Τη Στόουκ Σίτι από πολύ παλιά εγώ, λόγω Γκόρντον Μπανκς μυθικού μια φορά κι έναν καιρό, υποστηρίζω. Πήγα κάποτε και στο Stoke-on-Trent επί τούτου, να δω το ιστορικό της γήπεδο, το Victoria Ground τότε, που αντικαταστάθηκε πια από το υπερσύγχρονο και κομψό Britannia Stadium. Και της Στόουκ το ρεκόρ μεγάλο, πολύ μεγάλο, για μένα πάλι, είναι: δεύτερη αρχαιότερη στην Αγγλία ομάδα, με ξεπερασμένα φέτος τα 150 της χρόνια, και μόνο ένα φτωχό League Cup έχει το 1972 πάρει…
Αλλά και στη Δεύτερη, και σ’ όποια ακόμα πιο κάτω κατηγορία, οι οπαδοί της πάντα εκεί, με ήλιο και χιόνι και βροχή, από τον σερ Στάνλεϊ Μάθιους τους ως τον Πίτερ τους τον Σίλτον, σε τόσες χαμηλότερες ταχύτητες οι Potters οι ωραίοι πάντα απτόητοι, πάντα ενωμένοι, το ίδιο πάντα ταπεινοί, το ίδιο περήφανοι.
Ομολογώ πως ποτέ δεν μ’ άρεσαν εμένα οι μεγάλες, οι μεγαλόσχημες όπου Γης ομάδες, και των εξουσιών τους τα σκοτεινά συχνά συμπαρομαρτούντα. Ως Κάλιαρι λόγω Ρίβα έφτανα και στην Ιταλία –τώρα πώς τα τελευταία χρόνια έχω μπλέξει με ολόκληρη ιμπεριαλιστικότατη Γιουβέντους, ο Μπουφόν και ο Ντελ Πιέρο, κι ο Πίρλο, τα ’παμε προ ημερών, φταίνε.
Και ΑΕΚ που στην Ελλάδα παιδιόθεν νιώθω, τώρα εκεί που είμαστε σαν πιο πολύ να μας θέλω, από της κορυφής και των υπερδυνάμεων τα κόλπα –έστω και λίγο– μακριά. (Βλέπω και πόσο Ρεάλ είναι τα πιο δυσκολεμένα εδώ γύρω παιδιά, πώς τους τραβάνε τα βαριά και τ’ ασήκωτα, κάπου να βρουν να κρυφτούν οι άνθρωποι, τι να κάνουν, πώς ν’ αντέξουν στην απέξω συνέχεια;).
Η Λίβερπουλ, λοιπόν: όσο πάλευε όλ’ αυτά τα χρόνια και δεν τα κατάφερνε, πιο συμπαθής εμένα τού περίεργου μού ήταν, πιο ανθρώπινη. Αλλά κι ωραία είναι πάλι που σαν να βρίσκει επιτέλους τον τρόπο να το ξαναπάρει φέτος, να δείξει και της εικοσιπενταετούς δυσκολίας της το τσαγανό, απέναντι στις σοφτ Τσέλσι, Σίτι και Άρσεναλ, τις εύρωστες οικονομικά, αλλά ανοικονόμητες και ασυνάρτητες ποδοσφαιρικά και στιλιστικά.
Με το σπαθί της ‒και με τον Σουάρες, βέβαια, να… δαγκώνει λαιμούς και σίδερα‒ ξανά πρώτη και καλύτερη η μία από τις δύο της Αγγλίας κόκκινες, το λιμάνι το δικό τους το φανατικό κι απέθαντο. Κι εκεί που έφτασε, αν είναι να μείνει με τη δύναμή της την κανονική, κυρίαρχη εντός γηπέδου μόνο κι όχι με βοήθειες άλλες, ας δούμε και μια νέα δεκαετία δική της, όπως εκείνη του ’80, γιατί όχι; Ποιος να μιλήσει, και ποιος να μην την παραδεχτεί;
Άλλωστε, σε καμιά δεκαριά χρόνια, who knows, μπορεί ακόμα και η Ληντς, η ντελικάτη και μαγευτική πρόδρομός της, η σήμερα κατακρημνισμένη και χαροπαλεύουσα στα Τάρταρα επί καιρώ, να ’χει κι αυτή αναστηθεί, και να την κοντράρει.
Ο Σωτήρης Κακίσης είναι ποιητής.
Διαβάστε ακόμα: Λάζαρε, δεύρο μέσα!