Στα χρυσά χρόνια της Νάπολης. Εκεί οπου λατρεύεται ακόμα και σήμερα σαν Θεός.

Ήμουν παιδί όταν έφυγε ο Ντράζεν. Κι έκλαψα. Ήμουν έφηβος όταν έσβησε ο Άιρτον. Κι έκλαψα. Είμαι πατέρας πια, τώρα που αποχαιρέτησε ο Ντιέγκο. Μα τα δάκρυα δεν βγαίνουν. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το πένθος για τον πιο μεγάλο απ’ τους μεγάλους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, δεν θα σβήσει με το πέρασμα της πιο δύσκολης χρονιάς του κόσμου εδώ και δεκαετίες. Θα μας θυμίζει όμως για όσο ζούμε, που βρισκόμασταν την στιγμή που μάθαμε πως πέθανε ο Θεός.

Οι μεγάλες μνήμες του κοινωνικού υποσυνείδητου ήταν δεμένες στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με την τηλεόραση. Και τον 21ο, είναι ήδη ταυτισμένες με το Ίντερνετ. Ανακαλούμε που βρισκόμασταν όταν είδαμε τον Ντιέγκο να τρώει κόκκινη κάρτα εναντίον της Βραζιλίας το’ 82. Που μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα όταν έπαιρνε αλήτικη και αντρίκια εκδίκηση απ’ τους Άγγλους για τα Φόκλαντ το ’86. Που τον είδαμε να σηκώνει το παγκόσμιο Κύπελλο αφού το κέρδισε με όλο του το είναι εναντίον της Δυτικής Γερμανίας. Που δαγκώσαμε τα χέρια, τις μπλούζες, ότι είχαμε εύκαιρο όταν έσβησε κάθε μας ελπίδα στο πρώτο Μουντιάλ που βλέπαμε Ελλάδα, κι έτρεξε ως γνήσιος εκδικητής να φωνάξει μπροστά στην κάμερα πως «είχε επιστρέψει».

Βρισκόμασταν μπροστά σε μια τηλεόραση, σε κάποιο εξοχικό, σε κάποιο διαμέρισμα, σε ένα μπαλκόνι, σε ένα καφέ, παρέα με φίλους, γονιούς, γειτόνους, όπως μοιράζονται οι άνθρωποι σ’ όλη τους την Ιστορία τις στιγμές που μπαίνουν μέσα τους. Αν εξαιρέσεις θανάτους κι έρωτες, όλα τ’ άλλα τα μεγάλα που γεμίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, ή στοιχειώνουν τις μνήμες και τα όνειρα τους, τα ζούσαν πάντα «κοινά».

Την καρδιά του Ντιεγκίτο την είχα μέσα στην καρδιά μου. Και τη φάτσα του που έμοιαζε με του πατέρα μου, ινδιάνικη, με φουσκωμένα μαλλιά και χοντρή μύτη.

Μέχρι που ήρθαν οι καραντίνες. Ο Ντιέγκο έφυγε. Κι οι περισσότεροι μας το μάθαμε σε έναν καναπέ, μια καρέκλα, ένα κάθισμα βολικό, σπιτικό, τεμπέλικο. Για την ψυχή που μας πήρε και μας απογείωσε αυτός ο γεννημένος τσόγλανος, ο σπουδαιότερος αλήτης που γαμούσε την μπάλα με κάθε τρόπο, γλυκά, σκληρά, κρυφά, με χέρι και με πόδια κυριολεκτικά, δεν υπάρχει ούτε λέξη, ούτε τρόπος να εκφραστεί ευγνωμοσύνη. Ο χρόνος πάγωσε, αλλά στη φυλακή έτσι κι αλλιώς πάγο τον βιώνουμε μέρες πάλι τώρα.

Την καρδιά του Ντιεγκίτο την είχα μέσα στην καρδιά μου. Η φάτσα του έμοιαζε με του πατέρα μου, ινδιάνικη σχεδόν, μελαχρινή, με φουσκωμένα μαλλιά, αυτή την χοντρή μύτη και το στόμα αυτό το ανυπέρβλητο, αλλά πιο πολύ απ’ όλα μοιάζαν οι καρδιές τους. Δυνατές, ανίκητες, ακατάπαυστες, θαυματουργές, εφτάψυχες.

Δεν ήταν αδύναμη η καρδιά αυτού του ανθρώπου. Πέρασε τόσους θανάτους, τόσες υπεράνθρωπες στιγμές που μόνο ένας Θεός θα άντεχε. Απλά αυτή η χρονιά είναι πιο μεγάλη κι απ’ τα προηγούμενα 60 χρόνια. Αποδεδειγμένα, έγραφαν κι οι Times προ ημερών, πως στα αμερικάνικα πανεπιστήμια κατέδειξαν πως το ’20 όλος ο πλανήτης βιώνει τον χρόνο πιο σκληρά, για τους 20άρηδες είναι σαν μια τριετία, για τους 35-40άρηδες μια πενταετία σχεδόν. Για τον 60άρη προφήτη μάγκα απ’ το Μπουένος Άιρες αποδείχτηκε πάνω από δεκαετία. Δεν έχουν περάσει ούτε 20 μέρες από τότε που έκανε εγχείρηση στο κεφάλι άλλωστε. Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά;

Σαν τους ροκ σταρ που πέθαναν στα 27 τους, ο Ντιέγκο είχε πάψει να χαρίζει οργασμούς και εγκεφαλικά από εκείνο το απόκοσμο Μουντιάλ του ’94.

Ο ποιητής με το αριστερό πόδι είχε φύγει χρόνια τώρα… Είχε απομείνει όμως το σαρκίο του, το πνεύμα του αυτό το υπεράνθρωπο, το μούτρο του το αλήτικο, και αυτό μας ήταν αρκετό. Κακά τα ψέμματα. Σαν τους ροκ σταρ που πέθαναν στα 27 τους, ο Ντιέγκο έπαψε να δίνει χαρά και οργασμούς και εγκεφαλικά στα εκατομμύρια των πιστών του από εκείνο το τόσο περίεργο, κι απόκοσμο Μουντιάλ του ’94. Αλλά οι άπιστοι που δεν είχαν ζήσει μέσα τους την επί γης οργασμική του θεία κοινωνία, ήταν απλά άτυχοι. Τίποτε άλλο.

Ο πατέρας μου, γερμανόφιλος μέχρι το κόκκαλο, μου έλεγε περίχαρής πως «τεσσάρω χρονώ» πιτσιρίκι, φώναζα χωρίς κανείς ποτέ να με δασκαλέψει, το όνομα του γυρνώντας στο καφενείο του ανάμεσα σε χαρτόμουτρα και λαϊκούς ήρωες της «Αλλαγής». Βραζιλιάνος βέρος εξελίχθηκα, ποτέ κανένα απ’ τα δεκάρια της Αργεντινής δεν αγάπησα, κι ας βγάζουν από τότε ως και τον Μέσι, μικρούς Μεσσίες που θέλουν να του μοιάσουν.

Τώρα όμως τον δείχνω στις κόρες μου και τους μιλώ για ποίηση και μπάλα. Μόνο μ’ αυτόν. Ο Ντιέγκο ήταν ο ήρωας μας. Αφήστε τους politically correct να μιλάνε για σκόνες και μαφίες και ελαττώματα. Δεν υπάρχει αντιήρωας στην αιωνιότητα Θεέ μου.

Αντίο δεν μπορείς να πεις «στους π’ αγαπάς». Τους κρατάς μέσα σου. Πορεύεσαι μ’ αυτούς, κι ας σου λείπουν σαν κομμένο άκρο. Αυτή η χρονιά μας αλλάζει για πάντα. Όσο «πάντα» υπάρχει στον ανθρώπινο χρόνο έστω. Αλλά πλέον, μας πήρε και έναν από τους πιο αγαπημένους μας. Δεν είσαι συγγενής μας. Δεν είσαι φίλος μας. Δεν είσαι είδωλο μας. Δεν είσαι Θεός μας Ντιέγκο. Είσαι κομμάτι μας. Ψυχή μας. Και θα’ σαι πάντα μέσα μας.

Μαραντόνα μου…

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top