Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, πολλοί νέοι επιβίωσαν από το χαρτζιλίκι των γονέων τους. Τριαντάρηδες ως και σαραντάρηδες γύρισαν στο -πάντα φιλόξενο- πατρικό. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, δεν επρόκειτο καν για χρήματα που περίσσευαν, αλλά για την ψαλιδισμένη σύνταξη.
Δυστυχώς, η νοοτροπία του «μποναμά», έχει δημιουργήσει ανθυγιεινές οικογενειακές ιεραρχίες. Ενώ παλιότερα, η απόκτηση ενός πτυχίου ταυτιζόταν με την οικονομική εξασφάλιση, σήμερα η πολύπλοκη κι απαιτητική αγορά εργασίας δυσκολεύει πολλούς νέους να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά, με αποτέλεσμα να ασθμαίνουν να απογαλακτιστούν. Έτσι, υπάρχουν γονείς που χρησιμοποιούν επιδοματική πολιτική για να κρατούν τα παιδιά στη σφαίρα επιρροής τους επί μακρόν.
Μήπως είναι καλύτερο να δίνει κανείς την περιουσία που προορίζει για τους κληρονόμους του νωρίτερα; Κι απ’ την άλλη, έχουν πράγματι υποχρέωση οι γονείς να παράσχουν οικονομική υποστήριξη στα παιδιά τους, μετά την ανατροφή τους;
Ας πάρουμε ως αφετηρία ότι η ασφυκτική αγάπη κι η υπερπροστατευτικότητα είναι βασικά γνωρίσματα των μεσογειακών γονέων. Υπάρχουν πάντα ως δίχτυ ασφαλείας, και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν ενεργήσει για το κάτι παραπάνω. Ένα διαμέρισμα, ένα εξοχικό, καμιά φορά και τα δυο μαζί, περιμένουν πολλά τέκνα μεσοαστικών οικογενειών. Η γενιά μου είναι γενιά κληρονόμων σε περίοδο οικογενειακής καθοδικής κινητικότητας.
Ενώ όλα γύρω μας πάνε κατά διαόλου, έχουμε να διαχειριστούμε την προοπτική του να είμαστε οι πρώτοι που δε θα καταφέρουν να ζήσουν «καλύτερα» απ’ τους γονείς τους. Καλύτερα, με όρους οικονομικούς, διότι αν μάθαμε κάτι από το gig economy είναι ότι μπορούμε να περνάμε ευχάριστα συχνότερα, χωρίς πολυτέλειες, ότι οι αναμνήσεις που δημιουργούμε έχουν μεγαλύτερη αξία από την προσήλωση στην απόκτηση κινητών και ακινήτων.
Φυσικά, δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Οι χαμηλές αμοιβές της αγοράς εργασίας και τα υψηλά εμπόδια στη δημιουργία επιχείρησης έχουν κάνει ελκυστικότερο το lifestyle του μικροεισοδηματία. «Petits rentiers» τους αποκαλεί ο Thomas Piketty, ο ροκ σταρ οικονομολόγος που εξερευνά τις ανισότητες.
Αυτή η αντιπαραγωγική νοοτροπία είναι αφενός αποτέλεσμα της (θετικής) «εγώ είμαι εδώ» στάσης των γονέων, αλλά και της διαγενεακής έλλειψης εμπιστοσύνης. Όταν για παράδειγμα, οι γονείς αποφασίζουν ότι ένα διαμέρισμα θα περιέλθει σε ένα τους παιδί, συνήθως δεν μεταβιβάζουν την κυριότητα και επακόλουθα τις ευθύνες που το συνοδεύουν (χαρτιά, εφορία, εύρεση ενοικιαστών, πώληση, κτλ).
Στη θεατρική παράσταση «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας», η Αλεξάνδρα Κ. σατίριζε και ταυτόχρονα συναισθανόταν την εμμονή των προηγούμενων να «εξασφαλίσουν» τα παιδιά τους, σαν αντιστάθμιση στην επισφάλεια της εποχής.
Είναι προφανές ότι αυτές οι τάσεις έχουν δημιουργήσει λανθασμένες συμπεριφορές ανώριμων πολιτών που δεν καταφέρνουν να ενηλικιωθούν, ούτε να νιώσουν υπεύθυνοι για οποιαδήποτε επιλογή. Οι γονείς προτιμούν να διασφαλίσουν το μέτριο πλην σταθερό εισόδημα για τους υπερτροφικούς μπούληδες, τα τέκνα τους, παρά να τους αφήσουν να βρουν μόνοι τους την άκρη.
Ακόμη κι ο αναχρονιστικός θεσμός της προίκας, που καταργήθηκε το 1983, έδινε τη δυνατότητα στα νέα ζευγάρια να αξιοποιήσουν έγκαιρα το κεφάλαιο που διέθετε -συνήθως- η οικογένεια της κόρης.
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, ευτυχώς, οι γυναίκες έχουν κατακτήσει το δικαίωμα στην εργασία και οι κοινωνικοί αγώνες συνεχίζονται προς την ισότητα στους μισθούς και την επαγγελματική ανέλιξη. Αυτό σημαίνει, ότι δεν αποτελεί πια υποχρέωση των γυναικών να παρέχουν προίκα, ούτε είναι καν θέμα φύλου. Πολλά ομόφυλα ζευγάρια έχουν τη δυνατότητα να επικυρώσουν τη σχέση τους.
Ωστόσο, αξίζει να αναλογιστούμε ότι υπήρξε σημαντικό και χρήσιμο για τα ζευγάρια και την οικονομία συλλήβδην, δυο άνθρωποι που αποφασίζουν να συμπορευτούν σε μια ηλικία και συνήθως συνδυάζουν την ωριμότητα με το σφρίγος, να λαμβάνουν ένα ποσό «έναρξης», αναλογικά με την οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους.
Σήμερα, ο θεσμός αυτός έχει αντικατασταθεί από τις γονικές παροχές, ωστόσο δεν υπάρχει δεσμευτικός χαρακτήρας όσον αφορά το timing, ενώ και το φορολογικό πλαίσιο που τις συνοδεύει είναι ασταθές.
Οι οικονομικοί σύμβουλοι που ρώτησε πρόσφατα το WSJ σχετικά με το «πότε είναι καλύτερο να δώσεις τα χρήματα της κληρονομιάς στα παιδιά σου» τόνισαν ότι προτού κανείς αποφασίσει να μεταβιβάσει την περιουσία στα παιδιά του, οφείλει να έχει εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης για το υπόλοιπο της ζωής του.
Εντόπισαν την φυσιολογική έγνοια των γονέων ως προς το πώς θα διαχειριστούν τα χρήματα τα παιδιά και απαντούν πως υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να μάθεις: με το να τους δώσεις πρώτα κάποια από αυτά.
Ως σημαντικότερο παράγοντα, όμως, οριοθέτησαν την ειλικρινή συζήτηση μεταξύ των κληροδοτούντων και των αποδεκτών. Συζήτηση σχετικά με τα πραγματικά περιθώρια της περιουσίας και σχετικά με τα πλάνα αξιοποίησης της, έκφραση των συναισθημάτων κι από τις δυο πλευρές.
Άλλωστε, είναι καλύτερο να δίνεις τα χρήματα όταν χρειάζονται ή όταν μπορείς να κρίνεις πότε θα είναι χρησιμότερα στη ζωή κάποιου, παρά σε μια τυχαία ημερομηνία που θα σε βρει ο θάνατος.
Διαβάστε ακόμα: Τι συμβαίνει (ξανά) με τα κρυπτονομίσματα;