H στιγμή της έντασης (Φωτογραφία: Dimitris Kapantais / SOOC).

O Ευγένιος Ιονέσκο έλεγε πως δεν είναι οι απαντήσεις που φωτίζουν τα πράγματα, αλλά οι ερωτήσεις. Κυριολεκτικώς ισχύει. Ο κόσμος είναι ένα μυστήριο τρένο που πηγαίνει στο πουθενά. Περισσότερα είναι τα σημεία του που θεωρούνται άβατο, παρά εκείνα που αντικειμενικά γνωρίζουμε. Ολα αυτά στη θεωρία είναι καλά. Τι γίνεται, όμως, όταν μια ερώτηση μπορεί να δημιουργήσει πολιτικό θέμα;

Το 2016, ο τότε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Παπάς, εκνευρίστηκε αρκετά όταν ο γερμανός δημοσιογράφος της Deutsche Welle, Μichel Friedman προσπάθησε να τον στριμώξει για διάφορα θέματα της επικαιρότητας. Η συζήτηση κατέληξε σε ένα λεκτικό ρινγκ, το οποίο, λογικά, συνεχίστηκε και όταν έκλεισαν οι κάμερες.

Μπορούμε να φανταστούμε τι συνέβη, εάν συνέβη κάτι, μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ μετά το πέρας της κοινής συνέντευξης Τύπου του έλληνα πρωθυπουργό με τον ολλανδό ομόλογό του, Μαρκ Ρούτε;

Η κυρία με το κόκκινο καπέλο και την κόκκινη μάσκα, έγινε, τω όντι, το κόκκινο πανί για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Να ήταν, άραγε, η πρώτη άβολη ερώτηση που δέχεται στην πολιτική του καριέρα; Να ήταν το θέμα της ερώτησης (σ.σ.:  η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού από τη χώρα μας) ή μήπως ο τρόπος με τον οποία απευθύνθηκε η εν λόγω;

Οι έλληνες δημοσιογράφοι έχουν κακομάθει τους πολιτικούς. Να φταίει το ότι όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας; Και η Ολλανδία όμως μικρομεσαία χώρα είναι, με 17,5 εκατομμύρια κατοίκους…

Κρίνοντας από την απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αυτό που τον εξέπληξε -όχι ευχάριστα- ήταν η ευθύτητα της δημοσιογράφου (στο όριο της κατά μέτωπον επίθεσης). Βέβαια, αν ψάξει κανείς τα έργα και τις ημέρες της κυρίας Μπέουχελ θα καταλάβει πως είναι μια ακτιβίστρια που το ενδιαφέρον της για το μεταναστευτικό ζήτημα είναι έντονο και διαρκές. Το γεγονός, δε, ότι ζει μόνιμα στην Ύδρα, της δίνει το άλλοθι να πιστεύει πως γνωρίζει τα ελληνικά πράγματα από μέσα. Είναι φανερό πως πήγε στο Μαξίμου για να κάνει σόου εκτός από ρεπορτάζ.

Ναι, αλλά η νοοτροπία της είναι διαφορετική από τη δική μας. Ως κλασική καλβινίστρια τοποθετεί την έννοια της ενοχής και της ανοιχτότητας στο κέντρο της ηθικής της πυραμίδας. Στην Ολλανδία δεν υπάρχουν κουρτίνες. Στην Ολλανδία ακόμη και οι πόρνες εκτίθενται στις γνωστές βιτρίνες. Τα πάντα είναι σε κοινή θέα. Δεν έχεις κανένα περιθώριο να κρυφτείς, πουθενά να σκύψεις για να μην σε ελέγξουν.

Μας δίνει μια εξήγηση, άραγε, για τον τρόπο που εξέφρασε την ερώτησή της; Ενδεχομένως, ναι. Ωστόσο, τι γίνεται με την απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Αυτή μας λέει κάτι; Το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό είναι ότι οι έλληνες δημοσιογράφοι έχουν κακομάθει τους πολιτικούς. Τους συμπεριφέρονται με το γάντι και όταν προσπαθούν να ξιφουλκήσουν μαζί τους, η μάχη δείχνει να είναι φτιαγμένη εξαρχής να ξεθυμάνει πριν καν φουντώσει η φωτιά.

Να φταίει το ότι όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, επομένως αυτή η συνάφεια δημιουργεί δεύτερες σκέψεις; Και η Ολλανδία όμως μικρομεσαία χώρα είναι, με 17,5 εκατομμύρια κατοίκους. Να φταίει ότι η δημοσιογραφία στη χώρα μας έχει πάψει προ πολλού να είναι μαχητική και να στέκεται απέναντι στην εξουσία επιδιώκοντας διαρκώς να την ελέγχει για το συμφέρον των εκδοτών και όχι των πολιτών; Μήπως οι πολιτικοί θεωρούν πως κατέχουν όλη την αλήθεια (και όλες τις απαντήσεις), επομένως οποιαδήποτε άβολη παρέκκλιση συνιστά γι’ αυτούς επίθεση;

Η ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ (Φωτογραφία: Dimitris Kapantais / SOOC).

Είναι γνωστό τοις πάσι ότι οι πολιτικοί στις συνεντεύξεις Τύπου που δίνουν «τσεκάρουν» πάντα ποιοι δημοσιογράφοι θα παρευρεθούν. Κι αν δεν το κάνουν οι ίδιοι, επιλαμβάνονται οι συνεργάτες τους. Κάποιες φορές θα φτάσει στα αυτιά μας ότι ο τάδε δημοσιογράφος δεν κατάφερε να περάσει το κατώφλι της συνέντευξης ενός υπουργού ή ότι το δείνα μέσο «κόπηκε» στη μοιρασιά των καρεκλών.

Δυστυχώς δεν είναι η αστική ευγένεια αυτή που «υποστέλλει» τη μαχητική διάθεση των ελλήνων δημοσιογράφων.

Επίσης, είναι γνωστό ότι οι συνεντεύξεις που παραχωρούν οι πολιτικοί στα ΜΜΕ δεν ακολουθούν τη λογική του «άγραφου χαρτιού». Αρκετοί ζητούν τις ερωτήσεις από πριν ή απαιτούν (ναι, ακριβώς: απαιτούν) να γνωρίζουν επακριβώς το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η συζήτηση. Πολλοί, δε, εξ αυτών ζητούν να δουν το τελικό κείμενο πριν αυτό δημοσιευτεί ελέγχοντας τίτλους, λεζάντες και λέξεις που «καίνε».

Προφανώς και δεν είναι η αστική ευγένεια αυτή που «υποστέλλει» τη μαχητική διάθεση των ελλήνων δημοσιογράφων. Η σύμπλευσή τους με την εκάστοτε εξουσία (όχι όλων, φυσικά) τους κρατάει δέσμιους, ακυρώνει κάθε διάθεση κριτικής (ακόμη και αυστηρής), αποδυναμώνει, εντέλει, όλα τα όπλα που θα έπρεπε να έχουν στη φαρέτρα τους.

Ώσπου, κάποια στιγμή, έρχεται μια ολλανδή δημοσιογράφος και κάνει το σχετικό μπάχαλο που μας φαίνεται ξένο, περίεργο, ύποπτο, ανθελληνικό και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους του πολιτικού ή του οπαδού του. Ας ξεχάσουμε για λίγο τη μάχη των εντυπώσεων και ας αναρωτηθούμε: Δεν θα έπρεπε οι Έλληνες δημοσιογράφοι να αποκτήσουν -κι εδώ θα επιστρατεύσουμε τη διατύπωση του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη- «κουλτούρα ευθέων ερωτημάτων» στους πολιτικούς;

 

Διαβάστε ακόμα: Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top