Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης συνέδεσε το όνομά του με τον Μίκη Θεοδωράκη. Κι όμως, στην επανασύνδεσή τους υπήρξε ενδιαφέρον παρασκήνιο.

Πέρασε και το ξόδι του Μίκη, αλλά δεν κοπάζει το ενδιαφέρον του κόσμου για τις στιγμές του (και τις μουσικές του, που μας δονούν αδιαλείπτως δύο βδομάδες τώρα: πόση ήταν η πικρία του που τελευταία έμεναν στα αζήτητα όσο ζούσε…). Γράφτηκαν και ακόμα γράφονται αμέτρητα μαρτυρικά για την σπουδαία του προσωπικότητα. Βέβαια, πάντοτε όταν φεύγει ένας Μεγάλος, βρίσκουν θεμιτή ευκαιρία αυτοπροβολής πολλές ματαιόδοξες μικρότητες που έτυχε κάποτε να διασταυρωθούν με το διακριτό διάβα του.

Σπεκουλάροντας στην γνωριμία τους, προσπορίζονται έτσι κάποιο όφελος επικαλούμενες κάμποσα καλά λόγια που κάποτε έτυχε να τους επιδαψιλεύσει εκείνος, οπότε να συμπεράνουμε ότι και αυτές είναι σπουδαίες. Κάπως έτσι κι εμείς -και να μας συγχωράτε- δεν κρατιόμαστε και ολισθαίνουμε παρομοίως, αποκαλύπτοντας εδώ μια άγνωστη «παρα-ιστορική» συνάντηση, που πιστεύουμε ότι αξίζει να δημοσιοποιηθεί.

Αφότου ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε μεταδικτατορικά στην Ελλάδα, δεν μιλιόταν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Μια ψυχρότητα που έπρεπε να τελειώσει

Οι παλιότεροι ξέρουν ότι αφότου ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε μεταδικτατορικά στην Ελλάδα, δεν μιλιόταν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ήταν χολωμένος που ο κορυφαίος του τραγουδιστής αβασάνιστα είχε με το καλημέρα «προσκυνήσει» την Χούντα. Και λίγο αργότερα πρωταγωνιστούσε στις κοσμικές στήλες ως «Σερ Μπιθί», κάνοντας ελαφρολαϊκή καρριέρα με άνοστες επιτυχιούλες. Και προφανώς ουδέποτε σκέφτηκε να στηρίξει έστω και υπαινικτικά τον αντιδικτατορικό αγώνα των φίλων του.

Δυσκολευόταν μεν, βέβαια, ο Μίκης να του το συγχωρέσει, αλλά έλα που είχαν περάσει κοντά δύο χρόνια από την κατάρρευση της Χούντας και παρόλες τις πετυχημένες συναυλίες του, το κενό ήταν εμφανές. Δεν γινόταν να παρουσιάσει το μάγκνουμ όπους του, το Άξιον Εστί, χωρίς την «ξυλένια» φωνή του Μπιθικώτση, η οποία είχε ανεπιστρόφως καταστεί ταυτότητά του. Έπρεπε κάτι να γίνει, να βρεθεί τρόπος να ξαναφιλιώσουν οι δύο άντρες.

Στο κάτω κάτω, είχε πει του Μίκη κάποια ψυχή, να μην κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Μπορεί αυτός να ήταν το παλληκάρι που τόλμησε να περιφρονήσει αγέρωχα τους δικτατορίσκους, αλλά, καθώς το 99% των Ελλήνων ήτανε «προσκυνημένοι»1, ας την χάριζε και του Γρηγόρη…

Ο Μίκης ήταν συναρπαστικός όταν περιέγραφε μια αντιστασιακή ενέργεια ή  και μια «γκομενοδουλειά» σε κάποια μεγαλούπολη του ανατολικού μπλοκ.

«Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης» (Κ.Π.Ε.) και Μίκης

Ήταν αρχές του 1976, όταν ο Μίκης, έχοντας ήδη ιδρύσει με τον Αντρέα Λεντάκη, τον  Βύρωνα Σάμιο και άλλους φίλους το ‘Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης’, υλοποιούσε άμεσα μια έξυπνη πολιτιστική πρότασή του: την «Επιχείρηση Καμιονέττα». Επρόκειτο για μια μουσική περιοδεία του Μίκη σε όλη την Μακεδονία, με ένα μικρό καμιόνι που πίσω έφερε ένα πιάνο τοίχου, παρέα με εναλλασσόμενες μπουατικές φωνές κάθε βράδυ σε μια καινούργια πόλη.

Εννοείται ότι για όσους έζησαν από κοντά αυτή την περιοδεία, η εμπειρία Μίκης ήταν αποκαλυπτική. Σε δύο βδομάδες (και από την πρώτη στιγμή) είχε γίνει σαφές ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν Ολύμπιος. Το χάρισμά του δεν ήταν μόνο μουσικό. Δεν ήταν εμπνευστικός μόνο όταν έπαιζε και τραγουδούσε κάτι στο πιάνο είτε σου διηγείτο με τα εκφραστικά του θεόρατα χέρια μια λεπτομερή ιστορία για το πώς συνελήφθη κάποια μουσική.

Ήταν συναρπαστικός και όταν περιέγραφε μια αντιστασιακή ενέργεια ή  και μια «γκομενοδουλειά» σε κάποια μεγαλούπολη του ανατολικού μπλοκ, στο πλαίσιο μιας «ειδικής αποστολής» προκειμένου να αλλάξει πολιτική μια χώρα επί συγκεκριμένου κρίσιμου διεθνούς ζητήματος. Γοητευτικός εξ ίσου ομιλητής ήταν και όταν τόξευε προς το ακροατήριο την πιο άσχετη χαριτωμένη ιστοριούλα που έβγαζε από την φαρέτρα του, την παραγεμισμένη από τις εκατό ζωές που είχε ζήσει ως τότε.

Το δείπνο της επανασύνδεσης πραγματοποιήθηκε στην ταβέρνα «Το στέκι του Νιόνιου» (μπαίνοντας, στο πρώτο τραπέζι δεξιά δίπλα στην τζαμαρία) στην Βασιλίσσης Όλγας, στο Φάληρο.

Το καστ της συνάντησης

Αυτή την «Επιχείρηση» έτυχε να την διαχειριστεί η παρέα2 μου, ως ‘οργανωτικά στελέχη του Κινήματος’, τύπου κομισσάριοι φυτευτοί από τα κεντρικά. Εγώ ήμουν και ξένος προς το Θεσσαλονικιό καλλιτεχνικό σταφφ και λίγο «ξινός» ως προς τις απόψεις. Αλλά η δουλειά μας στέφθηκε με  επιτυχία. Έτσι κάπως, βρέθηκα να αναλάβω και την σημαντικότερη επόμενη δοκιμασία, που ήταν η (πρώτη πανελλαδικά3 για το Κ.Π.Ε.) διοργάνωση μιας μεγάλης συναυλίας στο «Θέατρο Χατζώκου»4 στην Πλατεία Αριστοτέλους (Θεσσαλονίκη).

Άλλωστε, ήδη ο Μίκης με είχε συμπαθήσει από τον συγχρωτισμό της περιοδείας. Όχι τόσο επειδή ήμουν λειτουργικά διεκπεραιωτικός, αλλά κυρίως γιατί του προκαλούσαν ενδιαφέρον οι αιρετικές έως ανάποδες πολιτικές ιδέες που ξεδίπλωνα στις «μικρές» ώρες, όταν μέναμε εμείς-κι-εμείς.

Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, το έφερε η τύχη ο Μίκης να σχεδιάζει την επανασυμφιλίωσή του με τον Μπιθικώτση. Η συνεννόηση γινόταν με τον Γιάννη Στεφανίδη5, παλιό του φίλο από τους Λαμπράκηδες και ηγετικό στέλεχος του Κ.Π.Ε., για ένα δείπνο με τον Γρηγόρη, όπου θα έκλειναν οι πληγές της μεταξύ τους ψυχρότητας. Και μια που εγώ ήμουν η συμπαθητική γνωριμία των ημερών, αποφάσισε να με καλέσει και μένα. Βέβαια, αυτό ήταν περίεργο, καθώς εγώ ήμουν εντελώς άσχετος για τέτοια περίσταση, μια που ποτέ δεν είχαμε γνωριστεί άλλοτε με τον «Σερ», οπότε η παρουσία μου θα του προκαλούσε αμηχανία.

Οι δύο άντρες άρχισαν να τα λένε όταν έσπασε ο αρχικός πάγος.

Η συνάντηση

Είχε, λοιπόν, φτάσει η στιγμή που θα ξανασυναντιόταν για πρώτη φορά ο Μίκης με τον Γρηγόρη μετά από σχεδόν μια δεκαετία. Το δείπνο πραγματοποιήθηκε στην ταβέρνα «Το στέκι του Νιόνιου» (μπαίνοντας, στο πρώτο τραπέζι δεξιά δίπλα στην τζαμαρία) στην Βασιλίσσης Όλγας, στο Φάληρο. Εγώ, περιδεής, δεξιά μου ο Μίκης, αριστερά ο Στεφανίδης και απέναντι ο Μπιθικώτσης, που γρήγορα κατάλαβα ότι μάλλον ήταν περιδεέστερος εμού.

Στην αρχή έπεσαν οι παγωμάρες με διάφορα αστειάκια ποντιακά που έλεγε ο Γιάννης, μετά ο Μίκης άρχισε να εξηγεί στον Γρηγόρη πώς φτιάχτηκε και τι πλάνα έχει το ‘Κίνημα’ (Κ.Π.Ε.) και μετά τα πρώτα ποτηράκια οι γλώσσες λύθηκαν. Εννοείται ότι εγώ, παρά τα ειωθότα, έλεγα λιγότερα από όσα άκουγα.

Η συζήτηση μπήκε στο ψητό και άρχισε να χοντραίνει, ο Μίκης μιλούσε σκληρά για την γνωστή «προδοσία» του Γρηγόρη, ο οποίος σιγά σιγά, όπως ήταν και αναμενόμενο, άρχισε να καταρρέει. Προέβαλε, βέβαια, τα γνωστά και κάπως εύλογα, ότι «εγώ δεν άντεχα άλλες ταλαιπωρίες, με εκβιάσανε και υπέκυψα, για την οικογένειά μου, δεν ήμουνα και τόσο σκληρός όσο εσύ Μίκη» κτλ. «Ναι αλλά δεν ήσουν ο μόνος που είχες οικογένεια, όλοι μας είχαμε, αλλά κρατηθήκαμε στο επίπεδο της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, μόνο εσύ λάκισες» κτλ, του αντέτεινε ο Μίκης.

 

Το κορυφαίο έργο του Μίκη Θεοδωράκη, «Το Άξιον Εστί», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο μεγαλόκαρδος Μίκης φαινόταν ολοφάνερα ότι εξ αρχής ήθελε μια συγγνώμη από τον Απολωλότα Γρηγόρη, αλλά και να του ανοίξει μια μεγάλη αγκαλιά και να τα ξαναβρούνε.

Το κρεσέντο και η κάθαρση

Με την κλιμάκωση της πίεσης εγώ αρχίζω να αισθάνομαι κάπως άσχημα. Ολοένα και περισσότερο ο Μπιθικώτσης καταρρέει και μαζί μέσα μου στιγμιαία κλονίζεται το εντυπωμένο μυθικό θηρίο που εμβληματικά λαλεί «Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν». Φοβάμαι ότι σε λίγο θα δω τον μεγάλο βράχο να πέφτει. Τότε τους λέω ότι μάλλον δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εκεί τέτοια στιγμή, μήπως να φύγω; Κάτσε κάτω, μου κατεβάζει το χέρι ο Μίκης, φίλοι είμαστε όλοι εδώ, κάτσε να μαθαίνεις πόσο σκληρή είναι η ζωή…

Ο Γρηγόρης πλέον με αγνοεί, όπως και τους τριγύρω θαμώνες, από την ένταση έχει χάσει τον έλεγχο, δεν νοιάζεται πια για το πρεστίζ του. Και συνεχίζει να ψελλίζει διάφορα γοερά τύπου «εγώ πάντα σε αγαπούσα», χωρίς την χαρακτηριστική του ξερική λεβεντιά, εκλιπαρώντας τον οίκτο του Μίκη. Τότε εκείνος του απαντάει με την φοβερή ατάκα: «Έλα, μωρέ Γρηγόρη, αυτά είναι ερωτικά!…». Ο Γρηγόρης ξεσπάει στα κλάματα, πέφτει στην αγκαλιά του Μίκη, σηκώνονται όρθιοι αγκαλιασμένοι, τώρα και οι δύο συγκινημένοι. Ταβέρνα και θαμώνες ακινητοποιημένοι, αποσβωλωμένοι όλοι κοιτάνε τις δύο γνωστές φιγούρες. Το δράμα έχει λήξει.

Ο μεγαλόκαρδος Μίκης φαινόταν ολοφάνερα ότι εξ αρχής ήθελε δύο πράγματα. Και να απαιτήσει στεγνά μια συγγνώμη από τον Απολωλότα Γρηγόρη, αλλά και να του ανοίξει μια μεγάλη αγκαλιά και να τα ξαναβρούνε (η Ιστορία έδειξε ότι είχε ακόμα πλάνα σημαντικά για τον Τραγουδιστή του, άλλωστε). Ίσως η παρουσία μου εκεί να ήταν η (αρχικά σχεδιασμένη από τον Μίκη) τιμωρία για τον ντροπαλό Μπιθικώτση, που με κοίταγε διαρκώς σε στυλ «οκ, να ζητήσω συγγνώμη, αλλά γιατί με κουβαλήσατε εδώ να ταπεινωθώ μπροστά σε αυτό το άγνωστο παιδαρέλι; Δεν γινόταν να εξηγηθούμε κάπου μόνοι μας εγώ με τον Μίκη;». Έτσι, λοιπόν, σχεδόν ανεπαισθήτως, ίσως και αναξίως, έτυχε να είμαι παρών στην ιστορική επανασύνδεση του Όλυμπου με τον Κίσσαβο.

***

Από εκείνο το βράδυ οι δυο τους ξαναρχίζουν να είναι κολλητοί, μπαίνουν μπροστά τα σχέδια για τις μεγάλες συναυλίες και τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Ελάχιστες βδομάδες αργότερα προέκυψε και αυτό το αριστούργημα στο σπίτι Μίκη στη Νέα Σμύρνη.

Έκτοτε εγώ άρχισα να φεύγω για άλλα και ουδέποτε ξανασυναντήθηκα με τον Μίκη, ούτε φυσικά και με τον Μπιθικώτση. Την έκφραση «Έλα, μωρέ, αυτά είναι ερωτικά!» την έχω έκτοτε λατρέψει και την χρησιμοποιώ συχνά, όποτε έρθει κάποια ανάλογη περίσταση. Και τότε πάντα θυμάμαι εκείνη την παλιά ευτυχή συνάντηση με τον Μίκη.

 

Υστερόγραφο

Πολλά γράφτηκαν δυο βδομάδες τώρα για τον Οικουμενικό Έλληνα Μίκη, όμως, υπολείπονται ορισμένα ακόμα.

 


Παραπομπές

1. Στα μαθητικά μικράτα μου επί Χούντας, μαζί με τις ροκιές, είχα τα άπαντα του Μίκη και τα άκουγα καθημερνώς. Με την πτώση της, βλέποντας ότι σούμπιτο το έθνος των χουνταίων ξεσάλωνε αλύπητα τραγουδώντας Μίκη (ίσως και επιδιώκοντας δολίως/ιδιοτελώς να αλλάξει ταυτότητα), άρχισα να κρατάω μια απόσταση. Αλήθεια, το είχε νιώσει ο Μίκης (δεν τόλμησα να τον ρωτήσω στα ίσα) ότι η μουσική του είχε καταστεί πλέον η γλώσσα του Βασικού Εγχειρίδιου του Λαϊκισμού;

Εγώ το ένιωσα, καθώς έτυχε να ακούσω έγκαιρα και τον ‘Πολιτευτάκια’ του Σαββόπουλου. Έτσι, βιώνοντας ως ενοχλητική την κυριαρχία των μιμητών του Μίκη (τύπου Θωμάς Μπακαλάκος κα), ευτύχησα/ευεργετήθηκα να μπω στον κόσμο της κλασικής, της τζαζ και του ρεμπέτικου. Μεταχουντικά, λοιπόν, η περίοδος του Κ.Π.Ε. απετέλεσε ένα μικρό μόνο διάλειμμα Μικισμού στην μουσική μου ζωή. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε την τελευταία τριακονταετία, οπόταν η περιφρόνηση του λαϊκισμένου-πλάστικ κοινού στα Θεοδωράκεια μουσουργήματα με βοήθησε να ξανανιώσω πόσο θεσπέσια υπήρξαν.

2. Κάνω ιδιαίτερη μνεία της ζωηρής μας τετράδας/παρέας: Χρήστος Ιωαννίδης, Σίμος Κοτσίνας (δευτεροετείς Νομικής, συμφοιτητές του Βαγγέλη Βενιζέλου, έκτοτε δεν έμαθα τι απέγιναν), Γιάννης Παπαδόπουλος κι εγώ (δευτεροετείς Πολ. Μηχανικοί). Ήμασταν πολιτικά ανήσυχοι και ανέστιοι δεκαενιάχρονοι αμφισβητίες του Μ-Λ. Και βρεθήκαμε στο Κ.Π.Ε., επειδή δεν βρίσκαμε κάποιο κόμμα που να μυρίζει την ρεαλιστική ουτοπία μας. Ακόμα, κάναμε πως δεν καταλαβαίναμε την αντίφαση: δεν ήταν το Κ.Π.Ε. ο τόπος που γυρεύαμε. Επρόκειτο για one season stand, όχι για σοβαρή σχέση, αν μ’ εννοείτε.

3. Άλλωστε το Κ.Π.Ε. είχε στην Θεσσαλονίκη την καλύτερη πανελλαδικά οργάνωσή του. Πιθανότατα διότι βρεθήκαμε εμείς οι λίγοι διψασμένοι για πολιτική δράση πιτσιρικάδες, που δημιουργήσαμε κατάλληλο απαραίτητο γραφειοκρατικό σκελετό υποδοχής και αφομοίωσης των πολλών νεολαίων και καλλιτεχνών που το πλαισίωσαν. Ελάχιστους μήνες αργότερα φάνηκε ότι το Κίνημα ήταν λίγο για να χωρέσει τις εκφραστικές ανάγκες της πολιτικής μας ανησυχίας.

Γιατί εμείς σερφάραμε απολαυστικά στο ανθοφόρο κύμα αναθεωρητισμού που ετοιμαζόταν να εξαερώσει τον Μαρξισμό-Λενινισμό στην Ιταλία του Μπερλινγκουέρ (ο οποίος κλιμακωτά έπαιρνε την σκυτάλη από τους Γκράμσι και Τολιάτι), αλλά αυτό ήταν άσχετο με το Κ.Π.Ε. Έτσι, η ‘παρέα’ μας το εγκατέλειψε και σχεδόν άμεσα αυτό ατόνησε και στέρεψε, μη έχοντας πλέον την γραφειοκρατική σκαλωσιά που το κράταγε όρθιο. Εμείς πήγαμε πακέτο στην Σπ.Οργ.ΕΔΑ (ΕΔΑ σπουδάζουσα), όπου βγάλαμε τα σώψυχά μας έως την ήττα της ‘Συμμαχίας’ το 1977, οπότε και εφεξής εγκαταλείψαμε οριστικά κάθε συμμετοχή σε κομματικές διεργασίες. Ίσως επειδή είχαμε ζήσει δυνατά εκείνο τον γραφειοκρατικό κυνισμό της εξουσίας, που προκαλεί συνειρμούς τύπου «εγνώρισα τον άνθρωπο κι αγάπησα τα ζώα».

4. Σχετικά με το Θέατρο Χατζώκου διαβάστε εδώ.

5. Ο Γιάννης Στεφανίδης, λίγο πριν μας αφήσει χρόνους πρόπερσι, αποτύπωσε την λίαν ενδιαφέρουσα ζωή του στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Οδοιπορικό προς την ελευθερία». Προδικτατορικά υπήρξε από τα ζωηρά παιδιά που πάλεψαν μαζί με τον Μίκη από τον αριστερό δρόμο για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της ανολοκλήρωτης δημοκρατίας μας. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι τότε παντού διεθνώς επικρατούσε ο Μακαρθισμός και μόνο η τότε ευγενής διωκόμενη Αριστερά προετοίμαζε/κινητροδοτούσε την επικείμενη φιλελεύθερη δημοκρατία, διεκδικώντας χαμένα αυτονόητα πολιτικά δικαιώματα.

Το βιβλίο του Γιάννη Στεφανίδη «Οδοιπορικό προς την Ελευθερία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.

Ο Στεφανίδης ήταν από εκείνους που δίνουν αξία στην έννοια της λαϊκότητας, αν και ενίοτε χαριτωμένα άγγιζε τα μικρά όρια του λαϊκισμού. Τόνιζε υπερήφανα την ποντιακή καταγωγή του και έσπερνε χαρά όπου περνούσε. Με την παρέα μας βρισκόταν σε ευγενή (και πάντως όχι εχθροπαθή) ανταγωνισμό η παρέα του, καθώς εύλογα μας ειρωνευόταν ως Γκραμσιανούς, οπότε κι εμείς τους αντιλέγαμε Γκαρντασιανούς (είχαν καταργήσει την κλήση «σύντροφοι!» υιοθετώντας την προχώ τότε κλήση «(Γ)καρντάσια!»).

Η ζωή έδειξε φυσικά, ότι το Κ.Π.Ε. είχε μάλλον ανάγκη από περισσότερους πρακτικούς Γκαρντασιανούς και λιγότερους κουλτουριάρηδες Γκραμσιανούς. Μετά από σαραντατόσα χρόνια, αυτό ήθελα να του εξομολογηθώ λίγο πριν πεθάνει, όταν, μέσω του κοινού γνωστού Αλέξανδρου Περτσινίδη, τυχαία ανέκτησα τηλεφωνική επαφή μαζί του τότε. Επιδίωξα να τον συναντήσω, αλλά δυστυχώς δεν έγινε εφικτό λόγω ανάδρομων συγκυριών.

 

Διαβάστε ακόμα: Και μετά το φευγιό του Μίκη, η Ελλάδα των μεγάλων συνθετών είναι ακόμα ζωντανή.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top