Σκηνή από την κινηματογραφική διασκευή της Λολίτας από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ με πρωταγωνιστές τους Τζέιμς Μέισον και την Σου Λιόν.

Είναι η «Λολίτα» που του χάρισε τον τίτλο του σκανδαλώδους συγγραφέα. Αυτή επέτρεψε σε τούτον τον αυστηρό ηθικολόγο, τον Ρώσο αριστοκράτη που εκδιώχτηκε με την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον δάσκαλο του τένις και του μποξ στο Βερολίνο των ‘20s, τον μέτοικο στις ΗΠΑ είκοσι χρόνια αργότερα, να εγκαταλείψει την έδρα του καθηγητή, για να αφοσιωθεί στα αληθινά του πάθη: την ποίηση, τη λογοτεχνία και το κυνήγι των κολεοπτέρων.

Γεννήθηκε σ’ ένα φλωρεντινό παλάτι της Αγίας Πετρούπολης στις 23 Απριλίου του 1899. Από την ευτυχισμένη παιδική του ηλικία, φύλαγε ευλαβικά μια πεταλούδα, μια αγγλική γραμματική, ένα σάκο πυγμαχίας που άστραφτε στο κέντρο της βιβλιοθήκης του και το μπλε σορτσάκι μιας 10χρονης συνομήλικης που είχε ερωτευτεί κατά τη διάρκεια των διακοπών του στο Μπιαρίτζ.

Οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να εκδώσουν την Λολίτα. Ώσπου να το κάνει το 1955 ο Maurice Girodias στο Παρίσι, για την Olympia Press.

Μαζί με την οικογένειά του, φεύγει από τη Ρωσία των Μπολσεβίκων πάνω σ’ ένα ελληνικό σαπιοκάραβο ονόματι «Ελπίδα». Το μόνο που έχουν σώσει από την περιουσία τους είναι μια χούφτα κοσμήματα κρυμμένα μέσα σ’ ένα κουτί για ταλκ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Trinity College του Καίμπριτζ, του δίνεται η ευκαιρία να καλλιεργήσει το ταλέντο του στις ξένες γλώσσες: με την Αγγλίδα ενός καταστηματάρχη, μια περαστική Ιταλίδα, μια Δανέζα χήρα πολέμου…

Περνώντας στο Βερολίνο, παρίσταται στην εκλογή της Μις Ρωσική Παροικία το 1926, στρογγυλοκαθισμένος στις πρώτες σειρές. Ένα χρόνο πριν, έχει παντρευτεί τη Βέρα Σλόνιμ, που θα γίνει ο κόσμος του για πενήντα ολόκληρα χρόνια. Την απάτησε μόνο μια φορά: με μια ξανθιά Ρωσίδα, την Ίρινα Κοκότσκιν. Ο γιος του Ντιμίτρι κάποια στιγμή θα εξομολογηθεί: «Το έμαθα από τη μητέρα μου. Μια μέρα μου είπε πως στη ζωή οι πάντες δικαιούνται μια μικρή παρασπονδία. Ο πατέρας μου ήταν πολύ ηθικό άτομο. Το ομολόγησε ο ίδιος στη μαμά. Στην περίπτωσή του, δεν υπήρχαν σκελετοί στην ντουλάπα».

To 1997 o Tζέρεμι Άιρονς θα υποδυθεί τον Χάμπερτ Χάμπερτ και η Dominique Swain την Ντολόρες.

Το ’37 εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου τελειοποιεί το γραπτό του και δηλώνει: «Στα μάτια μου, ένα μυθιστόρημα υφίσταται μόνο στο βαθμό που εγείρει μέσα μου μια αισθητική ηδονή, όπερ σημαίνει μια κατάσταση του πνεύματος, κατά την οποία η τέχνη –δηλαδή η περιέργεια, η τρυφερότητα, η ευσπλαχνία, η έκσταση- αποτελεί τον κανόνα».

Είναι εκεί που θα νιώσει τα πρώτα νύγματα για να γράψει τη «Λολίτα», κι αυτό με αρκετά μυστηριώδη τρόπο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και διαβάζοντας ένα άρθρο για κάποιον πίθηκο που ζωγράφιζε τα κάγκελα του κελιού του. Το Μάιο του 1940, θα την κάνει για τις ΗΠΑ.

Η «Λολίτα» είναι το κολασμένο ταξίδι στην ψυχή ενός παιδόφιλου, η μελωδία τριών συλλαβών. Είναι ένα αριστούργημα.

Στο πανεπιστήμιο του Cornell, διδάσκει μπροστά σ’ ένα μαγνητισμένο κοινό. Εκεί ολοκληρώνει τη «Λολίτα», των ερώτων μεταξύ ενός νυμφιδίου κι ενός σαραντάρη. Στη συνέχεια, θέλησε να κάψει το χειρόγραφο (το μόνο που δεν βρέθηκε ποτέ), αλλά τον εμπόδισε η γυναίκα του. Ωστόσο, θεωρούσε τη «Λολίτα», μελέτη μιας εμμονής, το opus magnum του.

Οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να το εκδώσουν. Ώσπου να το κάνει το 1955 ο Maurice Girodias στο Παρίσι, για την Olympia Press. Βέβαια, στη συνέχεια, ο Ναμπόκοφ έκανε τα πάντα για να τον ξεφορτωθεί, καθώς τον κατηγορούσε ότι κρυβόταν πίσω από το έργο του για να κάνει πορνογραφικές εκδόσεις. Εντέλει, θα πεθάνει το 1977, στο Μοντρέ της Ελβετίας. Έχοντας γράψει εντωμεταξύ την «Άντα».

Η «Λολίτα», κολασμένο ταξίδι στην ψυχή ενός παιδόφιλου, μελωδία τριών συλλαβών, είναι ένα αριστούργημα. Το οποίο αυτός ο εραστής των πεταλούδων εμπνεύστηκε από μια αληθινή ιστορία -αν και δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Την απαγωγή, εν έτει 1948, της 11χρονης Σάλι Χόρνερ από τον Φρανκ Λα Σαλ που έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες.

H πρώτη έκδοση του επίμαχου βιβλίου.

Εκείνο τον καιρό, ο Ρώσος εμιγκρέ μας διάβαζε τη μνημειώδη «Σεξουαλική Ψυχολογία» του Χάβελοκ Έλις. Στα 19 μυθιστορήματα και νουβέλες που ο Ναμπόκοφ είχε γράψει ή θα έγραφε, τα 6 από αυτά διατρέχουν νεαρά κορίτσια προεφηβικής ηλικίας.

Σήμερα, η Σάλι έχει χαθεί από τη συλλογική μνήμη, εξοβελισμένη από τα 60 εκατ. αντιτύπων της Ντολόρες και την ιδιοφυΐα του Ναμπόκοφ. Το διάσημο νυμφίδιο δεν έγινε απλώς ένα λογοτεχνικό αρχέτυπο, όπως ο Δον Ζουάν, ο Αρπαγκόν ή ο Κουασιμόδος. Η «Λολίτα» παραμένει και σήμερα σκανδαλώδης.

Το βιβλίο απαγορεύτηκε στη Γαλλία και την Αγγλία, ώσπου να επιτραπεί η έκδοσή του στις ΗΠΑ το 1958.

Ήδη το 1992, ένας Κινέζος μεταφραστής θεώρησε σκόπιμο να αλλάξει τον τίτλο και να βάλει «Έρωτας νοσηρός και έκφυλος». Και οι μεγαλύτεροι εκδότες της Δύσης ομολογούν συλλήβδην πως θα ήταν αδιανόητο να βγάλουν ένα τέτοιο βιβλίο στις μέρες μας. Την ίδια ώρα που «Ο Εραστής της Λαίδη Τσάτερλι» του Λώρενς, για παράδειγμα, φαντάζει πια οικείος, άκακος, ακόμα και χαριτωμένος.

Γιατί; Φταίει ο αμερικανικός πουριτανισμός; Η οπισθοδρομική πολιτική ορθότητα που μας περιρρέει; Η ανάδειξη του προβλήματος της παιδικής κακοποίησης που έχει ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη; Δεν νομίζω. Γιατί τα συμπτώματα απώθησης που πυροδότησε αυτό το βιρτουόζικο και μαγνητικό αφήγημα το συνόδευαν από τη γέννησή του. Ο ίδιος ο Ναμπόκοφ φοβόταν πως μια ευπρόσδεκτη απολογία της παιδοφιλίας «θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αλλαγή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους των ερώτων που προκαλούν την κατακραυγή».

Σημειωτέον ότι το βιβλίο απαγορεύτηκε στη Γαλλία και την Αγγλία, ώσπου να επιτραπεί η έκδοσή του στις ΗΠΑ το 1958. Στο αναμεταξύ, οι κριτικοί σφάζονται. Την ώρα που ο Γκράχαμ Γκριν το επιλέγει ως ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς, άλλοι το χαρακτηρίζουν αποτρόπαιο, απωθητικό, δυσάρεστο, εμετικό. Αυτό δεν εμποδίζει την τεράστια επιτυχία του, μια βιτσιά σε μια καταναλωτική κοινωνία που προσλαμβάνει την εφηβεία ως μείζονα κοινωνιολογική κατηγορία.

Ο ίδιος ο Ναμπόκοφ φοβόταν πως μια ευπρόσδεκτη απολογία της παιδοφιλίας «θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αλλαγή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους των ερώτων που προκαλούν την κατακραυγή».

Ταυτόχρονα, οι πάντες ξεχνάνε ότι το έργο είναι επίσης μια κοινωνική σάτιρα, ένα ατυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, μια μεταφορά της σύγκρουσης μεταξύ της γηραιάς Ευρώπης και της νεαράς Αμερικής, ένας στοχασμός πάνω στη δύναμη του πεπρωμένου και πολλά ακόμα.

Η «Λολίτα» παραμένει ώς τις μέρες μας ένα τεστ βαρομετρικού χαμηλού των αναγνωστικών μας ικανοτήτων. Γιατί αυτό που μας σοκάρει δεν είναι ο χειρισμός του θέματος από τον Ναμπόκοφ, αλλά το ίδιο το θέμα. Και κυρίως οι λεπτομέρειές του, η ωμή ακρίβεια των σεξουαλικών επαφών.

Η Λολίτα αναστατώνει, καθώς είναι η νύμφη που μεταμορφώνεται σε χρυσαλλίδα.

Έχεις να κάνεις μ’ ένα μυθιστόρημα που σε κατακλύζει σαν ναρκωτικό. Απ’ αυτά που χαρίζουν ευφορία. Πιο ισχυρό απ’ όλα όσα έχουν ανακαλυφθεί. Κατ’ εικόνα του αναγνώστη, είναι ακαταμάχητο και ασυγχώρητο. Καθότι η μυθοπλασία, όπως η φύση, περιλαμβάνει αναπόφευκτα τη δολιότητα.

Αλλά είναι κι ότι η Λολίτα αναστατώνει, καθώς είναι η νύμφη που μεταμορφώνεται σε χρυσαλλίδα, βρίσκεται σε κείνο το μεταβατικό στάδιο που συναρπάζει με το πόσο εύθραυστη και θαυμαστή και τελεσίδικη είναι: κάτι που μόνον ο εστέτ ξέρει να αντιληφθεί και να απολαύσει. Το κυριότερο: αυτό που τρομάζει είναι η συγκατάθεσή της.

Μην ξεχνάμε, όσο και να σοκάρει, πως οι ηλικίες, οι ενηλικιώσεις και η νομική περιχαράκωσή τους είναι σχετικά πρόσφατα επινοήματα του δυτικού πολιτισμού. Η μοναδική αντικειμενική πραγματικότητα ήταν για αιώνες η έμμηνος ρύση. Τα υπόλοιπα είναι απλώς κουλτούρα…

 

 

Διαβάστε ακόμα: Η τέχνη του πυγοραπίσματος – ύμνος στα φλογισμένα οπίσθια.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top