«Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε. Ν’ αγαπήσουμε τον πλανήτη μας σαν το ίδιο μας το σπίτι».

Ολοένα και πιο συχνά, σαν μάντρα που επανέρχεται και ποτέ δεν φεύγει, σε στιγμές που δεν το περιμένω, έρχεται στο μυαλό μου ο τίτλος ενός ποιήματος του Μιχάλη Γκανά: «Έρχονται μέρες που ξεχνάω με λένε» (Παραλογή, 1993). Αυτό συμβαίνει με τους ποιητές, σε ακολουθούν. Η σκιά τους υπάρχει μέσα σου. Σε κατοικεί. Εκείνοι μπορεί να μην το αντιλαμβάνονται – τουλάχιστον όχι πάντα και όχι όλοι-, αλλά η παρουσία τους είναι πολύ πιο σημαντική από όση τους επιδαψιλεύει η καθημερινότητα.

Δεν θα τον βρείτε στα social media τον Μιχάλη Γκανά. Οι εμφανίσεις του σε παρουσιάσεις είναι επιλεκτικές. Δεν δίνει εύκολα συνεντεύξεις, δεν ψωμίζεται από την ανάγκη να υπάρχει κάθε μέρα και με κάθε τρόπο. Κι όμως, με έναν αδιόρατο τρόπο, η δωρική του φιγούρα (όμοια ταυτισμένη με την ποίησή του) υπάρχει εκεί έξω και υπόρρητα μας βοηθάει να υπάρξουμε κι εμείς.

Δέχθηκε να παραχωρήσει αυτή τη συνέντευξη και να μιλήσει γι’ αυτά που ζούμε λόγω του ιού, για την αγάπη, για την ποίηση, για την κόρη του, για το μέλλον (όποιο κι αν είναι αυτό). Από μακριά τα «Γυάλινα Γιάννενα» στέκουν και μας χαιρετούν αγέρωχα, έτσι που και οι δύο εγκλωβισμένοι στα στενά της Αθήνας, σαν μόνο αυτά να χρειάζεται να υπάρχουν στο βλέμμα μας.

-Μας βρήκε απροετοίμαστους ο ιός;
Ναι, ενώ αυτός εμφανίστηκε πανέτοιμος. Έξι μήνες περίπου μετά από την εμφάνισή του ελάχιστα γνωρίζουμε γ΄αυτόν. Και όχι μόνο γι΄αυτόν αλλά για τον ίδιο μας τον πλανήτη. Μηνύματα κάθε είδους χτυπάνε την πόρτα μας. Ακραία καιρικά φαινόμενα, τυφώνες, πυρκαγιές, σεισμοί , πόλεμοι πιο άγριοι από αυτούς που ξέραμε, άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη και λιώσιμο των πάγων. Εμείς πέρα βρέχει… «Λιώνουν οι πάγοι στην Ανταρκτική!» Σκασίλα μας δεν είμαστε από κει».

– Χάνονται όλες οι αγκαλιές και τα φιλιά που δεν δώσαμε αυτές τις μέρες και ενδέχεται να μην δώσουμε στο άμεσο μέλλον;
Τώρα με τις άδειες αγκαλιές  και τα ανεπίδοτα φιλιά συνειδητοποιούμε πόσο μας λείπουν τα φιλιά και οι αγκαλιές που σκορπίζαμε τόσο εύκολα χωρίς να εκτιμούμε την αξία τους. Τότε «Πεινούσαμε» για φιλιά και αγκαλιές, ενώ τώρα «Πεινάμε» και «Διψάμε!» για μια ανεπαίσθητη χειρονομία αγάπης. Αυτό το πολύτιμο κοίτασμα της αγάπης δεν χάνεται. Τοκίζεται και πολλαπλασιάζεται για να το βρούνε τα παιδιά και τα εγγόνια μας  κι εμείς όσο προλάβουμε.

«Η Τέχνη βοηθάει. Και η μεγάλη τέχνη και αυτή με το μικρό ταυ. Η καθημερινή τέχνη».

– Θα καταφέρουμε να ανακτήσουμε τη χαμένη κοινωνικότητά μας, την αίσθηση της αφής, το άγγιγμα;
Δεν ξέρω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε. Ν’ αγαπήσουμε τον πλανήτη μας σαν το ίδιο μας το σπίτι και να τον φροντίζουμε καθημερινά μη μας… κρυολογήσει. Γιατί μ΄ένα φτάρνισμα μπορεί να μας εξαφανίσει όπως τους Δεινόσαυρους.

– Λέτε σε ένα ποίημα σας: «Κατά ζεύγη τα ζώα/κατά μόνας τα φυτά/κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν». Μήπως τώρα θα πρέπει να το αποδεχόμαστε ως μια μοίρα που μας έλαχε;
Η καλύτερη απάντηση σε αυτήν την ερώτηση νομίζω πως είναι οι τελευταίοι στίχοι τουποιήματος. Κατά μάνα κατά κύρη/Τρέχουν τα δάκρυα βροχή./Βροχή μου./Βροχούλα μουσκεμένη. Τα κάναμε μούσκεμα δηλαδή. Μουσκέψαμε ακόμη και τη βροχή…

Η αίσθηση της διαρκούς κρίσης αμβλύνει τις αντιστάσεις ή δημιουργεί μέσα μας καινούργια αντισώματα ζωής;
Συμβαίνουν και τα δύο νομίζω. Δεν είμαι ειδικός, μιλάω με την κοινή  λογική. Αλλά  η κοινή λογική δεν είναι σωστή πάντα. Πολύ συχνά στην Επιστήμη και την Τέχνη «το ένα και ένα» δεν κάνει πάντα δύο αλλά τρία ή πέντε…

Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μιχάλη Γκανά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

– Φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με τους εαυτούς μας; Η καραντίνα μας τοποθέτησε απέναντι στο αντεστραμμένο είδωλό μας.
Δεν υπάρχει δυσκολότερος συγκάτοικος από τον εαυτό μας. Ίσως γιατί είναι αυτός που μας ξέρει καλύτερα από τον καθένα. Επειδή όμως ξέρουμε κι εμείς κάτι δικά του μυστικά υπάρχει μεταξύ μας μια πολύ εύθραυστη ισορροπία.

– Η τέχνη βοηθάει; Η ποίηση μπορεί να γίνει ιαματική;
Ναι, η Τέχνη βοηθάει. Και η μεγάλη τέχνη και  αυτή  με το  μικρό ταυ. Η καθημερινή τέχνη. Αυτή που μας βοήθησε  να σταθούμε τόσο μεγάλο διάστημα  στα πόδια μας, διαβάζοντας αγαπημένα βιβλία, βλέποντας  αξέχαστες ταινίες και σειρές στην Τηλεόραση, ακούγοντας  διάσημες Όπερες  αλλά και αλησμόνητα τραγούδια, βλέποντας Θεατρικές παραστάσεις και απολαμβάνοντας τους καρπούς Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, που μόνο ξένοι δεν είναι. Όσο για την ποίηση, την Τέχνη με τους λίγους αλλά φανατικούς αναγνώστες, μπορεί να κάνει θαύματα αρκεί να στήσει κανείς το αυτί του και να αφεθεί στην μαγεία της, χωρίς να νοιάζεται για το… τι θέλει να πει ο ποιητής. Τότε η ποίηση μπορεί να γίνει  ιαματική και παραμυθητική  για τον ίδιο τον ποιητή αλλά και τους αναγνώστες του.

«Η φτώχια δεν είναι πια αποκλειστικό προνόμιο  των ποιητών. Είναι δικαίωμα όλων των Ελλήνων πλέον».

– Επικαλούμαι ξανά έναν στίχο σας: «Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες». Γραμμένος πριν από χρόνια, ωστόσο, πιο τωρινός από ποτέ. Τι άλλο μέλλει να μας έρθει;
Νομίζω πως έχουμε φθάσει  σ΄ένα  κρίσιμο σταυροδρόμι. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που η ανθρωπότητα  δεν ξέρει τι την περιμένει. «Έρχονται νύχτες βροχερές  βαμβακερές ομίχλες/ τ΄αλεύρι  γίνεται σπυρί, ύστερα στάχυ/ θροϊζει με πολλά δρεπάνια/ αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα/Βλέπω το υφαντό του κόσμου  να ξηλώνεται/ και τρέμω μην κοπεί το νήμα». Μακάρι να ξεπεράσουμε το πρόβλημα με τον ιό σύντομα και να ξυπνήσουμε από αυτή τη νάρκη.

– Ο κόσμος έχει την εντύπωση πως ένας ποιητής ζει και ποιητικά. Τι σημαίνει να είναι κανείς ποιητής στις μέρες μας;
Τι σημαίνει  να είναι κανείς ποιητής στις μέρες μας; Να ζει ποιητικά, νομίζει ο κόσμος. Μερικοί ζούνε όντως ποιητικά άλλοι όχι. Και τι θα πει ποιητικά; Παράξενο ντύσιμο, περίεργο βλέμμα, μακριά μαλλιά να τα παίρνει ο άνεμος; Και φτώχια, φτώχια, φτώχια… Τέλος πάντων. Η φτώχια δεν είναι πια αποκλειστικό προνόμιο των ποιητών. Είναι δικαίωμα όλων των Ελλήνων πλέον.

– Πώς προέκυψε η ποίηση στη ζωή σας;
Εντελώς τυχαία. Όπως συμβαίνουν τα καλύτερα.

-Πέρασε ποτέ από το μυαλό σας να σταματήσετε να γράφετε;
Ποτέ! Μήπως θα ‘πρεπε;

– Μπορεί κανείς να εμπνευστεί από την πανδημία; Να δημιουργήσει ένα έργο για το σήμερα;
Φυσικά και μπορεί. Και ένας και δύο και τρεις. Πάντως εγώ δεν θα μπορούσα. Είμαι αργός. Πολύ αργός. Νομίζω ότι η ίδια η Ποίηση είναι η τέχνη της βραδύτητος. Δεν βιάζομαι, δεν κρατάω μπλοκάκι, δεν σημειώνω. Αφήνω ήσυχα τα γεγονότα, τις εμπειρίες, τα συναισθήματα να σιτέψουν  και κάποια στιγμή θέλουν να μιλήσουν. Και τότε γράφω.

«Εχουμε πολλούς και καλούς νέους ποιητές και ποιήτριες. Είναι ταλαντούχοι, γλωσσομαθείς, μεταφραστές και πολύ διαβασμένοι».

Θα μάθουμε, λέτε, κάτι από αυτή την περιπέτεια; Θα γίνουμε «καλύτεροι» άνθρωποι;
Σίγουρα κάτι θα μάθουμε, αρκεί να επιβιώσουμε. Δεν είναι αυτονόητο. «Καλύτεροι» άνθρωποι δεν θα γίνουμε. Γιατί το κακό είναι ενοφθαλμισμένο βαθιά – βαθιά στο DNA μας. Έχουμε ρημάξει τον πλανήτη μας τόσο βέβηλα και ακραία που δείχνει να έχει «ενοχληθεί» κι αυτό θα το πληρώσουμε.

– Αποδείχθηκε πως μέσα στην κρίση αναζητούμε ένα πρόσωπο να αφήσουμε πάνω του όλους τους φόβους μας. Στην Ελλάδα αναδείχθηκε η μορφή του κ. Τσιόδρα. Είναι λογικό αυτό;
Δεν είναι λογικό. Αλλά είναι ανθρώπινο. Πολύ ανθρώπινο, δεν νομίζετε;

– Ο χώρος του βιβλίου έχει χτυπηθεί πολλάκις τα τελευταία χρόνια, τώρα ακόμη περισσότερο. Φοβάστε κάτι για το μέλλον των εκδόσεων;
Είναι κάτι που το ζω από κοντά. Όπως ξέρετε η γυναίκα μου, η Πόπη Γκανά έχει τις εκδόσεις Μελάνι εδώ και 19 χρόνια. Πέρασε όλη την κρίση των μνημονίων και τώρα έρχεται η Μεγάλη Κρίση του κορωνοϊού. Ετοιμάζεται να την υποδεχτεί, με όσο σθένος της απομένει και ο Θεός βοηθός. Οι εκδότες είναι σε απελπιστική κατάσταση όπως και όλη η χώρα.

«Είμαι πολύ χαρούμενος  γιατί η Μυρσίνη ακολούθησε μεν τον ποιητικό δρόμο αλλά φρόντισε να μείνει μακριά από  τα δικά μου μονοπάτια».

– Η Μυρσίνη, η κόρη σας, ακολουθεί τον ποιητικό δρόμο όπως εσείς. Πώς αισθάνεστε γι’ αυτό; Εχετε άγχος; Την συμβουλεύετε;
Είμαι πολύ χαρούμενος  γιατί η Μυρσίνη ακολούθησε μεν τον ποιητικό δρόμο αλλά φρόντισε να μείνει μακριά από  τα δικά μου μονοπάτια.  Σε αντίθετη περίπτωση θα είχαμε πρόβλημα και οι δύο. Είμαι επίσης χαρούμενος γιατί το βιβλίο της «Τα Πέρα Μέρη» (εκδ. Μελάνι) είναι εξαιρετικό και είχε πολύ καλή υποδοχή από την κριτική και τους αναγνώστες. Είμαι ευτυχής γιατί δεν χρειάζεται να την συμβουλεύω. Μακριά κι αγαπημένοι λοιπόν.         

– Έχουμε καλούς νέους ποιητές στη χώρα μας;
Ναι, έχουμε πολλούς και καλούς νέους ποιητές και ποιήτριες. Είναι ταλαντούχοι, γλωσσομαθείς, μεταφραστές και πολύ διαβασμένοι.

– Η Ελλάδα είναι μια ποιητική χώρα ή τα τελευταία χρόνια χάσαμε τον δημιουργικό μας οίστρο;
Μπορεί να έχουμε τα πάνω και τα κάτω μας  αλλά κάθε γενιά βγάζει 5- 6 σημαντικούς ποιητές. Δεν είναι λίγο.

 

//Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Παρακολούθησε νομικά χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών.
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το βραβείο Καβάφη και το 2011 από την Ακαδημία Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το σύνολο του ποιητικού έργου του.

 

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Μαυρουδής –  «Θα τον ξεχάσουμε τον ιό. Η ζωή έχει πάντα τον χαρακτήρα μιας υπόσχεσης»

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top