Μπορούμε εύλογα να μιλήσουμε πια για το φαινόμενο «Μαργαρίτα».

Ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Ένα καθημερινό κορίτσι που θα μπορούσε να είναι η κόρη σου, η αδελφή σου, η ξαδέλφη σου ή ακόμη και το κορίτσι που μένει στο διπλανό διαμέρισμα από το δικό σου και κάθε φορά που τη συναντάς στο διάδρομο κατεβάζει τα μάτια από ντροπαλοσύνη ή αμηχανία γιατί δεν ξέρει τι να σου πει.

Ένα κορίτσι χωρίς πολλές προσλαμβάνουσες, εμπειρίες, γνώσεις. Ενα ανεπεξέργαστο πλάσμα, από αυτά που σαν ζυμάρι πλάθονται ακόμη αναζητώντας τις χαρές του κόσμου, που δεν έχει καταφέρει ακόμη να γευτεί. Κι όμως, μέσα σ’ αυτές τις στοιβάδες εξωτερικών χαρακτηριστικών και εσωτερικών ποιοτήτων της προσωπικότητάς της, διαβλέπεις κάτι το αυθεντικό. Συν ένα αποδεδειγμένο ταλέντο στη μαγειρική που Κύριος οίδε πού μπορεί να την φτάσει.

Το τηλεοπτικό κοινό αγαπάει και μισεί -ομοίως- τους πρωταγωνιστές των ριάλιτι παιχνιδιών.

Το τηλεοπτικό κοινό αγαπάει και μισεί -ομοίως- τους πρωταγωνιστές των ριάλιτι παιχνιδιών. Είναι μέρος του παιχνιδιού: ταύτιση και οικτιρμός σε ισόποσες δόσεις. Φέτος αποφάσισε να αγαπήσει σφόδρα την Μαργαρίτα του Master Chef. Τυχαίο; Οχι, αν και αυτό που ονομάζουμε «αλάνθαστο κριτήριο του κόσμου» είναι μια κατασκευή σαν όλες τις άλλες.

Σ’ αυτό το παιχνίδι δεν μπορείς να δοκιμάσεις για να έχεις άποψη για τα πιάτα. Εμπιστεύεσαι την κρίση των άξιων κριτών και των επίσης άξιων καλεσμένων τους. Αρα, δεν ήταν οι μαγειρικές ικανότητες της Μαργαρίτας (νικήτρια, πλέον, του διαγωνισμού) που τράβηξαν τον κόσμο. Σιγά μην ξέρει ο μέσος τηλεθεατής αν οι μορχέλες που έφτιαξε η Μαργαρίτα ήταν σωστά φτιαγμένες ή αν το αρνάκι της κρατούσε λίγο στο μάσημα.

Αν ζούσε ο Μπαλζάκ θα μπορούσε να την κάνει ηρωίδα σε κάποιο από τα βιβλία του.

Αυτά τα παιχνίδια αναζητούν ιδανικούς τύπους ανθρώπων: τον ιδεότυπο. Τις μορφές εκείνες που γύρω τους όλοι εμείς, σαν τις μέλισσες στο μέλι, θα κουρνιάσουμε και θα φανταστούμε τους εαυτούς μας στη θέση τους. Οτιδήποτε ξένο, ανοίκειο και σπάνιο μπορεί να μας τρομάξει και να μας απωθήσει. Η Μαργαρίτα είναι ένα κορίτσι του «μέσου όρου». Ούτε πολύ ψηλό ούτε πολύ κοντό. Ούτε καλλονή  ούτε άσχημη. Tόσο πολύ κοντινό σε εμάς, αλλά και τόσο ξεχωριστό.

Αν ζούσε ο Μπαλζάκ θα μπορούσε να την κάνει ηρωίδα σε κάποιο από τα βιβλία του. Και για ένα λόγο παραπάνω: μπορεί η φύση να μην την προίκισε με εξαιρετικό παρουσιαστικό στα πρότυπα των τηλεστάρ ή με άλλες -εκ πρώτης όψεως- ξεχωριστές ιδιότητες, της πρόσφερε όμως αφειδώς -ως φαίνεται- το χάρισμα της γεύσης.

Για τα κορίτσια που μετέχουν στα ριάλιτι μοντέλων τα πράγματα είναι πάντα διαφορετικά: η φύση τους έδωσε τα πάντα. Η ομορφιά είναι ένας καταλύτης, δεν τον προσπερνάς εύκολα. Στα παιχνίδια που διαγωνίζεται κανείς για τη φωνή του, πάλι, το κριτήριο είναι ασφαλές. Η ανταπόδοση που λαμβάνει ο παίκτης είναι άμεση: μια καλή φωνή είναι μια ευλογημένη φωνή.

Αν δεν νικούσε η Μαργαρίτα, το κοινό που φανατικά ακολουθούσε φέτος το παιχνίδι εξαιτίας της, θα απέστρεφε στο βλέμμα του θεωρώντας πως στην ελληνική τηλεόραση δεν νικάει πάντα ο καλός.

Τι γίνεται, όμως, με κάποιον που διαγωνίζεται σε ένα πεδίο στο οποίο ο τηλεθεατής δεν έχει πρόσβαση, δεν αντιλαμβάνεται το αντικείμενο και δεν μπορεί να το βιώσει άμεσα; Τότε, αναλαμβάνει δράση η ταύτιση με άλλα μέσα και με εντελώς άλλες αφορμές. Σε τούτη την περίπτωση φαίνεται πως μέτρησε η ευθύτητα του χαρακτήρα της Μαργαρίτας.

Το γεγονός πως έλεγε ό,τι της ερχόταν στο μυαλό, δεν έκανε ίντριγκες, δεν μετείχε σε ομάδες. Ηταν ένας πρωτοεπίπεδος χαρακτήρας με συχνά λεκτικά ολισθήματα, αλλά αυτό αντί να λειτουργεί εναντίον της, την έκανε ακόμη πιο αυθεντική. Καμία υποκρισία, καμία δηθενιά. Αν, λοιπόν, προσθέσει κανείς σε όλα αυτά το γεγονός ότι άπαντες την εκθείαζαν για το μαγειρικό της ταλέντο, το ιδανικό προφίλ για τέτοια παιχνίδια είχε, αίφνης, δημιουργηθεί για να θαυμαστεί. Όπερ και εγένετο.

Θα έλεγε κανείς πως αν δεν νικούσε η Μαργαρίτα, το κοινό που φανατικά ακολουθούσε φέτος το παιχνίδι εξαιτίας της, θα απέστρεφε στο βλέμμα του θεωρώντας πως στην ελληνική τηλεόραση δεν νικάει πάντα ο καλός. Να που νικάει, όμως.

Ουδείς γνωρίζει αν αυτό το κορίτσι θα μακροημερεύσει στις κουζίνες. Μιλάμε για έναν κόσμο ανδρροκρατούμενο και με πολύ καθημερινό ζόρι. Το μέλλον θα δείξει αν το Master Chef ήταν ένα εφαλτήριο ή ένα ταβάνι. Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για επαγγελματική ανέλιξη ή μια φωτοβολίδα που έτσι όπως έσκασε έτσι και θα σβήσει. Ας μην ξεχνάμε πως οι περισσότεροι νικητές τέτοιων παιχνιδιών είτε καταξιώνονται είτε τους τρώει το μαύρο σκοτάδι. Μέση λύση δεν υπάρχει. Ακόμη και για ανθρώπους του μέσου όρου.

 

Διαβάστε ακόμα: Όχι στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, ναι σε προνόμια για τους εμβολιασμένους

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top