάβαση από την Ιστορία στο Μύθο, τη μυθολογία, τη συσσώρευση υλικών (δημοσιεύματα εφημερίδων, ιστορικά ανέκδοτα, προφορικές μαρτυρίες, αναφορές) και τη συναρμογή τους σε σώμα ποιητικό.

Ο Σουηδός που είχε εισηγηθεί το Νόμπελ του Σεφέρη είχε πει ότι αν ο Ελληνισμός μπορεί να περιμένει ένα Νόμπελ ακόμα, είναι του Κυριάκου Χαραλαμπίδη.

Δεν έχω το μαγνητόφωνο. Ας είναι. Το Καφενείο κλείνει. Ο Ποιητής προτείνει να πιούμε κρασί. Πάμε στο Cafe Opera. Ο Χαραλαμπίδης ανοίγει την τσάντα με τα δώρα. Δίσκοι, περιοδικά, αποκόμματα. Το αρχείο μου εμπλουτίζεται. Μετά, χειρόγραφα. Βάζει τα γυαλιά του, και ζητά, ντροπαλά, να μου διαβάσει ποιήματα.

Ο Σουηδός που είχε εισηγηθεί το Νόμπελ του Σεφέρη είχε πει ότι αν ο Ελληνισμός μπορεί να περιμένει ένα Νόμπελ ακόμα, είναι του Κυριάκου Χαραλαμπίδη.

Κι αυτός ζητά την άδεια να απαγγείλει. Τον κοιτάζω σαν να μου κάνει πλάκα, αλλά είναι σοβαρός. Τον προτρέπω να συνεχίσει. Ο έρως απ’ τη φύση του είναι ξένος / σ’ αυτόν τον κόσμο· το είπε μια θνητή / γυναίκα που σβηστά θαρρώ είχε χείλη. Έτσι μου χαρίζεται το προνόμιο να ακούσω ποιήματα που θα μπουν στο ποιητικό βιβλίο Ίμερος.

Στις οχτώ, τον συνοδεύω στο μετρό, και ευχόμαστε καλή αντάμωση. Μετά, πάω στο Καφεκούτι, και γίνομαι στουπί στο μεθύσι.

2. Ιούνιος 2012: Έχει κυκλοφορήσει ο Ίμερος, και ο Χαραλαμπίδης είναι στην Αθήνα για την παρουσίαση. Συναντιόμαστε Κυριακή απόγευμα, σε άλλη στοά, στην Κοραή. Μου χαρίζει το βιβλίο. Αντίδωρο τα Σκοτωμένα Κορίτσια μου, κι ας ντρέπομαι που δεν έχω γράψει τίποτα καλύτερο. Μαζί μας ο γιος του, ο Ρήσος, που οι φωτογραφίες του πλαισιώνουν τα ποιήματα του νέου βιβλίου.

Στη Γλώσσα της Υφαντικής. Ακούω τα ανέκδοτα. Κι είπε στο Λόρκα ο Φεδερίκο: «Φίλε, / μη σκιάζεσαι κι εγώ θα σε σκεπάσω». Η Υφαντική γεννήθηκε μέσα στον Ίμερο, βιβλία δίδυμα που τα χωρίζει ένας χρόνος. Οι ειδήμονες θα σκανδαλιστούν που εκδίδει πάλι, τόσο γρήγορα. Μ’ αρέσει όταν οι Παίκτες παραβιάζουν τους κανόνες όσων έγιναν διαιτητές επειδή δεν ξέρουν μπάλα.

Του το λέω, και με μαλώνει. Δεν θέλει να σκανδαλίζει. Είναι απολογητικός, ξέρει τις αρνητικές αντιδράσεις. Αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Το Έργο έχει επιβληθεί, αυτό κινεί υπογείως τα νήματα. Αυτό υφαίνει τον εαυτό του –και τον ίδιο τον Ποιητή.

Είμαστε έργα των έργων μας.

Ο Χαραλαμπίδης δεν έχει συνείδηση της μεγαλοφυΐας του. Το υποψιάζεται, αλλά διατηρεί το παιδικό δέος του Παπαδιαμάντη και του είναι αδιανόητο να διακρίνει το γεγονός ότι στο έργο του ολοκληρώνεται το όραμα του Σολωμού για μιαν ποίηση εθνική, δοσμένη προσωπικά.

Είναι ο Τελευταίος Εθνικός Ποιητής του Ελληνισμού, όχι επειδή δεν υπάρχουν και δεν θα υπάρξουν άλλοι μείζονες δημιουργοί αλλά επειδή, μετά τον Χαραλαμπίδη, η έννοια του Εθνικού Ποιητή καθίσταται περιττή.

Κοινώς: πάμε γι’ άλλα. Ή έχουμε ήδη πάει. Υπάρχει ο Καρούζος. Υπάρχει ο ίδιος ο Χαραλαμπίδης, στην τρίτη του εποχή, που την εγκαινιάζουν ο Ίμερος, και η Υφαντική.

Τον αποχαιρετώ, και πάω στο Ρεντ Λάιον για να γίνω στουπί. Αν δεν τον είχαν προλάβει οι νεκροί μας φίλοι, ο Χαραλαμπίδης θα με είχε κάνει αλκοολικό.

Οι συντοπίτες κριτικοί μιλούν για εγκλωβισμό. Αγνοούν τη διεύρυνση του ποιητικού σύμπαντος, με τα οικεία υλικά προς ένα άνοιγμα στο οικουμενικό. Βιάζονται να τον αποκαθηλώσουν.

3. Δεκέμβριος 2013: Ο Χαραλαμπίδης επιστρέφει για να παρουσιάσει την Υφαντική και να τύχει υποδοχής στην Ακαδημία Αθηνών. Συναντιόμαστε στον Άη Γιώργη, στην Πλατεία Καρύτση, απόγευμα Τετάρτης.

Το καφενεδάκι είναι ήσυχο. Του αρέσει, γιατί βαριακούει, και θα δυσκολευόταν να κουβεντιάσουμε. Τον Γενάρη γίνεται 74 χρονών. Νιώθει πιτσιρικάς. Με ρωτά για τη γραφή μου. Του λέω ότι τα θαλάσσωσα, αλλά στη θάλασσα επιστρέφουμε. Μετά, αρχίζω εγώ να ρωτώ.

Ο Χαραλαμπίδης αστράφτει, όπως πάντα. Στο βλέμμα, όμως, διακρίνω στενοχώρια. Ξέρω τι συμβαίνει. Και το κεράκι μας ακόμα δεν το θέλει, αλλά του γίνονται τιμές, και αυτό δεν το συγχωρούν οι διαιτητές.

Στην Κύπρο έχει ανοίξει συζήτηση, κριτικές που απαξιώνουν τον Ίμερο, επιθέσεις. Η αμηχανία της κριτικής, με έναν τρόπο αυθαίρετο, σημαίνει, για ορισμένους, την αμηχανία του Έργου.

Σκέφτομαι Καρούζο: Μη με διαβάζετε / όταν / έχετε / δίκιο.
Σκέφτομαι Σταθόπουλο: Μη με κοιτάζετε όταν δεν καυλώνετε.
Σκέφτομαι Μυτακίδη: Και ποιος νοιάζεται μωρέ απ’ τους αγέλαστους / σαν να τους άφησαν τα όμορφα ακέραστους.

Οι συντοπίτες κριτικοί μιλούν για εγκλωβισμό. Αγνοούν τη διεύρυνση του ποιητικού σύμπαντος, με τα οικεία υλικά προς ένα άνοιγμα στο οικουμενικό. Βιάζονται να τον αποκαθηλώσουν.

Ξεθάβω το τόμαχωκ, και παίρνω το μονοπάτι του πολέμου. Με αποτρέπει. Δεν θέλει συγκρούσεις. Μου διαβάζει ένα καινούριο ποίημα. Όσο απαγγέλλει, μεταμορφώνεται, χειρονομεί, ξανανιώνει. Το κρασοπότηρο πέφτει, ήταν άδειο.

Η απαγγελία τελειώνει, το ποίημα είναι όλη η απάντηση που χρειάζεται για τους καταρτισμένους. Αλλά εγώ είμαι ο μπασμένος πολεμιστής, Το Σαλταρισμένο Στρουθίο, και επιμένω. Γουστάρω να κόψω το αυτί του μαλάκα του Μάλχου.

Γράφω το άλλο πρωί, και τους καταδικάζω στην ανυπαρξία. Η εφημερίδα στο νησί δεν το δημοσιεύει, λόγω έκτασης. Κόβω τις βρισιές (δηλαδή το ζουμί) και προσπαθώ πάλι. Τζίφος. Θάβω το τόμαχωκ, και επιφυλάσσομαι. Το μονοπάτι του πολέμου το πήραμε πριν από δεκαπέντε χρόνια. Σύντομα θα αρχίσουμε να παίρνουμε και σκαλπ, γιατί οι λευκοί μας έχουν ζαλίσει τον έρωτα.

Μέχρι τότε, έχουμε τον Έρωντα, που δεν τον ζαλίζει κανένας. […] Σ’ ενός γερόντιου / που ‘ρχόταν απ’ τα χιόνια και δεν ήταν / πάρεξ ο Έρωντας, ο Έρως π’ αναθέρμαινε / μέσα στη θεία του φύση πάσα πνοή.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top