cultura-popular-na-idade-media-no-renascimento_iZ162XvZxXpZ1XfZ127660123-23708534660-1.jpgXsZ127660123xIM

«Δεν υπάρχει καλύτερο κωλοσφούγγι από ένα χηνάκι με μπόλικα φτεράκια, αρκεί να του κρατάς το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια. Σου δίνω το λόγο μου πως νιώθεις μια θεσπέσια απόλαυση στην κωλοτρυπίδα, τόσο εξαιτίας της απαλότητας του φτερώματος όσο και λόγο της όμορφης ζέστης από το χηνάκι, που μεταδίδεται εύκολα από το κωλάντερο στ’ άλλα σωθικά ως την περιοχή της καρδιάς και του μυαλού». (O νεαρός Γαργαντούας στον πατέρα του)

Τα ήθη αλλάζουν. Α, πόσο ωραίο ήταν το χέσιμο τον καιρό των ιπποτών και πόσο οι πρόγονοί μας ήξεραν να απολαμβάνουν την ευωδία του! Για αιώνες, την Ευρώπη ελάχιστα απασχολούσε η απόκρυψη των προϊόντων του εντέρου μας. Αντίθετα, φαίνεται ότι έχουμε ζήσει δίπλα και μέσα στα σκατά με περισσή ευχαρίστηση, όπως μαρτυρεί μια τεράστια φιλολογία.

Ωστόσο, οι Έλληνες –πάλι αυτοί– φαίνεται πως αρχικά ήταν πιο ευαίσθητοι στο θέμα. Σ’ ένα άρθρο της Χαρά Κιοσσέ για τα ελληνιστικής εποχής μαρμάρινα αποχωρητήρια της Αμοργού (Το Βήμα, 17/1/1988), διαβάζουμε: «Η λέξη “απόπατος” […] είναι μια λέξη που υπάρχει στη γλώσσα μας από τους κλασικούς χρόνους. Στον Αριστοφάνη π.χ. βρίσκουμε “εις απόπατον ώχετο… κάχαζεν οκτώ μήνας”. Και η λέξη “αποχωρητήριο” υπήρχε στην αρχαιότητα, αφορούσε όμως τον αντίστοιχο όρο έξω από το σπίτι, αυτό που σήμερα λέμε “πάει στα χωράφια”».

Κατά τη βυζαντινή εποχή, τόσο τα δημόσια αποχωρητήρια όσο και τα λουτρά κάλυπταν τις ανάγκες του κοινού, μας πληροφορεί ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Α. Καρπόζηλος, στην ανακοίνωσή του «Περί αποπάτων, βόθρων και υπονόμων» (Α’ διεθνές συμπόσιο του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, 1988). Στα νομοθετικά κείμενα ρυθμίζονται με πολεοδομικές διατάξεις το κτίσιμο των βόθρων, των κατ’ ευφημισμών αποκαλούμενων «σωτηρίων», και η αποχέτευση των ιδιωτικών κατοικιών. Η πράξη του Ανδρέα Σαλού στη Βασιλεύουσα να αφοδεύσει δημόσια πίσω από ένα καθαροποτίο προκάλεσε τον άγριο ξυλοδαρμό του από τον μαγαζάτορα και από κάποιον περαστικό. Επίσης απαγόρευε να ρίχνονται ακαθαρσίες και βρομόνερα από τα ψηλά πατώματα στους κατοικούντες χαμηλότερα. Ο άτυχος Ιωάννης Τζέτζης αναφέρει σε μια επιστολή του ότι, όταν οι ένοικοι του πάνω πατώματος ουρούσαν, παρήγαγαν τόσα πολλά υγρά, ώστε σχημάτιζαν «ποταμούς ναυσιπόρους».

Η περίφημη τουαλέτα America, του Maurizio Cattelan, από αληθινό χρυσάφι.

«Ή το ένα ή το άλλο: ή τα σκατά είναι παραδεκτά, ή ο τρόπος με τον οποίο δημιουργηθήκαμε είναι απαράδεκτος». (Μίλαν Κούντερα)

Με την αποσάθρωση του συγκροτημένου αστικού τοπίου, το ποτάμι αλλάζει οριστικά κοίτη. Κλέφτες, αρματωλοί και οπλαρχηγοί θα κοπρίσουν ευσυνειδήτως την πατρώα γη. Προπολεμικά αναγραφόταν σχεδόν παντού «απαγορεύεται το ουρείν», αλλά στην προσπάθεια να γίνει σεβαστή η απαγόρευση θεωρούσαν αναγκαίο να προσθέσουν τη φράση «παρά της Αστυνομίας»! Και φτάνουμε στο σωτήριον έτος 1992, για να επισημάνει ο τότε Γ.Γ. Τουρισμού Κ. Πυλαρινός: «Μπαίνοντας στον 21ο αι., είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε τη “μάχη της τουαλέτας” , από τους δημόσιους χώρους ως και την τελευταία ταβέρνα. Μάχη που δεν κατορθώσαμε να κερδίσουμε στον 20ο αι.» Δηλαδή, όχι ότι πειράζει, αλλά να, στους ξένους δεν αρέσει έτσι…


Διαβάστε ακόμα: «Δεν φλερτάρουμε πλέον με τα μάτια, αλλά με τα πόδια…»


Οι ξένοι της κεντρικής Ευρώπης ακολούθησαν αντίστροφη πορεία. Το ουροδοχείο είναι σε χρήση, όπως και στο Βυζάντιο, από τον 12ο αι.: φτιάχνεται από λεπτό γυαλί και διαθέτει έδρανο. Από τον 14ο αι., το συναγωνίζεται το δοχείο νυκτός, κοινώς «καθίκι», ενώ ο Λουδοβίκος ΙΑ’ (15ος αι.) διέθετε προσωπικό ανακουφιστήριο και χρησιμοποιούσε στουπί από λινάρι, καθώς το χαρτί τουαλέτας επινοήθηκε μόλις το 1875 στις ΗΠΑ από τον Joseph Cayetty.

Ωστόσο, ο νεαρός Γαργαντούας αποδεικνύει στον πατέρα του ότι εκείνος είχε ανακαλύψει «μετά από μακροχρόνιες και λεπτομερείς έρευνες, τον πιο αρχοντικό, τον πιο καλό και τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που είδε ποτέ ο άνθρωπος» να σκουπίζει τον πισινό του: «Λέω και υποστηρίζω πως δεν υπάρχει καλύτερο κωλοσφούγγι από ένα χηνάκι με μπόλικα φτεράκια, αρκεί να του κρατάς το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια. Σου δίνω το λόγο μου πως νιώθεις μια θεσπέσια απόλαυση στην κωλοτρυπίδα, τόσο εξαιτίας της απαλότητας του φτερώματος όσο και λόγο της όμορφης ζέστης από το χηνάκι, που μεταδίδεται εύκολα από το κωλάντερο στ’ άλλα σωθικά ως την περιοχή της καρδιάς και του μυαλού». Επειδή ετίθετο βασανιστικό το ερώτημα γιατί ο Γαργαντούας κατέληγε στην παράξενη αυτή επιλογή, ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνσετον, ο Φρανσουά Ριγκολό, απέδειξε ότι ο ιδιοφυής Ραμπελαί θέλησε να παρωδήσει τον πιο αισθησιακό πίνακα του Μιχαήλ Αγγέλου, το περίφημο «Η Λήδα και ο κύκνος», που έγινε πολύ δημοφιλής στη Γαλλία, χάρη στον μαθητή του Αντόνιο Μίνι, ο οποίος ίδρυσε ολόκληρο «εργοστάσιο με Λήδες».

Το 1374, επί Καρόλου Ε’, κάνει την εμφάνισή του ο πρώτος αποχετευτικός αγωγός. Εντούτοις, οι συνήθειες των βασιλέων όσον αφορά στην απλή ούρηση περιορίζονταν στα τεράστια τζάκια των σαλονιών. Όσο για τους μπιντέδες, άλλως πυγονιπτήρες, εμφανίζονται μετά το 1740, πραγματικά κομψοτεχνήματα «από αγριοκερασιά με νεύρα από ξύλο αμάραντου και έδρανο από κόκκινο μαροκινό στερεωμένο με χρυσά καρφιά» για τη Μαντάμ ντε Ταλμόν.

Photo Credit: The Big Butt Book 3D by Taschen

Η κοινωνία φιλοδοξεί τώρα να παστεριωθεί και κηρύσσει τον μακρύ πόλεμο κατά των μικροβίων. Photo Credit: The Big Butt Book 3D by Taschen

Πάντα παραθέτουν τον Ραμπελαί ως τον τελευταίο εκπρόσωπο του μεσαιωνικού πνεύματος, δεν είναι όμως ο μόνος δεδηλωμένος σκατομανής του 16ου αι. Ο Λούθηρος, όπως και οι γιατροί της εποχής του, πιστεύει στις θεραπευτικές ιδιότητες των περιττωμάτων, τα οποία οι αλχημιστές δεν παραλείπουν να χρησιμοποιήσουν στην αναζήτησή τους της φιλοσοφικής λίθου. Θεωρούν, όπως ο Ιπποκράτης, ότι τα ούρα είναι ο καθρέφτης του οργανισμού, ενώ οι λογής-λογής τσαρλατάνοι, εξετάζοντάς τα με το μάτι, αμέσως καταλαβαίνουν αν κάποιος είναι παρθένος!

Αλλά και ο 17ος αι. διατηρεί μεγάλη ελευθερία στις σχέσεις του με τις αφοδευτικές λειτουργίες. Είναι η εποχή της «ελευθέρας ουρήσεως», χωρίς άχρηστες σεμνοτυφίες. «Ας χέζουμε παντού», γράφει η πριγκίπισσα Παλατίνη στη θεία της, εκλεκτόρισσα του Ανόβερου, «δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο!» Πέρδονται επίσης με άφατη ικανοποίηση και ασυστόλως. Αναρίθμητα κείμενα το βεβαιώνουν και οι γιατροί απειλούν ότι θα βρουν τα χειρότερα κακά όσους κάνουν την ανοησία να συγκρατούνται. «Η τέχνη του πέρδεσθαι», του Pierre Hurtault, καθηγητή στη Στρατιωτική Σχολή, ήταν μια τυπολογία των πόρδων της επαρχίας. Το «Ιστορία και περιπέτεια του Μυλόρδου Πόρδου», γραμμένο από τη Jeanne Fesse (Ιωάννα Κωλομερίου), γινόταν ανάρπαστο. Έργα όπως αυτό του εγκυκλοπαιδιστή Mercier de Compiègne, μάχονταν ενάντια στην έλλειψη ανεκτικότητας των «σφιχτοκώληδων».

Α, πόσο ωραίο ήταν το χέσιμο τον καιρό των ιπποτών και πόσο οι πρόγονοί μας ήξεραν να απολαμβάνουν την ευωδία του!

Ένας αιώνας απομένει στον αφεδρώνα για να το φχαριστηθεί απρόσκοπτα, προτού διατάξουν οι αστοί να σφίξουν οι κώλοι. Το λυκόφως της μοναρχίας συνδυάζεται με το μεσουράνημα της κοπρολογίας, απαύγασμα των ηθών της εποχής. Η «ορθολογικότητα» του Αιώνα των Φώτων είναι ένα από τα χονδροειδέστερα ψεύδη των διδακτικών βιβλίων. Η αιώνια διαμάχη των δυσκοίλιων και των ευκοίλιων κυριαρχεί στη λογοτεχνία του 18ου αι. Η δεσποινίς ντε Λυμπέ, κόρη κάποιου προέδρου της Βουλής των Παρισίων, γράφει τη «Μυστική ιστορία του πρίγκιπα Κουραδοχάφτη και της πριγκίπισσας Χεστρούλας», που έκανε πολλές επανεκδόσεις από το 1745 ως την Επανάσταση. Στις παραστάσεις βουλεβάρτου βλέπεις τον Αρλεκίνο να επιδίδεται σε κοπρώδεις φάρσες, όπου το βαρέλι τα σκατά πουλιέται για μέλι. Όσο για τον συγγραφέα της «Ιουστίνης», τον μαρκήσιο ντε Σαντ, το μόνο που έκανε ήταν να φτάσει στα άκρα την περιγραφή ορισμένων πρακτικών που φιγουράριζαν στο πρόγραμμα των «πορνογραφικών λεσχών», οι οποίες αφθονούσαν στην Πόλη του Φωτός στα τέλη της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.


Διαβάστε ακόμα: «Όσοι παραμελούν να βάλουν το πώμα στην οδοντόκρεμα παραμελούν και τις γυναίκες»


«Ας χέζουμε παντού, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο!», γράφει η πριγκίπισσα Παλατίνη στη θεία της, εκλεκτόρισσα του Ανόβερου.

«Ας χέζουμε παντού, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο!», γράφει η πριγκίπισσα Παλατίνη στη θεία της, εκλεκτόρισσα του Ανόβερου.

Η άνοδος της αστικής τάξης θα σημάνει την παρακμή της τέχνης του χέζειν. Η ύπαρξη κάτω κοιλίας αγνοείται επιμελώς. Τα εγχειρίδια καλών τρόπων απαγορεύουν το ρέψιμο και το φτύσιμο – πράγματα άγνωστα ίσαμε τότε, αλλά ουδείς τολμά ν’ αναφερθεί στις άλλες ανακουφιστικές λειτουργίες, που τώρα χαρακτηρίζονται «απρεπείς». Το φαγεντιανό θα αναδειχθεί σε βασικό αποδέκτη αυτού που από δω και πέρα θα θεωρείται ως η πλέον ιδιωτική στιγμή του ανθρώπου κι αρχίζει ο αγώνας για την καθαριότητα των δρόμων. Ο Ευγένιος Μπελγκράν, ο πραγματικός δημιουργός των σύγχρονων παρισινών υπονόμων, καλός αστός που φοβόταν τον όχλο και τα μιάσματά του, θα σκάψει 600 χλμ. αποχετευτικού δικτύου. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. έχει τελειοποιηθεί η αποχέτευση και το καζανάκι, το σκατό έχει νικηθεί, η αντίστασή του στο νερό επίσης, η υγιεινή γίνεται ειδικός κλάδος της ιατρικής και το μπάνιο θεραπεία. Τέρμα στην εποχή όπου το να πλένεσαι με νερό «έβλαπτε την όραση και προκαλούσε πονόδοντο και κατάρρου». Η κοινωνία φιλοδοξεί τώρα να παστεριωθεί και κηρύσσει τον μακρύ πόλεμο κατά των μικροβίων.

Η ερασμική παράδοση του ελέγχου του σώματος μπολιάζεται στην ιουδαιοχριστιανική διδασκαλία που πρεσβεύει τη ρυπαρότητα της ανθρώπινης φύσης, με αποτέλεσμα να συσχετιστεί για πρώτη φορά η έννοια της καθαριότητας με την απόκρυψη και την αποσιώπιση της φυσικής ανάγκης. Ο νεότευκτος τρόμος των περιττωμάτων ριζώνει χάρη στην ανάδειξη της αστικής τάξης ως κυρίαρχης. Προσβλέποντας σ’ έναν κόσμο μεταφυσικά σταθερό και αναλλοίωτο, οδηγείται στην απόλυτη άρνηση των σκατών. Με το παραπέτασμα αυτό, εξορίζει από το οπτικό της πεδίο το πιο απαράδεκτο συστατικό της ανθρώπινης φύσης: το θάνατο.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. έχει τελειοποιηθεί η αποχέτευση και το καζανάκι, το σκατό έχει νικηθεί, η αντίστασή του στο νερό επίσης…

Ο Charles Richet, βραβείο Νόμπελ Ιατρικής το 1913, αναλαμβάνει να αποδείξει ότι η αηδία για τα προϊόντα των εντέρων και κατ’ επέκταση για την περιοχή του πρωκτού και των γεννητικών οργάνων οφείλεται στην αχρηστία τους –το ανθρώπινο λίπασμα αντικαταστάθηκε από το χημικό– και τη βλαπτικότητά τους στη μετάδοση π.χ. της χολέρας. Άρα η αστική σεξουαλική τάξη, με τις απαγορεύσεις και τις σιχασιές της, εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις της λογικής.

Ο Μίλαν Κούντερα έχει διαφορετική γνώμη από τον Ρισέ. Στην «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» τη διατυπώνει με σαφήνεια: «Πίσω από κάθε ευρωπαϊκή πίστη, είτε είναι θρησκευτική είτε είναι πολιτική, υπάρχει το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης, απ’ όπου συνάγεται ότι ο κόσμος πλάστηκε όπως έπρεπε να είναι, ότι το είναι είναι καλό και ότι επομένως το να τεκνοποιεί κανείς είναι καλό πράγμα. Ας ονομάσουμε αυτή τη βασική πίστη κατηγορική συμφωνία με το είναι. Αν, πρόσφατα ακόμα, τη λέξη σκατά στα βιβλία την αντικαθιστούσαν τα αποσιωπητικά, αυτό δεν γίνεται για λόγους ηθικής. Δεν μπορεί κανείς, έτσι κι αλλιώς, να υποστηρίξει ότι τα σκατά είναι ανήθικα! Η ασυμφωνία με τα σκατά είναι μεταφυσική. Η στιγμή της αφόδευσης είναι η καθημερινή απόδειξη του απαράδεκτου χαρακτήρα της Δημιουργίας. Ή το ένα ή το άλλο: ή τα σκατά είναι παραδεκτά (οπότε να μην κλειδωνόμαστε μέσα στους καμπινέδες!), ή ο τρόπος με τον οποίο δημιουργηθήκαμε είναι απαράδεκτος. Απ’ αυτό συνάγεται ότι η κατηγορική συμφωνία με το είναι έχει σαν αισθητικό ιδεώδες έναν κόσμο όπου υπάρχει η άρνηση των σκατών και όπου ο καθένας συμπεριφέρεται σαν να μην υπήρχαν. Αυτό το αισθητικό ιδεώδες ονομάζεται κιτς».

 

Διαβάστε ακόμα: «Το να ταξιδεύεις είναι απαραίτητο, το να ζεις δεν είναι».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top