«Το ρομαντικό πρότυπο της αγροικίας, “το κατοικείν των χωρικών” όπως θα πει ο Heidegger, είναι και το τελευταίο ίχνος μιας αρχαίας αντίληψης για την κατοίκηση που έρχονται να ανατρέψουν εκ βάθρων οι νέοι καιροί. Ένα “κατοικώ” που στοιχειώνει όμως ακόμα και σήμερα το φαντασιακό μας» (Αποστόλης Αρτινός, “Η Ετεροτοπία της Καλύβας”, Εκδ. Σμίλη)
Οι άνθρωποι ανέκαθεν ονειρεύονταν την ιδανική κοινωνία, την ιδανική πόλη. Η αρχιτεκτονική ήταν το μέσο για να τη σχεδιάσουν, για να της δώσουν μορφή και να την κάνουν υλοποιήσιμη.
Στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, το περιβάλλον αποτέλεσε το πεδίο όπου ξεδιπλώθηκε η ανθρώπινη δημιουργικότητα. Κάθε αρχιτεκτονική παρέμβαση συνεπάγεται τη μεταβολή του χώρου, την αλλαγή του δομημένου ή φυσικού τοπίου – θα μπορούσαμε, επομένως, να υποστηρίξουμε ότι η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της «μεταμόρφωσης» του τοπίου.
«Θεωρούμενη από μιαν άλλη οπτική γωνία, η σχέση αρχιτεκτονικής και περιβάλλοντος αποδεικνύεται τόσο άμεση όσο πιο ριζοσπαστική και επιθετική είναι η πρώτη στην επιδίωξη της κυριαρχίας επί του ζωτικού χώρου τον οποίο διεκδικεί. Με την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης (μέσα 18ου αι.), το χτιστό περιβάλλον άρχισε να μεταβάλεται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ η γεωγραφία και η φύση υπέστησαν, ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια του αιώνα μας, τις συνέπειες των νέων κριτηρίων εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης του χώρου και την εκρηκτική εξάπλωση των νέων κατασκευών που εγκαθίστανται σε περιοχές καλλιεργήσιμες ή σε φυσικά τοπία», σημειώνει ο Αντρέας Γιακουμακάτος σε παλαιότερο κείμενό του.
Και συνεχίζει: «Σε περιοχές όπως η Σκανδιναβία (εμπειρισμός), η Αγγλία (new towns), η Καλιφόρνια (bay region style), αναπτύσσεται μια σχεδιαστική δραστηριότητα που αναζητεί τους ψυχολογικούς παράγοντες σχετικούς με τη διαμόρφωση του αρχιτεκτονημένου χώρου, διευρύνει τους τρόπους χρήσης και τις κατηγορίες των υλικών, υπογραμμίζει τη σημασία των τοπικών κατασκευαστικών παραδόσεων, προωθεί την όσο το δυνατόν πιο αρμονική ένταξη του νέου στοιχείου στο ιστορικό περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό το περιεχόμενο του αγγλικού όρου «landscape», ο οποίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην επιδίωξη της μέγιστης ισορροπίας μεταξύ της έντεχνης κατασκευής και του περιβάλλοντος χώρου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις προχωρεί στην άρνηση αυτής καθεαυτής της ιδεολογίας της μοντέρνας βιομηχανικής πόλης».
Σύγχρονες έρευνες και μελέτες επικεντρώνονται σε ένα ευρύ φάσμα σχετικών θεματολογιών, όπως στη θεωρητική και σχεδιαστική διερεύνηση νεωτερικών ανοιχτών δημόσιων αστικών χώρων και στην επεξεργασία μητροπολιτικών πάρκων και εξυπηρετήσεων. Ακόμη, στη δημιουργία αντίστοιχων εξωαστικών περιοχών, στην αναδιοργάνωση, συνολικά, του βιώσιμου χώρου, φυσικού και τεχνητού.
Στο πλαίσιο αυτό, η έμφαση δίνεται περισσότερο στη νέα σχέση του δημόσιου χώρου με τη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας, στην επανεισαγωγή του φυσικού στοιχείου στο αστικό τοπίο, στην ενεργοποίηση αδρανοποιημένων αστικών εκτάσεων/χώρων και στην απόδοση νέας προοπτικής σε αυτές κ.ο.κ. Όλα τούτα με γνώμονα την αντιμετώπιση του προβλήματος της κατασκευαστικής διόγκωσης, η οποία οδηγεί τις πόλεις σε γιγαντισμό, με τα γνωστά αρνητικά περιβαλλοντικά, κοινωνικά και πολιτισμικά επακόλουθα.
Πόσω μάλλον, όταν οι πόλεις στο μέλλον, κατά Rem Koolhaas, δεν θα έχουν σχέση με τον κλασικό τους ορισμό, δηλαδή: την περιφέρεια, τα όριά τους και το αναγνωρίσιμο κέντρο τους – ο ίδιος υποστηρίζει ότι η έννοια της κεντρικότητας θα εκλείψει, καθώς η πυκνότητα του πληθυσμού αναμένεται να κατανεμηθεί ομοιόμορφα. Θα μιλάμε πλέον για τη «διασκορπισμένη πόλη», το αντίθετο δηλαδή της πυκνής δομής της ευρωπαϊκής πόλης που ιστορικά γνωρίζουμε, με ό,τι αυτό σημαίνει. Τούτο, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση.
Σήμερα, όροι όπως «οικολογία», «βιωσιμότητα», «περιβαλλοντικές παράμετροι», «βιότοπος», «περιβαλλοντικό σύστημα», «βιοκλιματικός σχεδιασμός» κ.ο.κ. παρακολουθούν και επηρεάζουν το χωροταξικό, πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό σχεδιαστικό προβληματισμό. Παρ’ όλα αυτά, η έννοια «οικολογία» έχει συνδεθεί με την παραγωγή αρχιτεκτονικής – δομημένου χώρου, με την ευρύτερη έννοια του όρου – με τον ίδιο απροσδιόριστο (ή σχεδόν απροσδιόριστο) τρόπο που έχει συνδεθεί και με την παραγωγή πολιτικής.
Διαβάστε ακόμα: Η οραματική αξία της ουτοπικής αρχιτεκτονικής.
Έπειτα από τις αναζητήσεις των νέων αρχιτεκτονικών πρωτοποριών από τη δεκαετία του ’60 και μετά, γύρω από έννοιες όπως «environment» ή «habitat», οι οποίες δίνουν έμφαση όχι μόνον στη νατουραλιστική διάσταση του χώρου αλλά και στην αντίστοιχη κοινωνική και πολιτισμική, τα τελευταία χρόνια η ανάγκη συστηματικού ελέγχου (και σε θεσμικό επίπεδο) της ανθρώπινης επέμβασης στο περιβάλλον επιχειρείται να γίνει κοινή συνείδηση στο πεδίο του χωροταξικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Παράλληλα, αναπτύσσεται μια νέα «ευαισθησία» ως προς τα ζητήματα που σχετίζονται με το «habitat», η οποία προτρέπει τους αρχιτέκτονες να αναδείξουν την υποσυνείδητη σημασία και το πολιτισμικό περιεχόμενο της έννοιας «κατοικία», τους καλεί να ανακαλύψουν τη «μεταφυσική», την «υπερβατική» διάσταση του «κατοικώ», στο πλαίσιο μιας αρχιτεκτονικής «πρωτόγονης και ταυτόχρονα πολυσύνθετης», «αρχέτυπης και μαζί σύγχρονης».
Είναι άραγε ο αρχιτέκτονας σε θέση να υλοποιήσει στον πραγματικό χώρο τις «νατουραλιστικές ετεροτοπικές (επιτρέψτε μου τον όρο) προθέσεις» του; Εξ ορισμού, η έννοια της ετεροτοπίας αναφέρεται σε τόπους που ξεφεύγουν από το πραγματικό, το κανονικό και προσεγγίζουν το «άλλο».
Ο Foucault χρησιμοποιεί την έννοια του καθρέφτη για να εξηγήσει την ύπαρξή τους. Όπως μπορεί κάποιος να δει σ’ έναν καθρέφτη τον εαυτό του χωρίς να είναι εκεί, έτσι και οι ετεροτοπίες, ως αρχιτεκτονική πλέον έννοια, συμπληρώνουμε εμείς, μπορεί να αποτελούν αντανάκλαση των ουτοπικών αναζητήσεων του αρχιτέκτονα. Η αρχιτεκτονική και οι ουτοπίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, χωρίς αρχιτεκτονική δεν υπάρχει ουτοπία, αλλά και χωρίς ουτοπία δεν μπορεί να υπάρξει αρχιτεκτονική.
Εξάλλου, όπως πάλι αναφέρεται στην «Ετεροτοπία της Καλύβας», του Αποστόλη Αρτινού: «Τα δεντρόσπιτα, η κατασκήνωση στη φύση, τα παιδιά των διαμερισμάτων που συνεχίζουν στις ιχνογραφίες τους να σχεδιάζουν καλύβες με ξύλινους φράχτες, όταν τους ζητείται να σχεδιάσουν το σπίτι τους, μαρτυρούν ένα ίχνος που δείχνει να αντιστέκεται σθεναρά. Η μορφική αντοχή μιας ψυχικής ανάμνησης, της πιο βαθιάς ανάμνησης σύμφωνα με τον Μπασελάρ, που σαγηνεύει πάντα άμα τη εμφανίσει του».
Καταληκτικά, λοιπόν, στο ερώτημα αν πράγματι ο αρχιτέκτονας είναι σε θέση να μεταφέρει στον πραγματικό κόσμο τις «νατουραλιστικές ουτοπικές σκέψεις» του, μπορούμε μάλλον να απαντήσουμε ότι οφείλει τουλάχιστον να το επιχειρήσει.
Διαβάστε ακόμα: Τι μας μαθαίνει η αρχιτεκτονική έκρηξη στο Λονδίνο.