Επί 7ετία, στο διαμερισματάκι, πάνω στο πανάρχαιο κρεβάτι μου έβοσκε χαλαρά το ζαχαρένιο πάπλωμα με τον επιβλητικό λεκέ από καφέ στο κέντρο. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν ομιχλώδης. Οι τρύπες απ’ τα τσιγάρα άφηναν τα πούπουλα να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα ή να βολτάρουν νωχελικά πάνω σε πουλόβερ και κάλτσες, που κι αυτά κοιμόντουσαν μαζί μου.
Παραδίπλα, στην κουζίνα, κατσαρολικά, τηγάνια και πιάτα κολυμπούσαν απαλά στα λάδια. Στο πάτωμα, συσκευασίες με μισοφαγωμένες πίτσες και, στο ψυγείο, συντηρούνταν μουχλιασμένος αρακάς και ληγμένες φτερούγες κοτόπουλου.
Πουκάμισα και σώβρακα ήταν πεταμένα στο μπάνιο, το νιπτήρα, πάνω στο καλοριφέρ, μέσα σε καλάθια, στο πάτωμα. Μια βαλίτσα ξεχείλιζε από διαλυμένα, άπλυτα All-starάκια. Πίσω από την τηλεόραση και γύρω απ’ το γραφείο, τα καλώδια είτε είχαν αυτονομηθεί είτε έφερναν σε γόρδιο δεσμό.
Αυτά πριν από έξι μήνες. Σε λίγες ώρες πρέπει να έχω πάρει των ομματιών μου. Μετακομίζω. Το κουδούνι χτυπάει. Είναι ο Παύλος που έχει κουβαληθεί απ’ τη δουλειά, για να με βοηθήσει. Έχω λουστεί στον ιδρώτα από ντροπή.
Τώρα, σιδερώνω τα t-shirts μου και τα διπλώνω λες κι είναι μαντήλια της Hermès, ενώ απέκτησα και δεύτερη τούρμπο ηλεκτρική σκούπα. Απάλλαξα τη βιβλιοθήκη μου από βιβλία που δεν πρόκειται να διαβάσω. Χάρισα την παιχνιδομηχανή μου (Xbox 360) μαζί με τρία ζευγάρια παπούτσια που έχω να φορέσω εδώ και δυο χρόνια. Τι συνέβη;
Αυτό που συνέβη είναι η Marie Kondo. Στο reality show του Netflix (“Η τέχνη του συγυρίσματος”), η Ιαπωνέζα σταρ της τακτοποίησης αμολάει συμβουλές στις αμερικανικές οικογένειες που ασφυκτιούν υπό το βάρος ρούχων, παιδιών και άγχους (άνθρωποι βάζουν τα κλάματα στη θέα της ντουλάπας τους). Το ζήτημα δεν είναι μόνο το σπίτι να είναι συγυρισμένο, αλλά να σε κάνει να νιώθεις χαρούμενος.
Η μέθοδος «KonMari» έχει αποδείξει την αξία της, αφού το corpus των συμβουλών της δημοσιεύτηκε αρχικά το 2011 και έκτοτε μεταφράστηκε σε 40 χώρες, πουλώντας πάνω από 10 εκατ. αντίτυπα.
Κεντρική ιδέα του οδηγού, μία και μόνη αρχή: κάθε μέλος του ενδιαιτήματος ευθύνεται για την τακτοποίηση όσων το αφορούν. Μπορεί ν’ ακούγεται κοινότοπο αλλά, στο επίπεδο των οικογενειών που ενδιαφέρουν την εκπομπή, αποκαλύπτουν την πραγματικότητα ενός διανοητικού φόρτου. Όπου η κυρία του σπιτικού τα παίζει, γιατί έχει χάσει τ’ αβγά και τα πασχάλια. Burn-out.
Μπορεί κάθε οικογένεια να έχει τα θέματά της, αλλά η Σουσού μας συνιστά πάντα το ίδιο: αρχίζουμε από τα ρούχα, τα βιβλία, τους λογαριασμούς, μετά πάμε στην κουζίνα, την τουαλέτα και το γκαράζ. Τελειώνουμε με τα αντικείμενα συναισθηματικού χαρακτήρα.
Ένα είναι το κριτήριο: τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, μας κάνουν να χαιρόμαστε όταν τα «αδράχνουμε»; Άμα τα πιάνω και με φτιάχνουν, τα κρατώ. Ειδάλλως, τα χαρίζω ή τα πετάω στα σκουπίδια, αφού πρώτα τα «πενθήσω».
Όπως συμβαίνει και στη σειρά, είπα «ευχαριστώ» στα ταλαιπωρημένα σώβρακα, τις τρυπημένες κάλτσες και τα λειωμένα παντελόνια. Τραμπάκουλο δεν ένιωσα. Όπως αναπτύσσει κι η Marie Kondo: «οφείλεις να στοχάζεσαι πάνω στην εγγενή χρησιμότητα των αντικειμένων, τη συναισθηματική σου επένδυση σ’ αυτά».
Οπότε, έστειλα στον αγύριστο τις άχρηστες «παρεκτροπές» της ντουλάπας και του κρεβατιού μου. Ιδίως εκείνα τα πολύ στενά τζην και τα καρό πουκάμισα που κάποτε νόμιζα ότι αναδείκνυαν το επαγγελματικό μου status.
Θα μπορούσα να πω ότι ήταν ανακουφιστικό: όλα αυτά τα τσίτια ήταν μια πλευρά του εαυτού μου που είχα απορρίψει εδώ και καιρό, και δεν είχα καμιά διάθεση να θυμάμαι.
Η αλήθεια να λέγεται. Δεν είχα πρόβλημα να τα αποχωριστώ. Τα δίπλωσα τελετουργικά, σύμφωνα με τις προσταγές του Japanese girl, εφαρμόζοντας την τεχνική της μεταφοράς τρυφερότητας μέσω της παλάμης μου. Σε θύμησες παρελθουσών συνευρέσεων.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τα βιβλία, αντιμετώπισα πρόβλημα. Πώς προεξοφλείς την απόλαυσή τους; Υπήρχαν εκείνα που είχα διαβάσει μόνο μια φορά και μ’ άρεσαν, εκείνα στα οποία επέστρεφα πάλι και πάλι. Αυτά που μου χάρισαν και θα διαβάσω οσονούπω, αυτά που μου έστειλαν, αυτά που μου θυμίζουν φιλίες και ανεκπλήρωτες αγάπες. Τελικά, το μόνο βιβλίο που έβαλα κατά μέρος ήταν μια βλακεία, η οποία οφειλόταν σε επαγγελματική διαστροφή: συνταγές με μακαρόνια ή ρύζι, για φοιτητές κι εργένηδες.
Αυτό είναι το ένα. Μετά είχα να φέρω σε πέρας το ξεσκαρτάρισμα των «διοικητικών εγγράφων»: λογαριασμούς κινητών, απειλές της εφορίας, μεταχρονοληγημένες επιταγές, ιδιωτική ασφάλιση.
Επώδυνη άσκηση. Θα είχα προτιμήσει να μου χώσουν σκουριασμένα καρφιά κάτω απ’ τα νύχια. Ειδικά εν προκειμένω. Γελάστε, αλλά ένιωσα περήφανος όταν τα ξεφορτώθηκα.
Οφείλω να αναγνωρίσω ότι την καταβρήκα κάνοντας αυτήν τη διαλογή. Μια βδομάδα αργότερα, χειροκροτούσα σαν παιδί το γεγονός ότι μπορούσα να βρω στην ντουλάπα μου αυτό που έψαχνα. Καμιά σχέση με την παρελθούσα μπουρδελοκατάσταση. Χώρια ότι περιστοιχιζόμουν πλέον από χρήσιμα είδη ένδυσης. Το αποτέλεσμα ήταν καθαρκτικό.
Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή έθεσε ερωτήματα. Γιατί τα κάνω όλα αυτά; Γιατί ξαφνικά το συγύρισμα με κάνει να νιώθω ωραία; Στο κάτω-κάτω, σχέση δεν έχω με τις αστείες φαμίλιες που παρουσιάζει η Marie Kondo. Εργένης είμαι, ζω μόνος στα 90 τ.μ. μου. Μετά από 30 χρόνια πλανόδιας μπούρδας, γιατί δεν καταφέρνω να συμμορφωθώ πλήρως, ως οφείλω;
Παρότι έχει αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι το κονάκι μου. Έχει πάψει να είναι προϊόν συμβιβασμού. Συνειδητοποίσα ότι για τους «millenials» σαν του λόγου μου, το burn-out δεν είναι μια ιάσιμη λαβωματιά, αλλά μάλλον μια elevator music στη συγχορδία της ζωής. Που έχει να κάνει με δυσβάστακτα καθήκοντα, όπου προσωπικό και επαγγελματικό μπλέκονται αξεδιάλυτα.
Σε ό,τι με αφορά, το «να κλείσω ραντεβού με τον οδοντόγιατρο» πάει πακέτο με το «να στείλω mail στον τάδε για ένα άρθρο», «να θυμηθώ τα γενέθλια της Νάνσυ» ή «να δω μια εκπομπή μπας και βγάζει θέμα».
Η εξαντλημένη γενιά μας μεγάλωσε με σκοπό να μεγιστοποιήσει την απασχολησιμότητα εξ απαλών ονύχων. Της υπόσχονταν πως αν είμαστε η καλύτερη εκδοχή των εαυτών μας, όχι μόνο θα γλιτώσουμε τις κρίσεις (οικονομικές, εργασιακές, ηλικίας κ.λπ.), αλλά θα την κάνουμε και ταράτσα.
Η υπόσχεση αυτή δεν τηρήθηκε ποτέ. Αντίθετα, αναμόχλευε διαρκώς μια ανοιχτή πληγή για ένα σωρό ανθρώπους της ηλικίας μου. Για να το κάνω λιανά: Αν δεν νιώθεις την υπεσχημένη ικανοποίηση από τη ζηλευτή δουλειά σου, σε αρμονία με μια προσωπική ζωή εξίσου ανθοστόλιστη, ο καλύτερος τρόπος να πειστείς ότι είσαι τυχερός είναι να δείχνεις έτσι στους άλλους.
Μπορεί το καινούργιο σπίτι να μου χαρίζει γαλήνη, αλλά κάτι εξακολουθεί να μου τριβελίζει το μυαλό. Τα social media που μας έχουν περικυκλώσει και το mainstream, από το σόου της Marie Kondo στο Netflix ως την οικονομία της εφαρμοσμένης επιρροής στους τρόπους ζωής, μας λένε ότι ο προσωπικός μας χώρος οφείλει να βελτιστοποιηθεί, όπως ακριβώς η προσωπικότητά μας και η καριέρα μας.
Το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι μόνον η εξάντληση, αλλά και μια συνολική εξουθένωση που την κουβαλάμε ακόμα και στο σπίτι. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η θεραπεία που επιβάλλεται είναι «η επιμέλεια εαυτού» (καμία σχέση με Φουκώ): «Κάντε καθαρισμό προσώπου, γιόγκα, πιλάτες, meditation». Αλλά αυτή η φροντίδα του εαυτού με το μόνο που έχει να κάνει είναι με μια βιομηχανία που ζυγίζει 11 δις δολάρια. Τόσο κοστίζει η «βελτιστοποίησή» μας. Όπου η «έγνοια για τον εαυτό» σημαίνει υπερκόπωση. Πολύ καπιταλιστικό.
Όπου, βέβαια, έτσι και αρνηθείς να το κάνεις, ένας ολόκληρος μηχανισμός σπεύδει να κινητοποιηθεί για να νιώσεις ενοχές.
Διαβάστε ακόμα: Καλά τα λέει ο Ζίζεκ – «Μην απομυθοποιείτε το αιδοίο».