Το πωλητήριο του Μουσείου της Ακρόπολης είναι από τα λίγα που λειτουργούν κανονικά, χάρη στο διαφορετικό του νομικό καθεστώς. (Φωτογραφία: Μουσείο Ακρόπολης)

Εκατομμύρια επισκέφθηκαν φέτος τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της υπόλοιπης χώρας για να θαυμάσουν τις μοναδικές συλλογές. Δυστυχώς μόνο ένα μικρό ποσοστό επέλεξε για τις αγορές αναμνηστικών τα πωλητήρια των μουσείων, αφού τα περισσότερα παραμένουν για δεύτερο χρόνο κλειστά ή υπολειτουργούν, προσφέροντας μια διόλου ελκυστική σειρά αναμνηστικών.

Κι όμως, μόλις πριν από δύο χρόνια, το 2015, η ανακοίνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων για την αναγκαία και πολυαναμενόμενη ανανέωση των πωλητηρίων της δικαιοδοσίας του, είχε γίνει δεκτή με ενθουσιασμό. Τα γραφιστικά σχέδια που αναδείχθηκαν από τον ανοιχτό διαγωνισμό ήταν μοντέρνα και πρωτότυπα – με άλλα λόγια ανταποκρίνονταν πλήρως στα διεθνή πρότυπα. Δυστυχώς η επόμενη φάση του διαγωνισμού κόλλησε στους αυστηρούς όρους του διαγωνισμού που έθεσε το ΤΑΠ αλλά και στις αντιδράσεις των προηγούμενων διαχειριστών των πωλητηρίων. Κάπως έτσι το καλοκαίρι του 2016 βρήκε κλειστά τα πωλητήρια μουσείων και αρχαιολογικών χώρων με μεγάλη επισκεψιμότητα, όπως του Ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Από τη σαρωτική κατάσταση γλίτωσε το πωλητήριο του Μουσείου της Ακρόπολης που χάρη στο διαφορετικό του νομικό καθεστώς μπορεί και λειτουργεί ανεξάρτητα, και φυσικά τα ιδιωτικά μουσεία τα πωλητήρια των οποίων διαπρέπουν εδώ και χρόνια.

Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα δεν έχει βρεθεί λύση. Το ΤΑΠ αποφάσισε ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και άλλα κεντρικά πωλητήρια μουσείων θα πωλούν το ίδιο εμπόρευμα που πωλούσαν παλιότερα, όπως π.χ. τα βαριά και δυσκίνητα αντίγραφα των συλλογών που δύσκολα ένας τουρίστας θα αποφασίσει να μεταφέρει πίσω στην χώρα του.

Την ίδια περίοδο ο ελληνικός τουρισμός γνωρίζει πρωτόγνωρη άνθηση με τις συνολικές αφίξεις να πλησιάζουν τα 30 εκατομμύρια για το 2017, καταρρίπτοντας το περσινό ρεκόρ των 27 εκατομμυρίων αφίξεων. Με το μακροχρόνιο πλέον πρόβλημα ρευστότητας να ταλανίζει τη χώρα και την κρίση να καλπάζει, ο τουρισμός είναι ένας βασικός πυλώνας της οικονομίας και από τους ελάχιστους σε ανάπτυξη. Επί του παρόντος αντιπροσωπεύει το 18% του ΑΕΠ, ενώ ένας στους 4 εργαζόμενους στην Ελλάδα απασχολείται σε επιχείρηση σχετική με τον τουρισμό. Αλλά και τα έσοδα των μουσείων έχουν ενισχυθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα – σημειώνοντας αύξηση 55% το πρώτο οκτάμηνο του 2016 σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2015.

Tα υψηλής αισθητικής αναμνηστικά που οι τουρίστες βρίσκουν να αγοράσουν όχι μόνο θα στολίσουν τα σπίτια τους αλλά θα λειτουργούν τους επόμενους μήνες και ως διαφήμιση.

Με δεδομένη τη θετική αύρα στον τομέα του τουρισμού λοιπόν, γεννάται δικαιολογημένα το ερώτημα εάν έχει σημασία η κατάσταση που επικρατεί στα πωλητήρια των μουσείων. Και η απάντηση είναι «ναι». Και εξηγούμε: ο τουρίστας αντιμετωπίζει τις παροχές στη χώρα διακοπών ως ένα συνολικό πακέτο και -ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας- αυτό θα πρέπει να είναι άψογο, ώστε να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητά του.

Μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι κάποιοι από τους λόγους που οδήγησαν σε αύξηση αφίξεων είναι εφήμεροι και εύκολα αντιστρέψιμοι, όπως είναι η ασφάλεια της Ελλάδας σε σχέση με τις γείτονες χώρες. Οι τουρίστες μπορεί να αποφάσισαν και φέτος να ταξιδέψουν στη δική μας χώρα αντί για την Τουρκία, την Αίγυπτο ή την Τυνησία, λόγω των απανωτών τρομοκρατικών χτυπημάτων αλλά και της πολιτικής αστάθειας. Του χρόνου όμως αυτή η τάση μπορεί να ανατραπεί καθιστώντας το περιθώριο διατήρησης ενός βιώσιμου τουριστικού brand μικρό όσο και εύθραυστο.

Και ναι, τα πωλητήρια μουσείων μπορούν να βοηθήσουν. Με τον πολιτιστικό τουρισμό σε άνοδο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, τα μουσεία επενδύουν στην παροχή εξαιρετικών περιφερειακών υπηρεσιών. Ιδίως τα πωλητήρια φροντίζουν ώστε η προσφορά τους να είναι υψηλής ποιότητας, πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Τα υψηλής αισθητικής αναμνηστικά που οι τουρίστες βρίσκουν να αγοράσουν όχι μόνο θα στολίσουν τα σπίτια τους αλλά θα λειτουργούν τους επόμενους μήνες και ως διαφήμιση, καθώς θα γίνουν αφορμή για συζητήσεις σχετικές με διακοπές, ανάμεσα στους οικοδεσπότες και τους φίλους τους.

Ένα ακόμα αξιόλογο πωλητήριο είναι αυτό του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης που όμως δεν ανήκει στο ΤΑΠ αλλά στο Ίδρυμα Γουλανδρή. (Φωτογραφία: Cycladic Shop)

Η έλλειψη λοιπόν μιας αναμενόμενης, πλέον, υπηρεσίας ενός μουσείου ή αρχαιολογικού χώρου σίγουρα αποτελεί δυσάρεστη έκπληξη και αναδίδει οσμή προχειρότητας και ερασιτεχνισμού. Την ίδια στιγμή ακυρώνει το προϊόν που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διαρκής υπενθύμιση της ελληνικής εμπειρίας ως τουριστικού προορισμού.

Επιπλέον, ματαιώνει τις συντονισμένες προσπάθειες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης να λειτουργούν ως τελικός προορισμός των τουριστών αντί για ενδιάμεσος σταθμός προς τα νησιά. Ο δήμαρχος της Αθήνας έχει επανειλημμένως αναφερθεί στην τεράστια σημασία των διαφόρων πολιτιστικών και αθλητικών γεγονότων που διοργανώνονται στην πόλη, συμπεριλαμβανομένης της Documenta 14 αλλά και της ανάδειξης της Αθήνας ως Παγκόσμιας Πρωτεύουσας Βιβλίου για το 2018. Τέτοιες πρωτοβουλίες αναμένονται να αυξήσουν τις αφίξεις πολιτιστικών τουριστών, για τους οποίους τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν κεντρικό σημείο των διακοπών τους – και που περισσότερο από κάθε άλλον αναπτύσσουν κριτική ματιά απέναντι σε χώρους που δεν ανταποκρίνονται στις διεθνείς προδιαγραφές.

Ο μέσος επισκέπτης σε αρχαιολογικό χώρο της Γαλλίας ξοδεύει στο πωλητήριο €6,5, ενώ στην Ελλάδα μόλις €0,2.

Κι αν αυτά φαίνονται μη-μετρήσιμα στοιχεία, τότε ας δούμε την αισθητή επίδραση των πωλητηρίων των μουσείων στα οικονομικά δεδομένα. Τα τελευταία χρόνια τα ελληνικά μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι υποφέρουν λόγω της οικονομικής στενότητας της χώρας που έχει οδηγήσει στη μειωμένη χρηματοδότηση του πολιτισμού. Ο κ. Ζαχόπουλος, διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, δήλωσε στον Guardian το Νοέμβριο του 2015: «Οι πρώτοι τομείς που επηρεάστηκαν από το πρόγραμμα λιτότητας της κυβέρνησης ήταν ο πολιτισμός, η εκπαίδευση και η υγεία». Η υποχρηματοδότηση δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από τα έσοδα που έφερε η πρόσφατη αύξηση των τιμών των εισιτηρίων. Ταυτόχρονα, η έλλειψη ελκυστικών προϊόντων στα πωλητήρια οδηγεί τα μουσεία σε μεγάλες οικονομικές απώλειες.

Στην Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, το 2012 τα μουσεία αντέδρασαν δημιουργικά στις περικοπές της κυβέρνησης αναδεικνύοντας τα πωλητήριά τους σε εμπορικούς κόμβους και πετυχαίνοντας πωλήσεις της τάξης των 100 εκατ. λιρών. Για να μεταφράσουμε αυτό το δεδομένο στην ελληνική πραγματικότητα αρκεί μια ματιά στην έκθεση της McKinsey (2011) σύμφωνα με την οποία ο μέσος επισκέπτης σε αρχαιολογικό χώρο της Γαλλίας ξοδεύει στο πωλητήριο €6,5, ενώ ο αντίστοιχος επισκέπτης αρχαιολογικού χώρου της Ελλάδας αγοράζει από το πωλητήριο αντικείμενα αξίας €0,2. Στην παρούσα οικονομική συγκυρία στην Ελλάδα, κάθε χαμένη ευκαιρία για ενίσχυση των οικονομικών πόρων κοστίζει ακριβά και έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις, όχι μόνο στο μουσείο αλλά και στον τουρισμό γενικότερα.

Παρά τα θετικά στοιχεία που προαναφέραμε, ο ελληνικός τουρισμός έχει να αντιμετωπίσει πλείστες προκλήσεις, όπως την ανησυχητικά χαμηλή μέση δαπάνη ανά ξένο τουρίστα στην Ελλάδα. Η Ολλανδική Στατιστική Υπηρεσία ανακηρύσσει την Ελλάδα ως τον φθηνότερο τουριστικό προορισμό στην Ευρώπη – ενώ η εξαιρετικά επιδραστική τουριστική ιστοσελίδα Skyscanner την κατατάσσει στους φθηνότερους παγκοσμίως. Αυτή η μείωση των δαπανών ανά τουρίστα, που είναι αντιστρόφως ανάλογη της αύξησης αφίξεων, καταγράφηκε στα καταχωρημένα κέρδη από τον τουρισμό για το 2016. Δυστυχώς, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος η καθοδική πορεία συνεχίστηκε και το πρώτο τετράμηνο του 2017. Ταυτόχρονα, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων επεσήμανε τα περιθώρια βελτίωσης, όπως τη συνδυαστική διατήρηση των βασικών στοιχείων της τουριστικής προφοράς σε χαμηλά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων των τιμών των ξενοδοχείων, και τη διαμόρφωση ενός ευρέος φάσματος υπηρεσιών και αγαθών για τους τουρίστες, ώστε να αυξηθούν οι παρορμητικές αγορές. Η ύπαρξη μοντέρνων πωλητηρίων στα μουσεία με ποιοτικά και προσεγμένα προϊόντα για όλα τα βαλάντια θα βοηθούσε προς αυτήν την κατεύθυνση.

Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, αν οι επισκέπτες ξόδευαν έστω και 5 ευρώ περισσότερα στα Ελληνικά μουσεία, τότε τα συνολικά έσοδα θα αυξάνονταν κατά 32,5 εκατ. ευρώ ετησίως

Κάνοντας μια απόλυτα ρεαλιστική υπόθεση, ακόμη κι αν οι μισοί από τα 13 εκατομμύρια τουριστών που επισκέπτονται τους ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία δελεάζονταν να ξοδέψουν έστω και 5 ευρώ περισσότερα ώστε να αποκτήσουν ένα όμορφο αναμνηστικό, τότε τα συνολικά έσοδα θα αυξάνονταν κατά 32,5 εκατ. ευρώ ετησίως, ενισχύοντας σημαντικά τα οικονομικά των ίδιων των μουσείων – και άρα επηρεάζοντας την αυτάρκειά τους. Βεβαίως, είναι οι πιο εύποροι τουρίστες που προσελκύονται από τα μουσεία, αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη αγοραστική ικανότητα και όρεξη για παρορμητικές αγορές, και τελικά αυτοί που ψωνίζοντας στο πωλητήριο του μουσείου δεν θα μειώσουν τις δαπάνες τους αλλού (σε άλλα μαγαζιά και υπηρεσίες εκτός μουσείου).

Στη σύγχρονη εποχή ας μην παραβλέπεται η σημασία του πωλητηρίου ενός μουσείου. Μπορεί να μη φαντάζει τόσο συναρπαστικό όσο άλλες εργασίες των πολιτιστικών φορέων, όπως η συντήρηση των ευρημάτων και η έκθεσή τους, όμως αποτελεί ένα πολύ καλό μέσον διαφήμισης του μουσείου. Η συναισθηματική αξία των αντικειμένων προς πώληση είναι τεράστια, αφού ταξιδεύουν πέρα από τους τοίχους του μουσείου και λειτουργούν ως προσκλητήριο για τη χώρα. Αποτελεί όμως και τον οικονομικό στυλοβάτη του μουσείου: σύμφωνα με τον αρχικό επίσημο προγραμματισμό, τα νέα πωλητήρια μουσείων θα αύξαναν τα έσοδα του ΤΑΠ κατά 600%, δηλαδή από 50 σε 300 εκατομμύρια ευρώ. Κάθε μέρα που περνάει χωρίς αυτά να λειτουργούν σημαίνει απώλεια εσόδων – εσόδων με ιδιαίτερη σημασία για τη βυθισμένη σε κρίση Ελλάδα.

 

//Η Βασιλική Μαρκάκη είναι μουσειολόγος, υπεύθυνη eLearning του Μουσείου Κυκλαδικής Ιστορίας.
Ο Ζήνωνας Ζαμπακίδης είναι οικονομολόγος, καθηγητής οικονομικών & business, IB Σχολής Μωραΐτη.

 

Διαβάστε ακόμα: Σαρωνικός – Τις πταίει; Γράφει ο Φίλιππος Δραγούμης.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top