Διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας για το απαξιωμένο άσυλο στα πανεπιστήμια οι μεν, μπάρμπεκιου στα Διαβατά οι δε. Οι δύο όψεις ενός παρωχημένου πολιτικού συστήματος (SOOC).

Να είναι έλλειμμα σκέψης; Μήπως αδυναμία να δουν πέραν του προφανούς; Ενδέχεται, πάλι, να είναι μια εδραιωμένη άποψη -μηδέποτε παραλλαγμένη- προς χάριν ευκολίας στην αναγνώριση. Το σίγουρο είναι ότι η Δεξιά και η Αριστερά στην Ελλάδα εμφανίζουν έναν καλά εμπεδωμένο αταβισμό ως προς τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται.

Αυτό στην καθομιλουμένη το λέμε «βαρεμάρα», «μούχλα», έλλειψη νέων ιδεών. Το όλον: ιδεοληψία. Αν δούμε τη συζήτηση που διεξάγεται στην Ευρώπη για το ποιο ενδέχεται να είναι το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας και της δεξιάς τα επόμενα χρόνια και τη συγκρίνουμε με τον δικό μας δημόσιο διάλογο (ο θεός να το κάνει), τότε η θλίψη είναι ante portas.

Είμαστε μέτοχοι σε ένα παρωχημένο πολιτικό παίγνιο και το χειρότερο είναι ούτε η οικονομική κρίση δεν βοήθησε τα κόμματα να αναστοχαστούν και να θέσουν νέες προτεραιότητες στις πολιτικές τους, να αφαιρέσουν στεγανά του παρελθόντος και να αναπτύξουν νέες ιδέες (ακόμη και κινηματικές).

Η εδραίωση σε έναν παλαιό κανόνα, δίχως μάλιστα να είναι χρυσός, οδηγεί τα δύο μεγάλα κόμματα σε σταδιακό μαρασμό. Αν αυτόν δεν έχει επέλθει ήδη.

Από τη δεκαετία του ’80 το ΚΚΕ έλιωσε σόλες στις ρούγες της Αθήνας για τη Νικαράγουα, τη Ν. Αφρική, την Καμπότζη και πλείστους άλλους «γείτονές» μας.

Κατ’ ουσίαν, για να μην έχουμε καμία αμφιβολία, η Δεξιά δεν γνωρίζει τι ποιεί η Αριστερά της και το αντίστροφο. Η απουσία ουσιαστικού διαλόγου ανάμεσα στους δύο πολιτικούς πόλους στη χώρα μας – ιδιαιτέρως για ζητήματα που αφορούν τη χώρα κι όχι αλλότρια εδάφη- δεν είναι τωρινό γεγονός.

Έχοντας επιλέξει ο καθένας το ακροατήριο στο οποίο απευθυνθεί και με καθαρογραμμένη ατζέντα θεμάτων, τα πολιτικά κόμματα  εμφανίζουν μια εμμονική διάθεση προσκόλλησης σε οικείους χώρους. Από τη δεκαετία του ’80 και εντεύθεν τόσο το ΚΚΕ όσο και οι λοιπές αριστερές δυνάμεις (και γκρουπούσκουλα) έλιωσαν σόλες στις ρούγες της Αθήνας για τη Νικαράγουα, τη Ν. Αφρική, την Καμπότζη και πλείστους άλλους «γείτονές» μας.

Στο όνομα ενός απαράβατου αντανακλαστικού που οριζόταν ως «διεθνισμός», οι αριστεροί (σε όλες τις εκφάνσεις τους) θεωρούσαν πως οφείλουν να έχουν το προνόμιο της αλληλεγγύης σε ξένες χώρες (όσο πιο μακρινές τόσο πιο ένθερμη και η υποστήριξη). Τα εδώ προβλήματα μπορούσαν να περιμένουν, άλλωστε πάντα θα υπάρχει ένα πολιτικό και κοινωνικό επέκεινα, όχι όμως και η κατάλυση της χούντας σε κάποια μπανανία της Λατινικής Αμερικής.

Τέτοιο διεθνιστικό ενδιαφέρον αν δεν είναι υποκριτικό (λέω κάτι μόνο για να το λέω), τότε μάλλον είναι μια ατυχής απόφαση να πετάς την μπάλα συνεχώς στην εξέδρα. Μόνο που η μπάλα πάντα επιστρέφει στο γήπεδο. Έχει αυτή την κακή συνήθεια.

Από την άλλη, η Δεξιά όρισε εξαρχής τον εαυτό της ως θεματοφύλακα των οσίων του έθνους. Μπορεί το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» να ήταν ένα τρίπτυχο που αναγγέλθηκε ως καταστατική αρχή κρατικής «ησυχίας» από τη χούντα, ωστόσο με διαφορετικές αφορμές και με άλλες στοχεύσεις, κάθε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αυτά τα τρία στοιχεία προσπαθούσε να διατηρήσει ως κόρη οφθαλμού.

Είναι τυχαία η πρόσδεση των παραδοσιακών δεξιών με την επίσημη Εκκλησία; Ακόμη και με εκπροσώπους της των οποίων ο λόγος δεν είναι χριστιανικός.

Είναι τυχαία η πρόσδεση των παραδοσιακών δεξιών με την επίσημη Εκκλησία; Ακόμη και με εκπροσώπους της των οποίων ο λόγος ελάχιστη σχέση έχει με την αγαπητική διδαχή του χριστιανισμού. Παλαιότερα ήταν οι ποδιές στα σχολεία, τώρα μπαίνει ξανά στην κορυφή της συζήτησης ακόμη κι αν πρέπει να διώκεται κανείς αν βρίσει τα θεία.

Το ότι μέσα σε όλες αυτές τις δεκαετίες οι δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις δεν κατάφεραν να δουν πέραν των ιδεολογικών τους γραμμών, τη στιγμή που οι ιδεολογίες έπαψαν από καιρό να έχουν σταθερή βάση, κάτι δείχνει. Αίφνης, ο Μαδούρο έγινε σημείο τριβής ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέκτησε εσχάτως έως και ειδικό σύμβουλο (επί μισθώ, φυσικά) για τα θέματα της Λατινικής Αμερικής (!).

Αυτή τη στιγμή, στο πεδίο της «μάχης» μπαίνει η Βενεζουέλα, οι μολότοφ έξω από τα πανεπιστήμια, το άσυλο (ειδικά ενόψει Πολυτεχνείο) και ένα διαρκές πισωγύρισμα σε «παραδοσιακές» αξίες που επί ημερών του «διεθνιστικού» ΣΥΡΙΖΑ εξαφανίστηκαν από προσώπου γης.

Στο ενδιάμεσο, βέβαια, τα πραγματικά προβλήματα της χώρας ζητούν λύσεις. Εκτός κι αν νομίζει κανείς πως η έλευση του Κυριάκου Μητσοτάκη (από μόνη της) έλυσε ή λύνει ένα σκασμό γόρδιους δεσμούς. Φευ, υπάρχει εξήγηση για τούτη την παρελκυστική τακτική που ακολουθούν τα κόμματα. Τα πάντα γίνονται για να μαίνεται πάντα η θράκα της δημόσιας αντιπαράθεσης.

Ακόμη κι αν δεν υπάρχει ζήτημα πόλωσης, πρέπει να εφευρεθεί διότι δεν γίνεται να κλείσουν τα τηλεοπτικά παράθυρα. Οσο πιο άγονη είναι η αντιπαράθεση, όσο πιο μακριά από τα πραγματικά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας, τόσο η σφοδρότητα της σύγκρουσης αυξάνεται γεωμετρικά.

Στην ουσία, το πυρ ομαδόν των πολιτικών κομμάτων δεν μας αφορά πραγματικά. Όχι διότι αντιμετωπίζουμε τις καντρίλιες τους με απολιτίκ απάθεια, αλλά διότι, όντως, ανακατεύουν τα κύματα μιας θάλασσας που δεν μας βρέχει. Το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε πλέον είναι να τους αφήσουμε να ψεκάζονται μεταξύ τους. Μια πολιτική γυμναστική που όχι μόνο δεν σε αδυνατίζει, αλλά σε μετατρέπει σε μαλθακό και βαρετό οργανισμό.

 

Διαβάστε ακόμα: Λιάγκας & Co,  η trash κακομοιριά της ελληνικής TV δεν έχει τέλος.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top