O τρόπος που μίλησε ο Δημήτρης Μοθωναίος είναι ικανός να ξεκλειδώσει πολλά «κλειστά» μυαλά.

Ο θόρυβος κάποια στιγμή θα κοπάσει. Το κύμα της καθημερινότητας θα συνεχίσει την ατάραχη πορεία του (μπρος και πάλι πίσω), αφήνοντας ελάχιστους αφρούς στη στεριά του καθενός από εμάς. Μια αδιόρατη αίσθηση πως η ηθικολογία της ελληνικής κοινωνίας είναι ο πρώτος βαθμός κακοποίησης τον οποίο υφιστάμεθα όλοι, ενδέχεται να μείνει να μας ακολουθεί. Αρκεί να μην διατηρηθεί στο πεδίο της στείρας εκτίμησης.

Το ελληνικό #ΜeToo δεν είναι μια μόδα. Ούτε όταν έπληξε το Χόλιγουντ ήταν μόδα. Είναι μια χαίνουσα πληγή στο σώμα και τη ψυχή των θυμάτων, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Όταν η κακοποιητική συμπεριφορά εξωραΐζεται στο όνομα της όποιας καλλιτεχνικής αυθεντίας και όταν οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί χρησιμοποιούν τη σωματική (προφανώς και σεξουαλική) βία για να ανάψουν τη ρομφαία τους, τότε οφείλει να έχει λόγο όλη η κοινωνία.

Αν η Σοφία Μπεκατώρου άνοιξε το καπάκι, ο ηθοποιός Δημήτρης Μοθωναίος μας έδειξε τον μαύρο πάτο που κοχλάζει.

Αυτή η αλλαγή σκέψης δεν είναι τευτονική (κι ας σκάνε με κρότο οι καταγγελίες), αλλά υπόγεια, διαβρωτική (σε εκείνα τα μέλη που εξακολουθούν να αντιτάσσουν το κυνικό «γιατί τώρα;») και απελευθερωτική στο βαθμό που θα δώσει το χέρι βοήθειας στα επόμενα θύματα. Διότι θα υπάρξουν τέτοια. Δυστυχώς, αλλά θα υπάρξουν.

Αν η Σοφία Μπεκατώρου άνοιξε το καπάκι, ο ηθοποιός Δημήτρης Μοθωναίος με τη σπαρακτική εξιστόρηση της δικής του περίπτωσης μας έδειξε τον μαύρο πάτο που κοχλάζει. Οι δύο αυτοί άνθρωποι -με την πονεμένη ευγλωττία του θύματος που ανασύρει από τα βάθη του είναι του μια οδυνηρή εμπειρία- μας υπενθύμισαν κάτι που ως τώρα είτε δεν το αντιλαμβανόμασταν είτε το απωθούσαμε στις εσχατιές της περιπτωσιολογίας και της υπερβολής.

Ο «κακός» λύκος δεν είναι μια παραμυθία ή το αποκύημα ενός ταραγμένου ανθρώπου που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα οικεία τραύματα και τα μεταθέτει στο «κοινό κτήμα». Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: το κοινό κτήμα (ήτοι: η δημόσια σφαίρα) οφείλει να σκεφτεί πως τη σκεπάζει ένα πέπλο βίας που μέχρι τώρα, αν δεν έχει αποκτήσει μια κάποια νομιμοποίηση, έχει γίνει, τουλάχιστον, αποδεκτή. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα.

Το κακό δεν διαπράττεται καθημερινά από ανθρωπόμορφα τέρατα, αλλά από φυσιολογικούς ανθρώπους.

Η παρουσία του Μοθωναίου στην ευρεία πίστα ενός πρωινάδικου (κι όμως, αυτή τη φορά η φωταψία υπήρξε επωφελής), καθώς και ο τρόπος με τον οποίο εκφράστηκε και αποτύπωσε την έκταση της πληγής του, είναι ικανή να αποδιώξει από το φάσμα της σκέψης μας οποιαδήποτε πιθανότητα φτηνής δημοσιότητας που διαρκεί δέκα λεπτά, εντυπωσιοθηρίας, επιλογής θέματος για να ανέβουν τα νούμερα της AGB ή, τέλος πάντων, ενός αποπροσανατολιστικού κουτσομπολιού που ενδιαφέρεται να βγάλει τα άπλυτα στη φόρα και να τα αφήσει έτσι βρόμικα.

Ο Μοθωναίος δεν είναι μια μόνη περίπτωση. Είναι, όμως, εκείνη η ιδιάζουσα περίπτωση που μας φανερώνει -με σάρκα, φωνή, και συναίσθημα- πως το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης (ιδιαιτέρως σε μικρές ηλικίες) είναι κοινότοπο, προφανές και όχι ιδεοληπτικό. Έτσι ακριβώς όπως το περιέγραφε και η Χάνα Άρεντ.

Τουτέστιν, το κακό δεν διαπράττεται καθημερινά από ανθρωπόμορφα τέρατα, όπως πολλές φορές η πλειοψηφία των νοικοκυραίων θέλει να πιστεύει αποβάλλοντας από πάνω της το στίγμα, αλλά από φυσιολογικούς ανθρώπους. Από μικρούς, ασήμαντους ανθρώπους που κάποια στιγμή πήραν πάνω τους την ευθύνη της κακότητας.

Μπρος στην απύθμενη αλήθεια ενός πονεμένου ανθρώπου οφείλεις να σκύβεις ταπεινά το κεφάλι.

Όπως ο Άιχμαν δεν ήταν ένα τέρας με ουρά, έτσι και ο παιδεραστής ή ο βιαστής δεν είναι τίποτα άλλο από μια κοινοτοπία. Αυτό δεν μηδενίζει καθόλου την ευθύνη των εγκλημάτων τους, αλλά μας βοηθάει να κατανοήσουμε πως: «Τα ειδεχθέστερα εγκλήματα διαπράττονται από τιποτένιους ανθρώπους που αρνούνται την ίδια τους την ατομικότητα» (Χάνα Άρεντ, ξανά).

Να γιατί η αποκαλυπτική μαρτυρία του Δημήτρη Μοθωναίου είναι άκρως σημαντική. Διότι έρχεται να αποσύρει από τη σκέψη πολλών τη ρηχή εντύπωση πως όλα γίνονται τώρα για ένα δράμι δημοσιότητας ή για κάποια μορφή εκδικητικής μανίας που σκοπό έχει να κατακρημνίσει από το βάθρο τους τις σεπτές μορφές του θεάτρου ή του αθλητισμού.

Μπρος στην απύθμενη αλήθεια ενός πονεμένου ανθρώπου οφείλεις να σκύβεις ταπεινά το κεφάλι. Άλλος ανθρώπινος τρόπος δεν (πρέπει) να υπάρχει.

 

Διαβάστε ακόμα: Παύλος Χαϊκάλης – να μας λείπουν τέτοιοι άκοποι άντρες.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top